Skip to content

Create Your Short Story: Η δική σου συνέχεια στην ιστορία «Στη ζωή προχωράς με ψηλά το κεφάλι.».

AUTHOR

DATE

SHARE THIS ARTICLE

Το #CreateYourShortStory είναι μια ελληνική ψηφιακή πρωτοβουλία κοινωνικού και πολιτιστικού προφίλ με την μορφή Pocket Size Storytelling.

Εσύ – που θέλεις να αποσυνδεθείς από οτιδήποτε σε κάνει να αισθάνεσαι αρκετά πιο αμήχανα – και αυτόματα να συνδεθείς με την μετάδοση μιας φρέσκιας μυθοπλαστικής αφήγησης, το #CreateYourShortStory είναι ο καλύτερος και πιο αχώριστος φίλος των ημερών στην καραντίνα.

Αν νιώθεις πως το μυαλό χρειάζεται να μεταφερθεί σε ένα περιβάλλον γεμάτο φαντασία, άσε την παραγωγή ερεθισμάτων που θα αισθανθείς από τις πρώτες κιόλας γραμμές κειμένου του #CreateYourShortStory να γράψουν την καλύτερη σύντομη ιστορία με αποτέλεσμα να έχεις την ευκαιρία να παρουσιάσεις τη δική σου εκδοχή ως δημιουργός συγγραφικού περιεχομένου.

Εμείς, λίγες μέρες μετά την αρχική δημοσίευση της κάθε «δικής μας» αρχής, θα επιλέγουμε και θα δημοσιεύουμε την συγγραφική τοποθέτηση στη «δική σου» συνέχεια σχετικά με το λογοτεχνικό κείμενο του Γιάννη Μυλόπουλου.

Δες τις υπόλοιπες ιστορίες και δώσε τη δική σου συνέχεια εδώ!

Δεύτερη ιστορία: Στη ζωή προχωράς με ψηλά το κεφάλι.

Το χωράφι διακρινόταν από ένα καταπράσινο υγιές χρώμα έτοιμο να το φας. Ο ήλιος είχε πάρει τη θέση του με γενναίο και μεγαλοπρεπή τρόπο. Λίγα λεπτά μετά τις επτά – όπου είχε ήδη ξημερώσει για τα καλά – τα δύο αδέρφια, ελαφρώς νυσταγμένα, ξεκίνησαν το σημερινό περπάτημα προς τον δύσκολο προορισμό. Σκέτος γολγοθάς! «Νομίζω πως θέλω ακόμα έναν καφέ», αναστέναξε νυσταγμένα ο Τόλης και συνέχισε να κοιτάζει προς τα κάτω. Το βλέμμα του συγχρονίστηκε με μια μαζική πρωινή κραυγή από τα πουλιά της λίμνης. Κάθε μέρα, έξι μέρες την εβδομάδα, τα τελευταία τρία χρόνια κάνανε αυτό το εξαντλητικό, σχεδόν απάνθρωπο, ταξίδι με τα πόδια. Πέντε χιλιόμετρα στο πάνε και πέντε στο γύρνα. Σε μια εποχή που βγήκε απότομα από μια άλλη εποχή. Ο Μήτσος δεν μιλούσε. Είχε ακόμα τη μυρωδιά του νεογέννητου μωρού στα χέρια του. Ένα μεγάλο δώρο που του επιφύλασσε η άτιμη ζωή. Από τότε που η Δέσποινα του ανακοίνωσε ότι ήταν έγκυος, άλλαξε ολόκληρη η ζωή του. Στην αρχή δυσκολεύτηκε να το αποδεχτεί. Ξαφνικά ένιωσε πολύ μικρός για να μη δώσει ευκαιρίες στον εαυτό του να μη δει τον κόσμο πέρα από το προφανές. Το Μακρινό. Το Μακρινό ήταν ένα χωριό τετρακοσίων κατοίκων…

Η δική σου συνέχεια

Γράφει η Στυλιανή Παπασαραφιανού

Σκαρφαλωμένος λίγο πιο πάνω απ’ τους πρόποδες ενός βουνού κοντά στην ηπειρωτική χώρα, ο μικρός αυτός οικισμός αγκαλιάζεται στοργικά από βελανιδιές, καστανιές και άλλα δέντρα. Οι πλινθόκτιστες σκεπές των σπιτιών αγναντεύουν τον γόνιμο κάμπο που απλώνεται πιο κάτω. Τις γειτονιές χωρίζουν φιδογυριστά, πέτρινα δρομάκια, με τα περισσότερα από αυτά να οδηγούν στην κεντρική πλατεία. Καταμεσής εκεί, επί χρόνια δεσπόζει αγέρωχος ένας αιωνόβιος γίγαντας της φύσης. Μέσα στο τεράστιο, κούφιο κοίλωμα του κορμού του νομίζεις κατοικούν νύμφες και αερικά που θα ξεπροβάλλουν όπου να ‘ναι, χορεύοντας στον υπνωτιστικό ρυθμό από το θρόισμα των φύλλων. Μια οικογένεια αηδονιών ξεκίνησε να χτίζει την φιλόξενη φωλιά της στα κλωνιά του και κάθε τόσο ακούγεται το ζωηρό κελάηδισμά τους.

