«Ξέπνοη αλήθεια», η ιστορία της 21ης Ιουλίου 2020.
«Εγώ ξέρω. Αλλά δεν έχω αποδείξεις.» Όλα μου ακούγονται σαν να έχουν συνωμοτήσει για μια βίαιη εξομολόγηση που ήρθε για να φέρει το αιφνίδιο τέλος. Η ιστορία που μου διαβάζεις δεν είναι πολιτική, όσο κι αν πιστεύεις στην πολιτική διάσταση της κάθε πράξης. Η ιστορία που μου διαβάζεις είναι προσωπική. Είναι η αφήγηση της ντροπής μου, που μεγαλώνει και με πιέζει να κλείσω την εξομολόγησή μου -που δεν άρχισα καν-, να την κλείσω με την ερώτηση «Ποιος οφείλει να πει τι;»
Σαν να με άκουσες, συνέχισες την ανάγνωση, «Προφανώς εκείνος που όχι μόνο έχει το απαραίτητο θάρρος, αλλά ταυτόχρονα δεν έχει συμβιβαστεί με τις πρακτικές της εξουσίας και πέραν τούτου δεν έχει, εξ ορισμού, τίποτα να χάσει», μεθοδεύοντας την ηθική ένταση στον προβληματισμό για την εξομολόγησή μου.
Η ιστορία που μου διαβάζεις διασχίζει τη σκέψη μου και την εξουδετερώνει. Όπου είχα στηρίξει το ιδεολόγημά μου, γιατί περί αυτού πρόκειται, για την αναθεώρηση της αφοσίωσής μου σε σένα, κατέρρευσε με δύο σειρές απ’ τις αναγνώσεις σου. Η ευθύτητά μου στάζει, νομίζω από παλιά· όχι δεν είναι ειλικρίνεια, είναι επαλήθευση ενός λάθους.
Η ιστορία που μου διαβάζεις από την άλλη γραμμή είναι η δική μας. Θα την ονομάσω πρόωρα πεπερασμένη και θα την κρεμάσω κέρμα στο στέρνο μου. Θα την αφήσω να σαπίσει στην σκιά, και μόλις σιγουρευτώ ότι το κέρμα έχει γίνει απολίθωμα, θα απλώσω το κορμί μου στον ήλιο…
Η σκέψη της απολιθωμένης ιστορίας μας πριν ολοκληρωθεί με αποδυνάμωσε. Η ανάσα μου ανέβηκε και με ‘πνιξε. Τράβηξε την γλώσσα μου για την εξομολόγηση του λάθους. «Κερνάς τσιγάρο; Θέλω να σου πω.», κατάφερα ν’ αρχίσω.
Ένας στίχος κάπου έλεγε “Baby, light my fire”. Ξέρεις τι; Κάθε φορά η φωτιά όντως άναβε. Βάσει πιθανοτήτων, με έναν αναπτήρα. Όλοι οι αναπτήρες που πέρασαν από τα χέρια μας ή από το οπτικό μας πεδίο έχουν να διηγηθούν ιστορίες. Εμείς τις ξέρουμε και πλέον τις συλλέγουμε. Εδώ θα βρεις όσους έχουμε συναντήσει μέχρι στιγμής και θα διαβάσεις τις ιστορίες τους.