Skip to content

«Ο τοίχος με τα κάγκελα»: Μια ιστορία του πεζογράφου Γιώργου Ιωάννου για το Πολυτεχνείο.

AUTHOR

DATE

SHARE THIS ARTICLE

Κι ο κόσμος να σου φέρνει να φας το μεσημέρι -κοφίνια ολόκληρα- πράγμα που εσύ το είχες ξεχάσει, γιατί είσαι παιδί και βράζει το αίμα σου, να σου φέρνει να πιεις, να φορέσεις, κι οι μεγάλοι που εσύ τους θεωρούσες αυστηρούς κριτές -και ήταν, βέβαια- για κείνα τα μαλλιά, τα γένια, τα ρούχα και τους εκνευριστικούς ίσως τρόπους σου, να στήνονται βουρκω­μένοι στα απέναντι πεζοδρόμια, και να μην εννοούν να το κουνήσουν, μολονότι αυτοί σαν ξεσκολισμένοι διακρίνουνε καθαρότερα από σένα την έρπουσα απειλή, τις φυσιογνωμίες που έχουν συρρεύσει, τις μυστικές κινήσεις και τα βλέμματα. Όπως στη Νομική όπου είχαν ξαγρυπνήσει οι γονείς όλη τη νύχτα, ζαρωμένοι μες στην ψύχρα στις γωνιές των δρόμων, κι άλλοι γύρω απ’ το εκκλησάκι του παλιού νοσοκομείου, που έχει στεγάσει πολλή δυστυχία κατά καιρούς, κρατώντας αναμμένα κεριά, για να τους βλέπουν αποπάνω τα παιδιά και να παίρνουν κουράγιο, και τα κεριά να τα σβήνει πότε ο αέρας και πότε «οι αντιφρονούντες» -τι όρος κι αυτός, Θεέ μου!- αλλά κι οι ταξιτζήδες να ‘χουν αφήσει τα αγώγια και να ’χουν κάνει μια αλυσίδα αδιάσπαστη με τις πλαφονιέρες και τα μεγάλα φώτα αναμμένα και να γυρίζουν γύρω γύρω, Ακαδημίας – Σίνα – Σόλωνος – Ιπποκράτους και πάλι απ’ την αρχή, ώσπου να φέξει. Δεν είναι εύκολο να παίζεις το ψωμί σου σε τόσο ευνόητα δρομολόγια.

Και να ’ναι πάλι απόγευμα, και μάλιστα κατάλληλο για βολτίτσα, μα εσύ να φωνάζεις πάντα πάνω στα κάγκελα, υψώνοντας τολμηρά πανώ και σημαίες σ’ όλες τις επάλξεις, της Πατησίων, αλλά και της Στουρνάρα, της Μπουμπουλίνας και της Τοσίτσα. Και μέσα στα πολύπλοκα κτίρια, τα νεοκλασικά και τ’ άλλα, που τώρα κρύβονται απ’ το κορμί σου, και αύριο, τον άλλο Νοέμβρη, δεν θα φαίνονται απ’ τα λουλούδια, εσύ να μοιράζεις σοφά τις δουλειές, να ετοιμάζεις συσσίτιο, να τακτοποιείς τον ύπνο, τις βάρδιες, τις συνελεύσεις, τη μουσική, μα και το νοσοκομείο για τους πληγωμένους, που με μαθηματική ακρίβεια προβλέπεις. Και να ετοιμάζεις ραδιοφωνικό σταθμό, το μέγα αναπάντεχο όπλο σου και δίδαγμά σου, τυλίγοντας μας ξαφνικά μέσα στους χίλιους κύκλους σου, εσύ που σε είχανε για ανέμελο, για παιδί ακόμα, που δεν πιάνουν τα χέρια του ή και για χίππυ.

