H προβολή του «Σαρμάκο» στο 61ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Θεσσαλονίκη, Οκτώβριος 1949: Λένε πως ο εμφύλιος πόλεμος τελείωσε, αλλά ακόμα οι άνθρωποι ζουν με τα τραύματά του. Ο τεκετζής Αντώνης ιδιοκτήτης του μαγαζιού «Μακεδονικόν», φροντίζει να κρατιέται μακριά από τα πολιτικά. Όμως, μια έκτακτη είδηση ξυπνάει ξανά το πιο σκληρό παιδικό του βίωμα. Καθώς μια δεκαετία, μια ολόκληρη εποχή, κλείνει, η κομπανία παίζει τα τελευταία ρεμπέτικα τραγούδια της. Και για τον Αντώνη έχει έρθει η στιγμή να κλείσει ένα παλιό ανοιχτό λογαριασμό.
Σημείο αναφοράς-στέκι του Καζαντζίδη: Η κομπανία της ταινίας παίζει μέσα σε ένα από τα πιο κλασικά στέκια της Θεσσαλονίκης, το «Μακεδονικόν» το οποίο λειτούργησε για περισσότερο από έναν αιώνα, από την απελευθέρωση της πόλης το 1912 μέχρι το 2018, με άλλους ιδιοκτήτες, άλλες χρήσεις, αλλά πάντοτε ως «σημείο αναφοράς», όπως σημειώνει στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο Θανάσης Καρταλίδης, από τους βασικούς συνιδιοκτήτες του, ο οποίος έζησε μια ζωή εκεί, καθώς το «Μακεδονικόν», το είχε αγοράσει η γιαγιά του το 1946. «Τέρμα Ακροπόλεως», έλεγε κάποιος ή στου «Όλυμπου» -έτσι έλεγαν τον θείο και συνιδιοκτήτη του κ. Καρταλίδη- και όλοι καταλάβαιναν ότι μιλούσε για το «Μακεδονικόν». Μέχρι το 1990 που έγινε ταβέρνα, λειτουργούσε ως καφενείο-ουζερί. Θυμάται από τη δεκαετία του ’60 τα Σαββατόβραδα ερασιτέχνες μουσικοί απ’ όλη τη γειτονιά, να πηγαίνουν εκεί, να πίνουν, να τρώνε και να τραγουδάνε. Επί πολλά χρόνια υπήρξε το στέκι του Στέλιου Καζαντζίδη. Κάθε φορά που ερχόταν στη Θεσσαλονίκη, «τον θυμάμαι να έρχεται πρωινά και να πίνει άλλοτε καφέ, άλλοτε ούζο», λέει ο κ. Καρταλίδης.
Με τα γυρίσματα ζωντάνεψε η περιοχή
Όταν το 2018 έκλεισε το “Μακεδονικόν” η γειτονιά έχασε τη ζωντάνια της. Μόλις λοιπόν μια παρέα φοιτητών ζήτησε το χώρο για να γυρίσει μια ταινία, ο κ. Καρταλίδης όχι μόνο τον παραχώρησε, αλλά όπως υπογραμμίζει η “αναβίωση” της θρυλικής ταβέρνας έδωσε χαρά σε όλη τη γειτονιά. “Στα γυρίσματα ήταν όλοι πολύ πρόθυμοι να βοηθήσουν. Πέρασαν και αρκετοί παλιοί θαμώνες που μας ρωτούσαν συνεχώς αν θα ξανανοίξουμε επιτέλους το μαγαζί. Θαμώνας υπήρξε και ο Θεσσαλονικιός ζωγράφος Σώτος Ζαχαριάδης, ο οποίος κάνει μια guest εμφάνιση στην ταινία”, επισημαίνει ο Μάρκος Παπαδόπουλος. Η αληθινή ιστορία του μαγαζιού δεν αναφέρεται, «όμως ο θεατής», εξηγεί ο σκηνοθέτης, «θα καταλάβει την ιστορική και νοσταλγική αύρα που το περιβάλλει. Ήταν το σωστό σημείο, στα ιστορικά τείχη της παλιάς πόλης της Θεσσαλονίκης, όπου νιώθεις και κάπως μακριά από την συμβατική εικόνα και τα αξιοθέατα του κέντρου».
Δημοκρατική γειτονιά: Η ταινία διαδραματίζεται στη Θεσσαλονίκη του 1949 και αναφέρονται αρκετά ιστορικά γεγονότα της πόλης. «Έκανε σημαντική έρευνα ο Μάρκος», επισημαίνει ο Δημήτρης Γουλής διδάσκων στο Τμήμα Κινηματογράφου του ΑΠΘ, ο οποίος έχει και έναν ρόλο κομπάρσου στην ταινία. Πέρα από το ρεμπέτικο η ταινία καταπιάνεται με τον Μάιο του ’36 και με μερικά γεγονότα κατά τη διάρκεια του εμφυλίου όπως η υπόθεση Πολκ. «Όσον αφορά το ρεμπέτικο, όταν ο Αντώνης (Αλέξανδρος Νικολαϊδης) αναφέρει το “αφεντικό της χωροφυλακής”, φυσικά εννοεί τον Νίκο Μουσχουντή που ήταν κουμπάρος του Τσιτσάνη και μεγάλος λάτρης του ρεμπέτικου», εξηγεί ο Μάρκος Παπαδόπουλος. Πως ήταν τότε στην πραγματικότητα η περιοχή τότε; «Δημοκρατική», απαντά ο κ. Καρταλίδης, και θυμάται να θεωρείται «η μεγαλύτερη βρισιά να πεις κάποιον ταγματασφαλίτη. Ήταν μεγάλη ντροπή. Στην περιοχή έμεναν πάντα βιοπαλαιστές, άνθρωποι του μεροκάματου». Παρακολουθώντας τα γυρίσματα της ταινίας, τον εντυπωσίασε ο τρόπος που αποτυπώνεται η αλήθεια της εποχής.
