Skip to content

20 μικρά και σαγηνευτικά ποιήματα του Ντίνου Χριστιανόπουλου!

DATE

SHARE THIS ARTICLE

Σαν σήμερα, 20 Μαρτίου 1931, ήρθε στον κόσμο ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, ένας από τους σπουδαιότερους σύγχρονους Έλληνες ποιητές. Πίσω από το καλλιτεχνικό του όνομα, στην πραγματικότητα βρίσκεται ο Κωνσταντίνος Δημητριάδης. Είναι ποιητής, διηγηματογράφος, δοκιμιογράφος, μεταφραστής, ερευνητής, εκδότης και βιβλιοκριτικός.

Ο Χριστιανόπουλος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, γιος προσφύγων από την Ανατολική Θράκη, φοίτησε στο τμήμα Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και πήρε πτυχίο στον Τομέα Κλασικών Σπουδών. Το 1958 ίδρυσε και ανέλαβε τη διεύθυνση του περιοδικού Διαγώνιος, που κυκλοφόρησε ως το 1983 με ολιγόχρονες παύσεις, και τον εκδοτικό οίκο Εκδόσεις ΔιαγωνίουΕκείνη την περίοδο, αναπτύχθηκε ο λεγόμενος «κύκλος των λογοτεχνών της Διαγωνίου».

Ξεχωρίζει για το προσωπικό αιχμηρό ύφος στα ποιήματά του, μια θεματολογία που ξεκινάει από τον έρωτα και καταλήγει στην ταπείνωση και στην εκμηδένιση, με επιρροές από Καβάφη και Έλιοτ.

Έγραψε τις ποιητικές συλλογές: «Εποχή Των Ισχνών Αγελάδων», «Ξένα Γόνατα», «Ανυπεράσπιστος Καημός», «Ο Αλλήθωρος», «Το Κορμὶ & Το Σαράκι», «Νεκρὴ Πιάτσα», «Το Αιώνιο Παράπονο» & «Η Πιο Βαθιὰ Πληγή».

Μια μέρα πριν την παγκόσμια ημέρα αφιερωμένη στην ποίηση, συγκεντρώσαμε 20 μικρά σαγηνευτικά ποιήματα προς τιμήν του.


Ἐπικίνδυνη Μοναξιά

Ὅταν τὶς νύχτες τριγυρνῶ στὴ μοναξιά μου,
ψάχνω μέσ᾿ σὲ χιλιάδες πρόσωπα νὰ βρῶ
ἐκεῖνο τὸ τρεμούλιασμα στὴν ἄκρη τοῦ ματιοῦ σου.

Ἂν ἔστω κι ἕνας μόνο ἀπηχοῦσε
κάτι ἀπ᾿ τὴ δική σου ὀμορφιά,
θὰ τοῦ ῾λεγα: -«Λοιπόν, τί περιμένεις;
μὲ τὰ καρφιὰ τῶν παπουτσιῶν σου κάρφωσέ με
».

καὶ δὲ θὰ καρτεροῦσα πιὰ γλυκὸ φιλὶ
οὔτε μία τρυφερὴ περίπτυξη.


Ἀναστολή

Ὅ,τι ὀνειρεύτηκα τόσα καὶ τόσα βράδια,
ὅ,τι πεθύμησα μὲ τόση ἀλλοφροσύνη,
ὅ,τι σχεδίασα μὲ τόσο πυρετό,
μόλις σὲ δῶ, γλυκιά μου ἐξουθένωση,
στὰ μάτια καὶ τὰ χείλη τὸ ἀναστέλλω,
γιὰ μία στιγμὴ πιὸ ἀπελπισμένη τὸ ἀναβάλλω,
γιατί μονάχα ὅταν τὰ χέρια μου σὲ χάνουν,
ἡ πονεμένη φαντασία μου σὲ κερδίζει.


Ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς παίδεψαν

Ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς παίδεψαν βαραίνουν μέσα μας πιὸ πολύ,
ὅμως ἡ δική σου τρυφερότητα πόσο καιρὸ ἀκόμα θὰ βαστάξει;
Ὅ,τι μᾶς γλύκανε, τὸ ξέπλυνε ὁ χρόνος κι ἡ συναλλαγή,
ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς χαμογέλασαν βουλιάξαν σὲ βαθιὰ πηγάδια
καὶ μείναν μόνο κεῖνοι ποὺ μᾶς πλήγωσαν,
ἐκεῖνοι ποὺ ἀρνήθηκαν νὰ τοὺς ὑποταχτοῦμε.
Ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς παίδεψαν βαραίνουν πιὸ πολύ…


Η κακιά στιγμή

«Τα μάθατε; Ο τάδε το και το».
Έτσι μια μέρα θα ’ρθει κι η σειρά μας∙
μια αστοχία, μια κακιά στιγμή,
και κουρελιάζεσαι για όλη τη ζωή σου.

Θεέ μου, φύλαγε απ’ την κακιά στιγμή,
κάνε ν’ αργήσει η αναπόφευκτη στιγμή,
που η νέμεση χαρίζεται στους κουτσομπόληδες
και κάνουν γλέντι την καταστροφή μας.


Τὸ Δάσος

Δὲν ξεριζώνονται οἱ νύχτες ἀπὸ μέσα μας,
βλασταίνουν φύλλα καὶ κλαδιὰ
κι ἔρχονται τὰ πουλιὰ τοῦ ἔρωτα καὶ κελαηδοῦνε.

Δὲν ξεριζώνονται οἱ νύχτες ἀπὸ μέσα μας,
οἱ σπόροι τους φυτρώνουν δάσος σκοτεινό,
στὶς λόχμες του ὁ φόβος ἐνεδρεύει.

Ζῷα μικρὰ καὶ ζῷα ἄγρια τὸ κατοικοῦν,
ὄχεντρες ἕρπουν καὶ ρημάζουν τὶς φωλιές μας,
λιοντάρια ἑτοιμάζονται νὰ μᾶς ξεσκίσουν.

Δὲν ξεριζώνονται οἱ νύχτες ἀπὸ μέσα μας,
ἔγιναν δάσος σκοτεινὸ καὶ μᾶς πλακώνουν.


Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας

Τί νὰ τὰ κάνω τὰ τραγούδια σας
ποτὲ δὲ λένε τὴν ἀλήθεια
ὁ κόσμος ὑποφέρει καὶ πονᾷ
κι ἐσεῖς τὰ ἴδια παραμύθια

Τί νὰ τὰ κάνω τὰ τραγούδια σας
εἶναι πολὺ ζαχαρωμένα
ταιριάζουν σὲ σοκολατόπαιδα
μὰ δὲ ταιριάζουνε γιὰ μένα.


Απολογισμός της μοναξιάς 

Σπασμένες μέσα μου εἰκόνες ἀνταπόκρισης,
ρήμαγμα μέσα σὲ ξένες ἀγκαλιές,
ἀπελπισμένο κρέμασμα ἀπὸ λαγόνια ξένα.
Πέσιμο ἐκεῖ ποὺ μοναχὰ ἡ μοναξιὰ ὁδηγεῖ:
νὰ ὑποτάξω ἀκόμη καὶ τὸ πνεῦμα μου,
νὰ τὸ προσφέρω σὰν τὴν ἔσχατη ὑποταγή.


Βρόχος

Τώρα ποὺ σ᾿ ἔχω διαγράψει ἀπ᾿ τὴν καρδιά μου,
ξαναγυρνᾷς ὅλο καὶ πιὸ πολὺ ἐπίμονα,
ὅλο καὶ πιὸ πολὺ τυραννικά.
Δὲν ἔχουν ἔλεος τὰ μάτια σου γιὰ μένα,
δὲν ἔχουν τρυφερότητα τὰ λόγια σου,
τὰ δάχτυλά σου ἔγιναν τώρα πιὸ σκληρά,
ἔγιναν πιὸ κατάλληλα γιὰ τὸ λαιμό μου.


Έρωτας

Νὰ σοῦ γλείψω τὰ χέρια, νὰ σοῦ γλείψω τὰ πόδια –
ἡ ἀγάπη κερδίζεται μὲ τὴν ὑποταγή.
Δὲν ξέρω πῶς ἀντιλαμβάνεσαι ἐσὺ τὸν ἔρωτα.
Δὲν εἶναι μόνο μούσκεμα χειλιῶν,
φυτέματα ἀγκαλιασμάτων στὶς μασχάλες,
συσκότιση παραπόνου,
παρηγοριὰ σπασμῶν.
Εἶναι προπάντων ἐπαλήθευση τῆς μοναξιᾶς μας,
ὅταν ἐπιχειροῦμε νὰ κουρνιάσουμε σὲ δυσκολοκατάχτητο κορμί.


