Μαργαρίτα Ζαχαριάδου: Η μεταφράστρια πίσω από το βιβλίο της χρονιάς!
Πως γνωρίσατε τον Γκρέγκορ Φον Ρετσόρι και ποια η σχέση σας μαζί του πριν μεταφράσετε το «Αναμνήσεις ενός αντισημίτη»;
Είμαι σχεδόν σίγουρη ότι κάπου είχε πάρει το μάτι μου τον τίτλο ή το όνομα του συγγραφέα –ενδεχομένως στον κατάλογο της New York Review of Books- πριν ακόμα μου προτείνει ο Θάνος Σαμαρτζής από το ΔΩΜΑ να μεταφράσω το βιβλίο. Εκείνο που είναι απολύτως βέβαιο είναι ότι δεν τον είχα διαβάσει. Έτσι, εξακολουθεί να μου φαίνεται παράδοξο το πώς, ξεκινώντας να τον μεταφράζω, ήταν λίγο σαν να τον «ήξερα» ήδη. Μου ταίριαξε το γράψιμό του, όχι απλώς το ύφος του αλλά και η στάση του, μάλλον, απέναντι στο γράψιμο, η χαρά της γραφής που απέπνεε. Κατά κάποιο τρόπο, ήταν σαν να επιθυμούσα, ακόμα και μόνο ως αναγνώστρια, έναν τέτοιο συγγραφέα.
Δείτε ακόμη: Ο Γιάννης Ανδρονικίδης σ’ ένα podcast για το βιβλίο του Gregor von Rezzori.
Το φάουλ του σύγχρονου αναγνώστη διαβάζοντας ένα βιβλίο που αφορά την προπολεμική περίοδο είναι πως αποστασιοποιείται από όσα συμβαίνουν, καθώς θεωρεί ότι πλέον ένας ακραίος ρατσισμός μπορεί να αποφευχθεί εύκολα στην εποχή της δημοκρατίας που διανύουμε. Κι όμως εσείς σημειώνετε στην εισαγωγή σας: «Για τους περισσότερους από εμάς είναι εύκολο να κρατήσουμε αποστάσεις από τον τοξικό ρατσισμό. Ισχύει όμως το ίδιο και για την αδιαφορία, την πλημμελή λογική, τον ανέμελο -κοινωνικό ή πνευματικό- σνομπισμό, την έλλειψη προσοχής; Ο Ρετσόρι μας υπενθυμίζει με τρόπο επώδυνο ότι ο μεγαλύτερος και πιο δηλητηριώδης κίνδυνος του προνομιούχου βίου είναι η απάθεια. Τι είδους χρόνια είναι, ας πούμε, το 2020;» και το 2021 φυσικά.
Δυσκολεύομαι να το χαρακτηρίσω «φάουλ» του αναγνώστη αυτό. Κατ’ αρχάς, περίπου κάθε ανάγνωση, από την πιο χαλαρή έως την πιο εμβριθή, είναι θεμιτή. Δεύτερον, μου φαίνεται άχαρη η ιδέα ενός βιβλίου εποχής που να πρέπει να αποτελέσει οπωσδήποτε παράλληλο ή αντίστοιχο της εποχής μας. Και τρίτον, πολύ συχνά εξαρτάται από την ένταση, από τη «θερμοκρασία» του βιβλίου κατά πόσο θα σπρώξει τον αναγνώστη πέρα από την ανάπλαση της περιόδου που πραγματεύεται (γιατί αυτή η ανάπλαση είναι ο πρώτος και κύριος σκοπός κάθε βιβλίου) και θα τον βάλει ενδεχομένως να σκεφτεί τι έχει και τι δεν έχει αλλάξει από τότε και αν οι ανθρώπινες αδυναμίες παραμένουν ίδιες ή όχι. Νομίζω πως οι «Αναμνήσεις ενός αντισημίτη» ανήκουν σε αυτήν ακριβώς την κατηγορία βιβλίων. Ο Ρετσόρι δεν έχει καμία πρόθεση να διδάξει, να κουνήσει το δάχτυλο. Απλώς λέει τις ιστορίες του με την τέχνη που τις λέει, με τόση γνώση, ενσυναίσθηση και ταυτόχρονα χωρίς να χαρίζει κάστανα σε κανέναν, που σε παρασύρει πέρα από το να φαντάζεσαι την εποχή του, σε έναν ουσιαστικό (ανα)στοχασμό – τι είδους χρονιά είναι, ας πούμε, το 2021.
