«Λουκουμάδες χωρίς», η ιστορία της 15ης Ιανουαρίου 2020.
Προχθές, έκλεισα τα μάτια μου για να ξεκουραστώ. Ξέρεις, αυτή η βολική συνήθεια που ενεργοποιούμε όταν δεν ξέρουμε τι άλλο να κάνουμε. Δεν ξέρουμε, δεν ξέρουμε ούτε καν από τι να ξεκουραστούμε. Ωστόσο, το έκανα. Ξύπνια με κλειστά τα μάτια, είδα πως ήμουν βουτηγμένη σε λουλούδια, μυρωδάτα λευκά και ροζ. Το χέρι μου – δεξί, αλλά αυτό δεν έχει σημασία – ήταν χαλαρό και απλωμένο προς τα πάνω. Την άκρη του την πλησίαζε το χέρι σου και πιο πάνω ήσουν εσύ, χαμογελαστός. Με τραβούσες, με μια απλή ένταση που δήλωνε ότι ξέρεις ότι θέλω να ‘ρθω και θα ‘ρθω, αν απλώς μου το ζητήσεις. Σαν εκείνη τη μέρα που ήθελα να πάω στο πανηγύρι, αλλά όταν έφτασε η ώρα είχα ήδη βαρεθεί. Δεν χρειάστηκαν πολλά, με έπεισες· είπες μόνο «λουκουμάδες».
Από προχθές, λοιπόν, που έκλεισα τα μάτια, σε νιώθω εδώ, δίπλα μου, λίγο παραπέρα, στο στομάχι μου, στη γωνία του δρόμου, στην είσοδο και στο αστικό, πίσω μου. Σε μυρίζω, πιο πολύ από τα λευκά και ροζ λουλούδια. Πιο πολύ από τους λουκουμάδες. Πιο πολύ.
Τελικά, το παράλογο του Καμύ και ο Σίσυφος είμαι εγώ, χωρίς εσένα.
Ένας στίχος κάπου έλεγε “Baby, light my fire”. Ξέρεις τι; Κάθε φορά η φωτιά όντως άναβε. Βάσει πιθανοτήτων, με έναν αναπτήρα. Όλοι οι αναπτήρες που πέρασαν από τα χέρια μας ή από το οπτικό μας πεδίο έχουν να διηγηθούν ιστορίες. Εμείς τις ξέρουμε και πλέον τις συλλέγουμε. Εδώ θα βρεις όσους έχουμε συναντήσει μέχρι στιγμής και θα διαβάσεις τις ιστορίες τους.