Με κατάνυξη 

Ἔλα νὰ ἀνταλλάξουμε κορμὶ καὶ μοναξιά.
Νὰ σοῦ δώσω ἀπόγνωση, νὰ μὴν εἶσαι ζῷο,
νὰ μοῦ δώσεις δύναμη, νὰ μὴν εἶμαι ράκος.
Νὰ σοῦ δώσω συντριβή, νὰ μὴν εἶσαι μοῦτρο,
νὰ μοῦ δώσεις χόβολη, νὰ μὴν ξεπαγιάσω.
Κι ὕστερα νὰ πέσω μὲ κατάνυξη στὰ πόδια σου,
γιὰ νὰ μάθεις πιὰ νὰ μὴν κλωτσᾶς.


Όταν σε περιμένω 

Ὅταν σὲ περιμένω καὶ δὲν ἔρχεσαι,
ὁ νοῦς μου πάει στοὺς τσαλακωμένους,
σ᾿ αὐτοὺς ποὺ ὧρες στέκονται σὲ μία οὐρά,
ἔξω ἀπὸ μία πόρτα ἢ μπροστὰ σ᾿ ἕναν ὑπάλληλο,
κι ἐκλιπαροῦν μὲ μία αἴτηση στὸ χέρι
γιὰ μία ὑπογραφή, γιὰ μία ψευτοσύνταξη.
Ὅταν σὲ περιμένω καὶ δὲν ἔρχεσαι,
γίνομαι ἕνα με τοὺς τσαλακωμένους.


Τέλος

Τώρα ποὺ βρῆκα πιὰ μίαν ἀγκαλιά,
καλύτερη κι ἀπ᾿ ὅ,τι λαχταροῦσα,
τώρα ποὺ μοῦ ῾ρθαν ὅλα ὅπως τὰ ῾θελα
κι ἀρχίζω νὰ βολεύομαι μὲς στὴν κρυφὴ χαρά μου,
νιώθω πὼς κάτι μέσα μου σαπίζει.


Η θάλασσα

Ἡ θάλασσα εἶναι σὰν τὸν ἔρωτα:
μπαίνεις καὶ δὲν ξέρεις ἂν θὰ βγεῖς.
Πόσοι δὲν ἔφαγαν τὰ νιάτα τους –
μοιραῖες βουτιές, θανατερὲς καταδύσεις,
γράμπες, πηγάδια, βράχια ἀθέατα,
ρουφῆχτρες, καρχαρίες, μέδουσες.
Ἀλίμονο ἂν κόψουμε τὰ μπάνια
Μόνο καὶ μόνο γιατί πνίγηκαν πεντέξι.
Ἀλίμονο ἂν προδώσουμε τὴ θάλασσα
Γιατὶ ἔχει τρόπους νὰ μᾶς καταπίνει.
Ἡ θάλασσα εἶναι σὰν τὸν ἔρωτα:
χίλιοι τὴ χαίρονται – ἕνας τὴν πληρώνει.


Εγκαταλείπω την ποίηση

Εγκαταλείπω την ποίηση δε θα πει προδοσία, δε θα πει ανοίγω ένα παράθυρο για τη συναλλαγή.
Τέλειωσαν πια τα πρελούδια,  ήρθε η ώρα του κατακλυσμού.|
Όσοι δεν είναι αρκετά κολασμένοι πρέπει επιτέλους να σωπάσουν, να δουν με τι καινούριους τρόπους μπορούν να απαυδήσουν τη ζωή.
Εγκαταλείπω την ποίηση δε θα πει προδοσία.
Να μη με κατηγορήσουν για ευκολία, πως δεν έσκαψα βαθιά,
πως δε βύθισα το μαχαίρι στα πιο γυμνά μου κόκαλα.
όμως είμαι άνθρωπος κι εγώ, επιτέλους κουράστηκα, πως το λένε,
κούραση πιο τρομαχτική από την ποίηση υπάρχει;
Εγκαταλείπω την ποίηση δε θα πει προδοσία.
Βρίσκει κανείς τόσους τρόπους να επιμεληθεί την καταστροφή του.


