«Δε μας αφήνουν να τραγουδάμε», το ποίημα της Παρασκευής.
Δε μας αφήνουν Ρόμπσον να τραγουδάμε
δε μας αφήνουν καναρίνι
που ‘χεις φτερά αητού
μαύρε αδερφέ μου
δόντια που έχεις
μαργαριτάρια
δε μας αφήνουν να ψηλώσουμε φωνή.
Φοβούνται Ρόμπσον
φοβούνται την αυγή,
ν’ ακούσουνε φοβούνται
και ν’ αγγίσουν
φοβούνται ν’ αγαπήσουν
φοβούνται ν’ αγαπήσουνε σαν τον Φερχάτ
(Αλήθεια θα ‘χετε κι εσείς έναν Φερχάτ
οι νέγροι πώς να τόνε λένε Ρόμπσον;)
Φοβούνται τα γεννήματα
τη γης
το γάργαρο νερό φοβούνται της πηγής
φοβούνται
να θυμούνται
και τις χαρές τους
το χέρι ενός φίλου δεν έσφιξε ποτέ τους
το χέρι τους
ζεστό
σαν το πουλί
χωρίς να θέλει σκόντα
προμήθειες
ή κάποια αναβολή
στη πλερωμή.
Φοβούνται την ελπίδα
φοβούνται Ρόμπσον να ελπίσουν
φοβούνται καναρίνι
που ‘χεις φτερά αητού
φοβούνται τα τραγούδια μας
μη τους τσακίσουν.
του Nazim Hikmet, Οκτώβριος 1949, για τον μεγάλο Αφροαμερικανό αγωνιστή, βαθύφωνο τραγουδιστή Paul Robeson.