Πόσο εύκολο ήταν να διατηρήσετε την ισορροπία μεταξύ μυθοπλασίας και αυτοβιογραφίας σε αυτές τις 5 ιστορίες του Γκρέγκορ Φον Ρετσόρι που μοιάζουν πολύ -και ίσως και να είναι- με απομνημονεύματα;
Για τον μεταφραστή, οδηγός είναι πάντα ο συγγραφέας. Ο μεταφραστής οφείλει από τη μια να μπει στην κατάσταση «αναστολής της δυσπιστίας» που απαιτεί η στενή επαφή με το μυθοπλαστικό κείμενο, από την άλλη να έχει πάντα τα μάτια του ανοιχτά ως προς την πρόθεση, το σχέδιο του συγγραφέα, να έχει, δηλαδή, επίγνωση ότι όλο αυτό, το βιβλίο δηλαδή, είναι μια κατασκευή, την οποία πρέπει να διαλύσεις και να ξανασυναρμολογήσεις σε άλλη γλώσσα – και μετά να εξακολουθεί να λειτουργεί όπως πρέπει. Ο Ρετσόρι δεν παίρνει πολύ σοβαρά τον εαυτό του, ούτε και την ιδέα του Εαυτού γενικά. Αλλά έτσι κι αλλιώς, νομίζω πως κάθε συγγραφέας, από τη στιγμή που αποφασίζει να αντλήσει στοιχεία από τη ζωή του, αυτομάτως παραιτείται από την αξίωση της ακρίβειας και της πραγματικότητας. Τα στοιχεία αυτά εντάσσονται σε ένα μυθοπλαστικό πλαίσιο, σε μια ολόκληρη ήπειρο, όπου μπορεί να υπάρχουν και κάποια βουναλάκια «αλήθειας», όχι λιγότερο σημαντικά από τον υπόλοιπο περίγυρο. Αν έχεις αυτό κατά νου μεταφράζοντας, όλα έρχονται φυσικά.
Οι «Αναμνήσεις ενός Αντισημίτη» παρουσιάζουν, όπως το χαρακτηρίζετε, ένα «χωνευτήρι Ανατολής και Δύσης», εθνοτήτων και γλωσσών, καθώς και ο ίδιος ο πρωταγωνιστής φέρει μια πολυπολιτισμική ταυτότητα και έχει ζωηρή κοινωνική ζωή σε σημείο που κάθε ιστορία να εξελίσσεται σε διαφορετική χώρα. Πόσο εύκολο ήταν να συμβαδίσετε με όλα τα ιστορικά γεγονότα που διαδραματίζονται/αναφέρονται, ακόμα και στη μετάφραση διάφορων γλωσσών που συμπεριλαμβάνουν γίντις, γερμανικά και αυστριακές διαλέκτους;
Μα αυτή ακριβώς είναι μια από τις μεγάλες χαρές της μετάφρασης γενικά! Και είναι χαρά επειδή, ευτυχώς, σήμερα έχουμε τα μέσα να αντεπεξέλθουμε στις απαιτήσεις, να δούμε, να ακούσουμε, να μάθουμε, από εκεί που καθόμαστε, όσα απέχουν από μας στον χώρο και στον χρόνο. Το σημαντικό είναι να αντιλαμβάνεσαι τι πρέπει να ψάξεις (δηλαδή τι δεν ξέρεις) και μετά πώς να το ψάξεις (και πόσο). Από ‘κει και πέρα, κάθε νέα ψηφίδα που προσθέτεις στο χωροχρονικό μωσαϊκό, σ’ αυτό το χωνευτήρι που καλείσαι να αναπαραστήσεις, είναι τεράστια ευχαρίστηση. Πραγματικά, ανταμοιβή. Είδα, για παράδειγμα, βίντεο και φωτογραφίες από όλες τις γειτονιές και τα τοπία που περιγράφει ο Ρετσόρι. Άκουσα να λένε τα ονόματα των δρόμων. Και ειδικά όσον αφορά τα γίντις, είχα από νωρίς την τύχη και το προνόμιο να μεταφράσω πολλούς Εβραίους συγγραφείς κι έτσι τα γίντις μού είναι πια πολύ οικεία ως άκουσμα και ως αίσθηση.
…Η μετάφραση είναι, εκτός των άλλων, και ένα παιχνίδι ρόλων.
