Skip to content

«Ήταν ο δικός τους Αύγουστος», η ιστορία της 3ης Αυγούστου 2020.

DATE

SHARE THIS ARTICLE

Σουρούπωνε. Ο ήλιος χάθηκε από τον ορίζοντα γέρνοντας μέσα στη θάλασσα σαν αποκαμωμένος ταξιδιώτης που ζητά επιτέλους να αναπαυθεί. Τα πρώτα αστέρια φάνηκαν στον καθαρό ουρανό κι ένας γρύλλος ξεκίνησε το γνώριμο τραγούδι του.

Δεν είχαν πολλή ώρα που γύρισαν σπίτι από την παραλία. Το Σαββατοκύριακο τους ανήκε. Το ήξεραν και δεν θα έχαναν την ευκαιρία για λίγες βουτιές και μία μίνι απόδραση πέρα από την βοή, τα άγχη και την ρουτίνα της ασφυκτικά ζεστής τους πόλης. Η Μαρίνα τύχαινε να μένει στα προάστια, σε μια μικρή, γραφική γειτονιά, σχετικά μακριά από την βαβούρα του κέντρου. Κάτι ήταν κι αυτό!

Το πορτοκαλί αδύναμο φως από την καύτρα του τσιγάρου ξεχώριζε κάθε τόσο. Ο Νίκος απολάμβανε κάθε ρουφηξιά και ύστερα άφηνε τα δαχτυλίδια του καπνού να βγαίνουν αργά από μέσα του. Ρέμβαζε από το μπαλκονάκι όταν ένιωσε μια ευχάριστη φρεσκάδα να κατακλύζει την όσφρησή του και αμέσως δύο χέρια τυλίχτηκαν σε ένα τρυφερό αγκάλιασμα πίσω από τους ώμους του. Σηκώθηκε από το κάθισμα και γύρισε προς το μέρος της να την αντικρίσει. Είχε βγει μόλις από το μπάνιο. Διαφανείς κόμποι νερού κυλούσαν στο ακάλυπτο, απαλό δέρμα του λαιμού της με κατεύθυνση το στέρνο της, λίγα εκατοστά πριν καταλήξουν να ποτίσουν το λευκό της μπουρνούζι. Τα βρεγμένα μαλλιά της ανέδυαν ένα άρωμα γλυκό, ευωδιαστό, και η θέρμη του κορμιού της το έκανε να σκορπίζεται ακόμη πιο γρήγορα ολόγυρα. Καθώς η απόσταση μίκρυνε μεταξύ τους, τα πρόσωπά τους έσμιξαν. Είχε ακόμη αλάτι στα γένια του. Φιλώντας τον ένιωσε ένα χαμόγελο και την αλμύρα της θάλασσας να απλώνεται στα χείλη της.

Δεν ήταν μεγάλο το διάστημα που γνωρίζονταν. Σχεδόν ένας μήνας, κι όμως αισθάνονταν και οι δύο ασυνήθιστα οικεία ο ένας με τον άλλον, μία αλλιώτικη προσμονή από την οποία πλέον έλειπε η επιφυλακτικότητα που υπήρχε στην αρχή.

Αντάλλαξαν ένα ζεστό βλέμμα χωρίς να πουν κάτι. Φοβήθηκαν να σπάσουν την σιωπή με βαρύγδουπες κουβέντες. Εξάλλου, δεν ερμηνεύονται όλα με λόγια. Της έτεινε ένα κλωναράκι βασιλικού που κρατούσε στο χέρι του και εκείνη ανάσανε βαθιά την μυρωδιά του.

Είχε πανσέληνο. Ήταν καλοκαίρι. Ήταν ο δικός τους Αύγουστος. Και τουλάχιστον εκείνη τη στιγμή όλα φάνταζαν σωστά και αμετανόητα αισιόδοξα, ολότελα παραδομένα σε μία ρομαντικά πλανεμένη παύση από την πραγματικότητα.


Ένας στίχος κάπου έλεγε “Baby, light my fire”. Ξέρεις τι; Κάθε φορά η φωτιά όντως άναβε. Βάσει πιθανοτήτων, με έναν αναπτήρα. Όλοι οι αναπτήρες που πέρασαν από τα χέρια μας ή από το οπτικό μας πεδίο έχουν να διηγηθούν ιστορίες. Εμείς τις ξέρουμε και πλέον τις συλλέγουμε. Εδώ θα βρεις όσους έχουμε συναντήσει μέχρι στιγμής και θα διαβάσεις τις ιστορίες τους.

Loading...
Το ΠΙΚ-ΝΙΚ Urban Festival δίνει ραντεβού για ακόμα μία χρονιά στην Ρωμαϊκή Αγορά.
«Αλλαγή τοπίου», τα ποιήματα της Παρασκευής.