Και να ’στε μέσα πιο σοφοί και απείρως πιο δίκαιοι απ’ τους μεγά­λους, που κάτι, βέβαια, κάνανε κι αυτοί στον καιρό τους, καιρό πολύ χει­ρότερο απ’ τον δικό σας. Όχι σ’ αυτά τα κάγκελα, είναι αλήθεια, σε άλλους τοίχους και σε άλλες μάντρες στημένοι, μα και στους ίδιους μεγάλους δρόμους, σ’ αυτές τις τρεις τέσσερις αρτηρίες, ξέστηθοι, ξαρμάτωτοι, μπροστά στα τανκς του κατακτητή. Και με τα πόδια κομμένα απ’ την πείνα και σ’ ορισμένες περιπτώσεις κι απ’ τα κρυοπαγήματα. Τώρα, βέ­βαια, αυτοί αποτελούν για ‘σένα το λεγόμενο «κατεστημένο» και αρκετοί τους έχουν πράγματι απαρνηθεί τη νιότη τους. Εσύ να φροντίσεις να μην τα ξεχάσεις. Εσύ να γίνεις αλλιώτικος. Να κατανικήσεις τους νόμους της φύσης και την ανθρώπινη ψυχοσύνθεση.

Κι όσο πέφτει η νύχτα της δεύτερης μέρας, της Πέμπτης, η φωνή σου να γίνεται πιο δυνατή. Έχουν προστεθεί άλλωστε χιλιάδες νέες φωνές. Κι η μελωδία σου να φτάνει ως τα Εξάρχεια, την Αλεξάνδρας, τη Βάθης και την Ομόνοια. Και να ξέρεις —και το ξέρεις— πως τώρα μες στη νύχτα κάτι σου μαγειρεύουν, κάτι μαζεύτηκαν σε αίθουσες κατάκλειστες και λεν για σένα, κάτι, γιατί το παράκανες πια και με το πείσμα σου τους έχεις εκφο­βίσει. Σε είχαν περάσει για παιδί, που θα του περάσει, και θα το στρώσουνε αυτοί αργότερα, μα τώρα βλέπουν άλλα, πολύ ακατανόητα γι’ αυτούς. Τι θέλεις, επιτέλους, παλιόπαιδο, τι σου λείπει;

Την Παρασκευή απλώθηκες και στην Πατησίων, σ’ όλο το κατάστρω­μα της οδού. Δεν χωράς, δεν χωράτε, πια μέσα. Απόψε πεθαίνει ο φασι­σμός! φωνάζεις, γιατί το νιώθεις πως, ανεξάρτητα απ’ το τι θα γίνεις εσύ, ο αγώνας σου φτάνει σε μια ολοκλήρωση. Άλλωστε τα μηνύματα που καταφτάνουν είναι σπουδαία· όπου αλλού υπάρχει πανεπιστήμιο, οι νέοι έχουν ξεσηκωθεί: Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Γιάννενα. Η τελευταία εικόνα που μου έμεινε είναι από το βράδυ της Παρασκευής, όπου στον περίβολο και την Πατησίων γινόταν πια πανηγύρι. Δεν υπήρχε καθόλου το μούδιασμα της πρώτης ή της δεύτερης βραδιάς, ήταν κάτι σαν φινάλε. Τα κάγκελα φορτωμένα σημαίες και πανώ. Τα πανώ έδειχναν αυτά που φώναζες κι ό,τι άλλο δεν μπορούσε να γίνει ρυθμός. Ο ρυθμός και το στραφτάλισμα κρατούσε θαμπωμένους τους περαστικούς. Φαντάζομαι, και μάλλον δεν πέφτω έξω, πως κι αυτοί που σε κρυφοπαρακολουθούσαν θα είχαν συνεπαρθεί.