Σχόλιο

Ένας άντρακλας μου έφερε ένα τετράδιο με στίχους τραγουδιών του.
Σε κάποιο απ’ αυτά απευθυνό-
ταν «σ’ ένα ποιητή ομοφυλόφιλο» και του ‘λεγε πως
ευχαρίστως θα του ξέσκιζε τον κώλο, αν έτσι τον βοηθούσε
να γράψει ένα ποίημα. Πήρα μολύβι και σημείωσα από
κάτω: «Γελιέστε αν νομίζετε πως έτσι γράφονται τα
ποιήματα. Το ποίημα δε βγαίνει απ’ το ξέσκισμα του
κώλου, αλλά από το ξέσκισμα της ψυχής».


Άλλα λόγια, ν’ αγαπιόμαστε

Διαβάζω τα ποιήματά του για αρκούδες και λύκους (παι-
Δικές αναμνήσεις από το ορεινό του χωριό) κι αναρωτιέ-
μαι: «Μα γιατί δε γράφει πως χώρισε τη γυναίκα του και πόσο την τυραννάει για τη διατροφή του παιδιού τους; Ως
πότε αυτή η μεταμφίεση της γαϊδουριάς μας πίσω από
τραύματα της παιδικής μας ηλικίας;».


Ό,τι κορόιδευα

Δεν έχω πια δικαίωμα να κλαίγομαι
τώρα που χόρτασα κι εγώ ψωμί κι αγάπη.
Οι στερημένοι δεν είναι πια αδέλφια μου,
οι πεινασμένοι δε μ’ έχουν για δικό τους,
κι ούτε με ξελασπώνει που ταράζομαι
σαν τύχει κι αντικρίσω τη ματιά τους.


Ενός λεπτού σιγή

Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας
κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά,
έναν ώμο ν’ ακουμπάτε την πίκρα σας,
ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας,

κοκκινίσατε άραγε για την τόση ευτυχία σας,
έστω και μια φορά;
είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή
για τους απεγνωσμένους;


Ο φωτογράφος

Σ᾿ αὐτὴν ἐδῶ τὴ γειτονιὰ
σ᾿ αὐτὰ ἐδῶ τὰ μερὴ
ὁ φωτογράφος θά ῾πρεπε
νὰ ἤτανε ξεφτέρι
νά ῾ταν τεχνίτης, μερακλὴς
κι ἀπ᾿ ὀμορφιὰ νὰ ξέρει.

Σ᾿ αὐτὴν ἐδῶ τὴ γειτονιὰ
ἂς ἤμουν φωτογράφος
νὰ ὑπηρετῶ τὴν ὀμορφιὰ
μὲ τέχνη καὶ μὲ πάθος.

Νά ῾ρχοντ᾿ ὀμορφοκόριτσα
καὶ λαϊκὲς παρέες
νὰ παίρνουν πόζες ὄμορφες
καμαρωτὲς κι ὡραῖες
γιὰ εἰκοσιτετράωρες
καὶ ἑβδομαδιαῖες.


Το έγκλημα της μοναξιάς

Κάθε που πέφτει επικίνδυνα το βράδυ,
ξυπνάει η φωνή σου μέσα μου και με ρημάζει·
κι όταν η νύχτα όλες τις γλυκιές εικόνες διώχνει,
προβάλλει εντός μου η βρώμικη ομορφιά σου
και σβήνει από τα μάτια τη λάμψη του Θεού.

Και τότε δίνομαι στο έγκλημα της μοναξιάς,
που χρόνια τώρα μέσα μου το ετοιμάζω,
και πια δεν έχει ουράνιο φεγγοβόλημα,
δεν έχει πια παιδικές χορωδίες,
μονάχα μια προσπάθεια για σπασμούς,
νυχτερινά χαρτονομίσματα τσαλακωμένα.

 

Φωτογραφία Εξωφύλλου: Σπύρος Στάβερης

AUTHOR

Γιώτα Συνιρίδου

Κοινωνική λειτουργός ταγμένη στη λογοτεχνία και στην αρθρογραφία.

Loading...
Η μάνα της
Neos Kosmos: Ο νεός δίσκος του Evripidis and his Tragedies.