Συλλογική ταινία από φοιτητές του Τμήματος Κινηματογράφου ΑΠΘ
Ο Μάρκος Παπαδόπουλος είχε έρθει πριν από μερικά χρόνια στη Θεσσαλονίκη ως φοιτητής Erasmus στο τμήμα κινηματογράφου ΑΠΘ. Τότε έκανε μια ταινία μικρού μήκους, αλλά και πολλούς φίλους. Όταν επέστρεψε στη Γερμανία, αποφάσισε ότι ήθελε να κάνει μια ταινία μεγάλου μήκους και άδραξε την ευκαιρία που του έδωσε ένα ακόμη ταξίδι στη Θεσσαλονίκη, όπου τον έστειλαν από το πανεπιστήμιο του Bochum για μια έρευνα σχετικά με τον ελληνικό κινηματογράφο στην Θεσσαλονίκη. «Γνώριζα κάποια παιδιά του τμήματος και ρώτησα αν θα τους ενδιέφερε να κάνουμε μια ταινία μεγάλου μήκους. Παρουσίασα το περιεχόμενο και ξαφνικά όλοι ήταν μέσα», λέει ο ίδιος, ενώ ο Δημήτρης Γουλής προσθέτει ότι ήταν το όραμα του Μάρκου που κέρδισε τους φοιτητές και τις φοιτήτριες: «Το βασικό σε κάθε συλλογικό έργο όπως είναι μια ταινία, είναι να πείσεις για το όραμά σου και αυτό ο Μάρκος το πέτυχε».
«Τέτοιες φάτσες βρίσκεις μόνο στη Θεσσαλονίκη»
Ο πρωταγωνιστής της ταινίας, Αλέξανδρος Νικολαΐδης -έχει συνεργαστεί μεταξύ άλλων με το ΚΘΒΕ και είναι μέλος της θεατρικής ομάδας Μικρός Βορράς- νιώθει “τιμή” που τον επέλεξε ο σκηνοθέτης για το ρόλο του Αντώνη. «Από την αρχή ο ρόλος αυτός ήταν γραμμένος για τον Αλέξανδρο. Χωρίς αυτόν δεν θα υπήρχε ο Αντώνης», εξηγεί ο Μάρκος Παπαδόπουλος. Στους άλλους ρόλους είναι ο Δημήτρης Κρίκος που παίζει τον Στελλάκη, η Χριστίνα Δαγκάκη ως Τζένη, ο Νίκος Πολοζιάνης, ο Νίκος Κορεξιανός και ο Κωνσταντίνος Γκαϊτατζής, ενώ μουσική παίζει η κομπανία με την Βάσω Βασιλειάδου και τον Αλέκο Τσολάκη. “Τέτοιες φάτσες βρίσκεις μόνο στην Θεσσαλονίκη. Το λέω επειδή το ρεμπέτικο θέλει μια συγκεκριμένη φυσιογνωμία μιας παλιάς εποχής, δεν ταιριάζει ο καθένας σε αυτήν την εποχή”, σημειώνει ο σκηνοθέτης.
Το 61ο ΦΚΘ ήταν ο στόχος του
Γεννημένος και μεγαλωμένος στη Γερμανία -ο πατέρας μου γεννήθηκε στο Φανάρι του Κιλκίς και μετανάστευσε τη δεκαετία του ’60- ερχόταν στην Ελλάδα μόνο για διακοπές. Από τη Θεσσαλονίκη είχε τις καλύτερες αναμνήσεις και γι’ αυτό θέλησε να έρθει για σπουδές, αλλά και να κάνει την πόλη «πρωταγωνίστρια» στην ταινία του. Η πρώτη του επαφή με το ΦΚΘ ήταν το 2016 και τον εντυπωσίασε ο ενθουσιασμός του κόσμου και η ζωντάνια που χαρίζει το Φεστιβάλ στην πόλη. «Μετά από την πρώτη εμπειρία μου ήθελα και εγώ να δω σε κάποια στιγμή μια ταινία μου εκεί. Εκεί ξεκίνησαν και οι μεγάλοι Έλληνες σκηνοθέτες που ήταν σημαντικοί για την απεικόνιση της Θεσσαλονίκης. Μεταξύ αυτών ο Αγγελόπουλος και ο Τάκης Κανελλόπουλος. Και ξαφνικά βλέπω το «Σαρμάκο» ανάμεσα στις ταινίες του ελληνικού προγράμματος. «Είναι μεγάλη μου τιμή και χαίρομαι ειδικά και για όλους τους συντελεστές που ανταμείβεται ο κόπος τους και που πίστεψαν σε αυτό το έργο». Τι ονειρεύεται; Να ξανακάνει μια ταινία μεγάλου μήκους στην Ελλάδα και για την Ελλάδα κάτω από κανονικές συνθήκες και να έχει κανονικές προβολές στις μεγαλύτερες οθόνες του κόσμου…