Επάνω στην Πύλη, αυτήν που μέλλονταν αργότερα να την γκρεμίσει το τανκ, τα πιο ζωηρά παιδιά ανεβασμένα έπαιρναν τα συνθήματα απ’ τα μεγάφωνα και κουνώντας όπως οι μαέστροι τα χέρια μετάδιναν τον παλμό τους στα πλήθη. Κι όμως παρ’ όλη την πανηγυρική ατμόσφαιρα και την κυριαρχία σου στο πέρασμα εκείνο, δεν μπορούσε κανείς φεύγοντας να μην έχει μαύρα προαισθήμα­τα. Εξάλλου λένε πως τις ώρες αυτές είχαν αρχίσει να πέφτουνε οι πρώ­τες σφαίρες από αθόρυβα πιστόλια. Πάντως μέσα σ’ εκείνον τον αλαλαγ­μό τίποτε τέτοιο δεν ξεχώριζε. Τώρα εκ των υστέρων, όταν το σκέφτεται κανείς, αισθάνεται κάπως άσχημα στην πλάτη του ή στην κεφαλή του.

Οι πυροβολισμοί πύκνωσαν αργότερα, απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, σαν έπεσε η νύχτα και ήταν πάρα πολλοί, χιλιάδες, πολύ περισσότεροι απ’ τους αριθμούς που ομολογήθηκαν. Μαζί μ’ αυτούς και άφθονα δακρυγόνα. Μα η φωνή σου εξακολουθούσε ν’ ακούγεται κι ο σταθμός σου να εκπέμπει. Ελπίσαμε πως θα σταματήσει γρήγορα αυτό το ξέσπασμα. Δεν ήταν δυνατό να πυροβολούν απάνω σου. Αν σκοτώσουν εσένα, τότε τι θ’ απομείνει σ’ αυτή τη χώρα; Και κάποτε ακούσαμε τον ορυμαγδό των τανκς, που έρχονταν απ’ την Αλεξάνδρας. Κατεβήκαμε κι ανοίξαμε την εξώπορτα. Όχι μονάχα εμείς, μα όλοι όσοι σε λατρεύαν. Αυτό ήταν το ελάχιστο. Ενώ άλλοι κάναν μεγάλες θυσίες για σένα. Άφησαν, λέει, τ’ αυτοκίνητά τους μες στη μέση, στην προσπάθεια τους να φράξουν το δρόμο. Άλλοι πάλι φόρτωσαν στ’ αυτοκί­νητά τους ό,τι είχαν απ’ αυτά που επίμονα ζητούσες, και περνώντας μέσα απ’ τις σφαίρες, τα δακρυγόνα και τις φωτιές σού τα παράδωσαν στην Πύλη. Κι ένα γειτονόπουλο, πάνω στον μεγάλο παροξυσμό των πυροβολι­σμών, αντί να φυλαχτεί, το ’σκάσε προς εσένα με το μηχανάκι του.

Πάντως, εκεί που διαδήλωνες εσύ τρεις μέρες και τρεις νύχτες, τώρα αλωνίζουν τα τανκς με τους προβολείς αναμμένους. Δεν έχει πια μεγάλη σημασία, αν οι πυροβολισμοί εξακολουθούν. Περιμένουμε τα χειρότερα. Ακόμα και μέσα στο σπίτι ξεχωρίζει το ζουζούνισμα της σφαίρας και κάνα δυο φορές ένας ξερός χτύπος σαν κάρφωμα στο ξύλο του παντζουριού. Κάτι παλιό θυμηθήκαμε και σφίχτηκε η καρδιά μας. Καμπάνες ακούγονταν από μακριά, πιο γοργές κι από αναστάσιμες. Κολλήσαμε τ’ αυτί μας στο ραδιόφωνο, με κόπο έψελνες τον Εθνικό Ύμνο. Και μετά σιωπή. Κάτι σου συνέβη.

Κι ύστερα το γρήγορο ποδοβολητό μες στα δρομάκια των Εξαρχείων. Κι αποπίσω το άλλο ποδοβολητό, νεανικό κι αυτό, σπιρουνισμένο από κοφτές διαταγές.