Προτιμήσατε στο κείμενο κάποιες λέξεις να μεταφέρονται αυτούσιες, χωρίς μετάφραση, καθώς μπορεί να βρει κανείς στο τέλος του βιβλίου επεξηγηματικές σημειώσεις. Πού στοχεύατε διατηρώντας και αυτούσιες τις λέξεις και χρησιμοποιώντας γλωσσάρι;
Η μετάφραση είναι, εκτός των άλλων, και ένα παιχνίδι ρόλων. Ο μεταφραστής προσπαθεί πάντα να μεταφέρει και εκείνη την άρρητη αίσθηση των πραγμάτων που λανθάνει μέσα σε κάθε (ωραίο) κείμενο. Τη θεατρικότητα, την ηθοποιία του. Πιστεύω πως η παρουσία λέξεων σε τρίτη γλώσσα (που δεν είναι δηλαδή ούτε η γλώσσα του πρωτοτύπου ούτε η γλώσσα στην οποία μεταφράζεται το κείμενο) υπογραμμίζουν την ατμόσφαιρα του τόπου και του χρόνου, λειτουργούν κάπως σαν ένα σουβενίρ από κάποιο μέρος που δεν έχεις πάει ποτέ σου, είναι ένα εξωτικό αντικείμενο που κάτι λέει για την πηγή της προέλευσής του. Νομίζω πως αυτό κάνουν και οι συγγραφείς όταν περιλαμβάνουν τέτοιες λέξεις στα κείμενά τους. Συνήθως η σημασία τους είναι αρκετά προφανής από τα συμφραζόμενα, καλού κακού όμως, ή εν είδει επιβεβαίωσης, έχει νόημα και η επεξήγησή τους σε μια σημείωση στο τέλος του βιβλίου. Υπάρχουν βέβαια και λέξεις που έχουν καθιερωθεί ιστορικά, όπως το Anschluss, η προσάρτηση της Αυστρίας από τη Γερμανία, που μάλλον οφείλει κανείς να τις διατηρήσει ως έχουν.
Ένα ακόμα εντυπωσιακό χαρακτηριστικό του βιβλίου αποδίδεται ακριβώς στον πολυπολιτισμικό χαρακτήρα που αποδεικνύει περίτρανα πως ο αντισημιτισμός ακόμα κι όταν ξεπερνά σύνορα, εξακολουθεί να κυριαρχεί. Θεωρείτε ότι ήταν ένα από τα μηνύματα που ήθελε να περάσει ο συγγραφέας;
Έχουμε την τάση, νομίζω, σήμερα να ωραιοποιούμε μερικά πράγματα. Η πολυπολιτισμικότητα δεν σημαίνει αυτομάτως και ισότητα, ούτε μια ανέφελη πολυχρωμία. Ο κόσμος που περιγράφει ο Ρετσόρι πόρρω απέχει από το να τον χαρακτηρίσεις «αγγελικά πλασμένο» παρ’ όλη την πολυχρωμία του. Δεν αρκεί να βρίσκονται άνθρωποι από διαφορετικές κουλτούρες σε μια περιοχή για να είναι αυτό «καλό». Οι Εβραίοι της Μπουκοβίνα ήταν δεύτερης ή τρίτης κατηγορίας άνθρωποι. Το «αγάπα τον πλησίον σου» είναι η πιο δύσκολη πίστα στο παιχνίδι. Γιατί αφορά ακριβώς τον πλησίον σου – όχι κάποιον που βρίσκεται σε απόσταση ασφαλείας. Είναι κι αυτό ένα από τα πράγματα που καλούμαστε να σκεφτούμε καλύτερα με αφορμή το βιβλίο.
