«Τα πρωινά της Κυριακής», η ιστορία της 15ης Φεβρουαρίου 2020.
Ήπιες από το φλυτζανάκι μου καφέ και έφαγα από τη σαλάτα σου μέλι. Ταξιδέψαμε στους πράσινους κήπους της μητέρας σου και βουτήξαμε στα θολά νερά της λίμνης που βρέχει το σπίτι μου. Μεγαλώσαμε μαζί.
Τα πρωινά της Κυριακής άνοιγες την εφημερίδα σου κι εγώ καθόμουν δίπλα σου. Μου διάβαζες τα αστεία μηνύματα των αναγνωστών στη δεύτερη σελίδα και γελούσαμε με αυτά που θα απαντούσαμε εμείς στις στήλες που σχολιάζουν οι άγνωστοι γνωστοί μας. Ύστερα τρώγαμε αυγοφέτες με ζάχαρη, γιατί μας έλεγαν ότι έτσι θα αποτονιξωνόσουμε το αλκοόλ που καταναλώναμε άφοβα τα βράδια του Σαββάτου. Πατήσαμε τα 30. Εγώ σκεφτόμουν το μέλλον κι εσύ το παρελθόν. Αλλάξαμε σπίτι για να χωρέσουμε όλες τις αναμνήσεις μας, «θα ’ρθουν κι άλλες», σου είπα και αγχώθηκες λίγο.
Άπλωσα στην πόρτα μας σοβά για να αντέξει. Τον ήλιο της ημέρας δεν τον φοβόμουν, μόνο τον άνεμο που την έδερνε σκεφτόμουν, καθώς περνούσαν οι εβδομάδες. Αν μου επιτρέψεις, θα καρφώσω τις σημειώσεις μου στον τοίχο μας για να ξέρεις πάντα τι σκέφτομαι κι εγώ θα σε αφήσω να τις γεμίσεις με παστέλ βούλες σαν τον Μονέ που πάντα θαύμαζες και να τις κάνεις αεροπλανάκια που δεν πέφτουν ποτέ. Ποτέ, ακούς
Ένας στίχος κάπου έλεγε “Baby, light my fire”. Ξέρεις τι; Κάθε φορά η φωτιά όντως άναβε. Βάσει πιθανοτήτων, με έναν αναπτήρα. Όλοι οι αναπτήρες που πέρασαν από τα χέρια μας ή από το οπτικό μας πεδίο έχουν να διηγηθούν ιστορίες. Εμείς τις ξέρουμε και πλέον τις συλλέγουμε. Εδώ θα βρεις όσους έχουμε συναντήσει μέχρι στιγμής και θα διαβάσεις τις ιστορίες τους.