Αλλά εσύ είσαι κιόλας στοιβαγμένος μέσα στα σπίτια μας, αναλήφτηκες μέσα στα απρόσωπα διαμερίσματα μας, και κάνεις με τη σειρά τηλε­φωνήματα στους δικούς σου, τους ξετρελαμένους απ’ την ανησυχία πως είσαι καλά και θα πας το πρωί στο σπίτι. Άφησες όμως κάτι ματωμένες δαχτυλιές στο τηλέφωνο, που καιρό κάναμε να τις σκουπίσουμε. Και μιλάς σιγά και σεμνά, καθώς αρμόζει σε νέους που βρίσκονται σε ξένο σπίτι. Εσύ ήσουνα που φώναζες τόσο; Κι ο ένας σας είναι γιατρός, κι ο άλλος αρχιτέκτων, κι ο τρίτος νομικός, κι ο τελευταίος μαθητής ακόμα. Και δεν θέλεις να φας, ούτε να πιεις κάτι, να κοιμηθείς μόνο λίγο, όπως αυτοί που πολεμήσαν.

Και φεύγεις το πρωί, χωριστά απ’ τους νέους φίλους σου, κι εμείς σε λίγο φεύγουμε για τη δουλειά μας. Και στη γωνιά μάς ψάχνουνε την τσάντα.

Ήρθε ο καιρός να γίνουμε και ύποπτοι. Ένα ελικόπτερο πετάει πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Και στη στροφή αίματα και πιο πέρα άλλα αίματα και πολλά χαρτιά κι αποκαΐδια — κειμήλια ιστορικά που χαθήκαν. Μπό­ρεσες άραγε να ξεγλιστρήσεις;

Και την Πρωτοχρονιά μάς παρουσιάζεσαι γελαστός μ’ ένα ποτό για δώρο. Δεν ξέρουμε τι ποτό είναι, το ’χουμε φυλάξει έτσι για ενθύμιο. Γουρλίδικη Πρωτοχρονιά, πάντως, εκείνη. Τους ξεθεμέλιωσε.

Φέτος που είναι τα τρίχρονα δεν συλλογίζομαι, κι ας φαίνεται το αντί­θετο, τόσο εσένα. Εσύ δεν έχεις ανάγκη. Πρέπει να ’σαι ήσυχος με τη συνείδησή σου και —χωρίς να θέλω να σε κακομάθω με μεγάλα λόγια— βαθιά περήφανος. Ως το τέλος της ζωής σου θα μιλάς γι’ αυτά, σφραγί­στηκες. Σκέφτομαι εκείνα τα αίματα κι εκείνα τα ηρωικά παιδιά που ανα­δύθηκαν μέσα απ’ τις δίκες και το σπαραγμό των δικών τους.

Θα ’θελα ν’ αναφέρω κάποιους στίχους, ένα επίγραμμα· να το σκαλί­σω νοερά, τουλάχιστο, στον τοίχο με τα κάγκελα. Όμως εγώ ένας φιλόλο­γος, ένας δάσκαλός σου —δεν ξέρω κατά πόσο άξιος— έχω κυρίως στο νου μου αρχαία επιτύμβια επιγράμματα, απ’ αυτά που είναι κατάφορτο το γειτονικό Μουσείο και που όσο κι αν είναι καίρια και σεμνά, δεν απο­δίδουν πια τις περιστάσεις. Μιλούν για τόξα και ακόντια, ενώ εδώ θέρι­σαν πολυβόλα.

Μάλλον κάτι άλλο πρέπει να σκεφτούμε, κάτι σαν αιώνια υπόσχεση σ’ αυτούς. Και όλοι μαζί…

______________________

Απόσπασμα από το αφήγημα του φιλόλογου και πεζογράφου Γιώργου Ιωάννου (1927-1985) «Ο τοίχος με τα κάγκελα», γραμμένο το 1976.

Πηγή: «Το μελάνι φωνάζει – Η 17η Νοέμβρη 1973 στη λογοτεχνία», ανθολόγιο του Ηλία Γκρη

AUTHOR

Beater.gr

Loading...
Συστήματα παραγγελιοληψίας: Ποιους επαγγελματίες αφορούν και ποια είναι τα οφέλη για την επιχείρηση και τον πελάτη.
«Φοβάμαι…», το ποίημα της Παρασκευής.