Θεωρείται ότι είναι ένα βιβλίο ορόσημο για τον αντισημιτισμό; Ένα βιβλίο που έπρεπε να γραφτεί για τον αντισημιτισμό και πρέπει να διαβαστεί;
Σαφώς. Έχουν γραφτεί πολύ μεγάλα, πολύ σημαντικά έργα, συγκλονιστικά κείμενα από την πλευρά των θυμάτων. Υπάρχου άφθονες μαρτυρίες και πλήρης ιστορική τεκμηρίωση, με όλες τις φρικιαστικές, ανατριχιαστικές λεπτομέρειες, για τον μηχανισμό που στήθηκε με σκοπό την εξόντωση των Εβραίων. Υπάρχουν ιστορίες συνεργατών και συνοδοιπόρων των ναζί. Εκείνο που λείπει από την εικόνα, το τεράστιο κομμάτι του παζλ που συμπληρώνουν οι «Αναμνήσεις ενός αντισημίτη», είναι η στάση της σιωπηλής πλειοψηφίας στο φαινόμενο του αντισημιτισμού, αλλά θα έλεγα, κατ’ επέκταση, και σε κάθε φαινόμενο «καθιερωμένης» βίας απέναντι σε ό,τι δεν είμαστε εμείς, οι πολλοί ή οι προνομιούχοι. Έλειπε η αποτύπωση της πλαδαρής αποδοχής συμπεριφορών που έχουμε συνηθίσει και που ουδέποτε έχουμε αμφισβητήσει. Ο «Γκρέγκορ» του βιβλίου είναι ένας μη Εβραίος, κάποιος που την εποχή εκείνη ανήκε σε εκείνους που είχαν την τύχη να μην κινδυνεύουν από καμιά παράλογη δίωξη, από καμιά προκατάληψη και κανέναν αποκλεισμό. Είναι κάποιος που θεωρεί την ανισότητα σχεδόν χαριτωμένη. Είναι ένας από εκείνους που, ενώ δεν ήταν οι ίδιοι ναζί, ο ναζισμός πάτησε στους ώμους τους, ακριβώς επειδή ήταν τόσο πολλοί και τόσο «ακίνητοι». Κατά κάποιον μικρό και εν τέλει ποταπό τρόπο, θύτες και θύματα μαζί.
…Πάντα όμως ελλοχεύει ο κίνδυνος της «ψυχολογοποίησης», της υπερερμηνείας που αποτελεί μέγα σφάλμα.
Πόσο εύκολο υπήρξε να ταυτιστείτε με το συγγραφέα και να αποδώσετε το ύφος του στο έργο του; Χρειάζεται η διαίσθηση του μεταφραστή για τις άδηλες προθέσεις του συγγραφέα ή/και μια βαθιά γνώση για τον ίδιο και τη ζωή του;
Πιστεύω πολύ στο κείμενο καθεαυτό. Κάθε κείμενο είναι το αποτέλεσμα αναρίθμητων εμπειριών, σταθμίσεων, πολλών ναι και ακόμα περισσότερων όχι, κρύβει πίσω του μια τεράστια και εν πολλοίς υποσυνείδητη διαδικασία επιλογών από την πλευρά του συγγραφέα – τι θα πει και τι θ’ αφήσει απ’ έξω. Δεν νομίζω πως μπορεί οποιοσδήποτε μεταφραστής να ισχυριστεί ότι ξέρει ακριβώς τι είχε ο συγγραφέας κατά νου, όσο κι αν τον έχει μελετήσει, όσο κι αν έχει εντρυφήσει στο έργο και στη ζωή του. (Η βιογραφία του Ρετσόρι, συγκεκριμένα, είναι από μόνη της ένα «περιβόλι» βιωμάτων· πρόκειται για μια εξαιρετική περίπτωση συγγραφέα, που ενώ συγκαταλέγεται άνετα στις μεγάλες πένες του 20ού αιώνα, ακολούθησε μια εντελώς προσωπική συγγραφική τροχιά και δεν έγραψε ποτέ αυτά που ενδεχομένως αναμένονταν από έναν γερμανόφωνο Κεντροευρωπαίο μετά τον πόλεμο.) Φυσικά, οφείλεις να ξέρεις όσο το δυνατόν περισσότερα. Πάντα όμως ελλοχεύει ο κίνδυνος της «ψυχολογοποίησης», της υπερερμηνείας που αποτελεί μέγα σφάλμα. Τα κείμενα μας καθοδηγούν με έναν δικό τους, σοφό, σιωπηρό τρόπο. Είναι σαν ένα μήνυμα που έρχεται από πολύ μακριά αλλά καθαρό από όλα τα παράσιτα του χώρου και του χρόνου, απαλλαγμένο πια από τον λευκό θόρυβο στο μυαλό του συγγραφέα. Πάντα βρίσκεις νήματα που συνδέουν ακόμα και καθαρά μυθοπλαστικά κείμενα με τη βιογραφία του συγγραφέα, αλλά δεν μπορείς να βασίζεσαι στη βιογραφία για να καταλάβεις. Το κείμενο είναι ο χάρτης, ο οδηγός και ταυτόχρονα ο προορισμός, αυτό που οφείλεις να μεταδώσεις και στον αναγνώστη.