Τη δροσιά κάτω απ’ τον ίσκιο του πελώριου πλάτανου απολαμβάνουν οι θαμώνες του παραδοσιακού καφενείου του κυρ-Γιώργη. Τα άδεια καθίσματα του μαγαζιού γεμίζουν σιγά-σιγά, ειδικά τώρα που κοντεύει να μπει ο Μάϊος. Το φρεσκοψημένο ψωμί του φούρνου παραδίπλα ευωδιάζει. Απόψε αναμένεται μεγάλο πανηγύρι. Θα γιορταστεί η ετήσια επέτειος από την ίδρυση τούτου του μέρους και η αλήθεια είναι ότι έχουν συμβεί σημαντικά πράγματα εδώ και ενάμιση χρόνο. Έφτασε πλέον το ηλεκτρικό ρεύμα και σ’ εκείνους. Λίγο είναι αυτό;! Εν έτει 1953, άλλοι μήτε που το ‘χουν δει ακόμη.

«Μα, τί βιασύνη σ’ έπιασε;! Στάσου μια στιγμή να πάρω μια ανάσα! Να ξαποστάσεις και ‘συ λίγο!», του φώναξε ξέπνοος μερικά μέτρα πίσω του ο Τόλης.

Ο Μήτσος βγήκε απότομα απ’ τις σκέψεις του: «Συμπάθα με! Ούτε που κατάλαβα πόσο γρήγορα πήγαινα!». Ο αδερφός του σκούπισε με το μαντήλι του μία ρανίδα ιδρώτα που κύλησε από τον κρόταφό στο αναψοκοκκινισμένο πρόσωπό του. Ύστερα πήρε βαθιά ανάσα και άφησε την ευωδιά του πεύκου να φτάσει μέχρι την ψυχή του.

«Δεν θ’ άλλαζα με τίποτα αυτή τη γη! Ε! Σου μιλάω! Πού τρέχει ο νους σου;».

Ο άλλος έκανε αργά μεταβολή και τον κοίταξε. Είχε χαθεί στους λογισμούς του όλη αυτήν την ώρα. Ανέκαθεν τον ακολουθούσαν αυτά με τα οποία μεγάλωσε και έδεσε τη ζωή του εκεί. Κανείς από τους δυο τους δεν είχε διανοηθεί να λύσει αυτόν τον κόμπο, ν’ αφήσει τα χώματά του μέχρι τώρα… Κρατούσαν από πολύ παλιά γενιά ταμπάκηδων, μια γενιά που είχε ριζώσει εκεί. Τρεις ντόπιες φαμίλιες ασχολούνταν μ’ αυτό. Ο πατέρας μεταβίβαζε στον γιο την τέχνη του και έτσι συνεχιζόταν η παράδοση. Τα βυρσοδεψεία τους βρίσκονταν στην πιο ακριανή πλευρά της λίμνης. Κατά μήκος εκείνης της μεριάς βουτούσαν τα δέρματα των ζώων στο νερό, τα μούσκευαν όσο έπρεπε κι ύστερα τα επεξεργάζονταν με φλοιό βελανιδιάς. Από τα εργαστήριά τους αναδυόταν μονίμως η όξινη, βαριά οσμή απ’ την κατεργασία των τομαριών. Πριν τρεις μήνες το πρώτο έκλεισε, και λίγο μετά ήρθε και η σειρά του δεύτερου. Μονάχα το δικό τους απέμεινε.

«Ο Παντελής και Ζήσης κατέβηκαν στην πόλη κι τώρα συνεταιρίζονται. Άνοιξαν μαγαζί. Εμπορεύονται δέρματα με το εξωτερικό, έτοιμα από μηχανήματα».

«Πάνε αυτοί… Άπαξ και παράτησαν το συνάφι τους, γίνανε ξενομερίτες. Σιγά μη γυρίσουν πίσω! Μήτε θα τους δεχτούμε κι εμείς το ίδιο εύκολα αν το μετανιώσουν», αποκρίθηκε υποτιμητικά ο Τόλης. «Μου ‘παν να πάω και ‘γω να δουλέψω μαζί τους», απάντησε και πάλι ο Μήτσος με μια ενοχή να χρωματίζει την φωνή του.

Το χαμόγελο έσβησε προ πολλού από τα χείλη του Τόλη. Οι ώμοι του κύρτωσαν. Ένιωθε ότι έπεσε πάνω τους το βάρος ολάκερου του κόσμου.

«Θα φύγετε από ‘δω;»

Ο αδερφός του έγνεψε καταφατικά αποφεύγοντας να τον αντικρίσει κατάματα.