Έχετε μεταφράσει πολλά έργα μεταξύ των οποίων και πολλά των εκδόσεων ΔΩΜΑ, όπως ένα ακόμα πολυσυζητημένο έργο «Εκεί που Τραγουδάνε οι Καραβίδες» από την Delia Owens. Ποια η σχέση σας με τις εκδόσεις και την επιλογή αυτών των έργων;
Το ΔΩΜΑ είναι μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση εκδοτικού οίκου, κι αυτό είναι φανερό από τους εξαιρετικούς τίτλους που έχει ήδη να επιδείξει, τόσο στην ξένη λογοτεχνία όσο και σε κείμενα φιλοσοφίας, ιστορίας και πολιτικής. Η συνεργασία μας υπήρξε από την πρώτη στιγμή τόσο εύκολη, λες και γνωριζόμασταν χρόνια. Ήξερα ήδη τη δουλειά τους –τον «Πλην», τον «Εκκλησιαστή», το «Ηπειρώτικο Μοιρολόι», τόσο πολλά!- κι έτσι δεν είχα τον παραμικρό δισταγμό να αναλάβω να μεταφράσω τις «Καραβίδες». Κάτι τέτοιες χαρές σού επιφυλάσσει καμιά φορά αυτή η δουλειά – να συναντάς ανθρώπους ικανούς, με άποψη και χαρακτήρα, εργατικούς, με σεβασμό στους συνεργάτες τους και ταυτόχρονα χωρίς ίχνος σοβαροφάνειας. Το ΔΩΜΑ βγάζει βιβλία που πρέπει να βγαίνουν και έτσι όπως πρέπει να βγαίνουν. Και είναι τέτοια τα βιβλία και τέτοια η προσέγγιση στο αναγνωστικό κοινό ώστε ο αναγνώστης, ακόμα και αφού έχει τελειώσει το διάβασμα, να έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει τη συζήτηση που γεννά το κάθε βιβλίο – καλή ώρα όπως τώρα εδώ. Ένα βιβλίο που γεννά συζητήσεις και αναστοχασμό, ένα βιβλίο που, στις μέρες μας, αντέχει και παραμένει στην επικαιρότητα για μήνες και χρόνια, είναι ένα καλό βιβλίο. Είναι ένα είδος ευτυχούς επαγγελματικής παραμόρφωσης, να θες να είσαι κομμάτι μιας τόσο συναρπαστικής εκδοτικής περιπέτειας, να συμμετέχεις παντοιοτρόπως, από μέσα, σε μια τόσο ωραία δουλειά.
Αν θέλετε να μοιραστείτε μαζί μας ποιο έργο θα θέλατε να μεταφράσετε στο μέλλον;
Ειλικρινά, δεν ξέρω από πού να ξεκινήσω! Σίγουρα όμως θέλω να μεταφράσω περισσότερο Ρετσόρι. Και θα το κάνω!
______________________
Βιογραφικό
Η Μαργαρίτα Ζαχαριάδου σπούδασε Ιστορία στη Φιλοσοφική Αθηνών και στο Πανεπιστήμιο της Konstanz, στη Γερμανία. Ασχολείται επαγγελματικά με τη μετάφραση και την επιμέλεια από το 1994. Παράλληλα έχει διδάξει επί πολλά χρόνια αρχαία ελληνικά σε μαθητές, ελληνικά σε ξένους και μετάφραση στο ΕΚΕΜΕΛ. Έχει στο ενεργητικό της συνεργασίες με πολλούς εκδοτικούς οίκους και πάνω από 30 μεταφράσεις, από τα αγγλικά και τα γερμανικά, που περιλαμβάνουν συγγραφείς όπως Κάφκα, Τουέιν, Στίβενσον, Κόου, Βιντάλ, Χάξλεϊ, Ντόκτοροου κ.ά. Το 2011 τιμήθηκε από το ΕΚΕΜΕΛ με το Βραβείο Αγγλόφωνης Μετάφρασης για το βιβλίο Χαμένοι του Ντάνιελ Μέντελσον. Στις πιο πρόσφατες μεταφράσεις της συγκαταλέγονται μεταξύ άλλων το Το Όνομα μου είναι Λούσυ Μπάρτον και το Όλιβ Κίττριτζ από εκδόσεις Άγρα, Εκεί που Τραγουδούν οι Καραβίδες από εκδόσεις ΔΩΜΑ, ΜΕΦΙΣΤΟ από εκδόσεις Άγρα και φυσικά, είναι συγγραφέας του Το Παρόν Αποτελεί Προϊόν Μυθοπλασίας από τις εκδόσεις Πόλις.