«Είναι καλή ευκαιρία και μπορείς να βγάλεις περισσότερα».

Ο Τόλης κλώτσησε με όλη του τη δύναμη μια πέτρα που κατρακύλησε την πλαγιά με ορμή συμπαρασύροντας μαζί της κι άλλες. «Και εμείς; Ό,τι κάναμε, ό,τι περάσαμε για να σταθούμε στα πόδια μας; Οι κόποι μας; Όλα αυτά τί θα απογίνουν;», του αντιγύρισε μ’ ένα τεράστιο κατηγορώ στο βλέμμα του.

«Πρέπει να φροντίσω και την οικογένειά μου, αδερφέ. Τα πράγματα άλλαξαν είτε το θέλουμε είτε όχι. Καιρό τώρα το παλεύουμε μαζί μα δεν πάει άλλο! Μήτε τα έξοδα μας βγάζουμε πια. Έλα κι εσύ μαζί μας!»

«Εγώ δεν φεύγω από ‘δω! Θα μείνω! Εσύ αν θες να σκύψεις το κεφάλι και να τραβήξεις γι’ αλλού, καν’ το! Όταν θελήσεις να ξανάρθεις, τίποτα δεν θα ‘ναι το ίδιο».

«Ούτε τώρα είναι, αδερφέ», τα λόγια του είχαν μια πίκρα όμοια με φαρμάκι.

Για το υπόλοιπό της διαδρομής προς την όχθη, δεν αντάλλαξαν κουβέντα. Εκείνη η μέρα λες και είχε φορτωθεί με περισσότερη κούραση και μόχθο από κάθε άλλη φορά.

Όταν το δειλινό πλησίαζε, ήδη είχαν πάρει τον δρόμο του γυρισμού, αλλά κάπως λιγότερο σκυθρωποί και μαραζωμένοι μεταξύ τους. Πορτοκαλί, πορφυρό και μενεξεδί έβαφαν τον απογευματινό ουρανό, με τον ήλιο να γέρνει στο βάθος του ορίζοντα σαν αποκαμωμένος ταξιδιώτης. Οι ακτίνες του στραφτάλιζαν πάνω στα ήσυχα νερά της λίμνης. Ανεβαίνοντας προς το χωριό, ο Τόλης και ο Μήτσος άκουγαν τη μουσική που κιόλας είχε ξεκινήσει. Οι λάμπες έλουζαν με φως κάθε σοκάκι. Φτάσανε. Στην κατάμεστη από πλήθος πλατεία, οι τσίγκινες κανάτες με κρασί έδιναν και έπαιρναν, φαγητά μοσχοβολούσαν. Οι συζητήσεις, τα γέλια των κατοίκων, τα τραγούδια απ’ την ορχήστρα αντηχούσαν απ’ άκρη σ’ άκρη μέσα στο πολύχρωμο και πολύβουο σκηνικό. Τα πιτσιρίκια ενθουσιασμένα κυνηγούσαν το ένα το άλλο, έτρεχαν λαχανιασμένα και χώνονταν σε μια κρυψώνα μέχρι να ακουστεί το «φτου ξελεφτερία» από τον τελευταίο. Η ζωή παλλόταν δυνατά στο Μακρινό, και το ίδιο έκανε και κάπου αλλού μακριά.

Στα υγρά ματιά του Τόλη πλανιόταν μια απροσδιόριστη θλίψη καθώς παρακολουθούσε λαίμαργα τα πάντα γύρω του. Ο θυμός του μαλάκωσε, όπως και το μούδιασμα στην καρδιά του. Ύστερα έδωσε ένα ποτήρι κρασί στον Μήτσο και ύψωσε κι αυτός το δικό του. Ήταν η τελευταία φορά που έπιναν μαζί κρασί σε αυτό το πανηγύρι. Ας είναι!…

Την επομένη, μόλις έφεξε ο Τόλης πήρε τον γνώριμο μονοπάτι προς τη λίμνη, μόνος του. Τα δύο εγκαταλειμμένα ταμπάκικα δίπλα απ’ το δικό του έμοιαζαν με άψυχα κουφάρια, περνώντας αθόρυβα στη φθορά και τη λησμονιά.

Ένα ζευγάρι πελαργών τράβηξε την προσοχή του ενώ βούτηξαν στον ατάραχο καθρέφτη του νερού φτιάχνοντας αλλεπάλληλους δακτυλίους. Τα πουλιά χτύπησαν τα φτερά τους και έπειτα υψώθηκαν με χάρη στον ουρανό. Πετούσαν κιόλας πιο γοργά αναζητώντας την τύχη τους αλλού.

AUTHOR

Beater.gr

Loading...
Δες την μικρού μήκους ταινία «Εβίβα» του Δημήτρη Νάκου εδώ!
«Λουκουμάδες χωρίς», η ιστορία της 15ης Ιανουαρίου 2020.