Skip to content

Τίτος Πατρίκιος: Όλα όσα οφείλεις να γνωρίζεις για τη ζωή και το έργο του μεγάλου ποιητή

DATE

SHARE THIS ARTICLE

Ο ποιητής Τίτος Πατρίκιος γεννήθηκε σαν σήμερα, 21 Μαΐου 1928 στην Αθήνα. Με αφορμή αυτό, σου ετοιμάσαμε ένα αφιέρωμα για τη ζωή του και όλα όσα οφείλεις να γνωρίζεις για όσα έζησε και έγραψε ο αγαπημένος ποιητής στα 91 χρόνια ζωής του, επιβιώνοντας από την Κατοχή και τις εξορίες, φτάνοντας στο σήμερα της εποχής του κορωναϊού.

 

«Η μεγαλύτερη δυσκολία σε ένα ποίημα είναι το τέλος του. Όλα τα καλά ποιήματα έχουν ένα τέλος, και αυτό συνήθως είναι που μας μένει. Κάποιες φορές μπορεί να περάσουν μήνες ψάχνοντας το σωστό τέλος. Στα συρτάρια μου έχω ένα σωρό ποιήματα που δεν έκρινα καλά. Τα φυλάω όμως για να βλέπω καμιά φορά την πορεία μου».

Γεννήθηκε στην Αθήνα και λίγο πριν αρχίσει να παίζει με τις λέξεις, ασκούσε το επάγγελμα του δικηγόρου. Το πρώτο του ποίημα το δημοσίευσε στην Κατοχή, το 1943, στο περιοδικό «Ξεκίνημα της Νιότης». Παράλληλα, βέβαια, συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση με την ΕΠΟΝ και τον ΕΛΑΣ. Στα Δεκεμβριανά παραλίγο να σκοτωθεί. Μάλιστα, το 1944 καταδικάστηκε σε θάνατο από συνεργάτες των Γερμανών και η εκτέλεσή του ματαιώθηκε την τελευταία στιγμή.

«Μας είχαν αναθέσει εμένα και του Βαγγέλη Γκούφα, που υπήρξε πολύ σπουδαίος συγγραφέας, να πάμε σε ένα κτίριο στην Κουμουνδούρου, όπου βρίσκονταν οχυρωμένοι κάποιοι Άγγλοι, και να τους φωνάξουμε να παραδοθούν. Όταν φτάσαμε, μας πέταξαν φωτοβολίδες και μετά άρχισαν να ρίχνουν με πολυβόλα. Κρυφτήκαμε πίσω από ένα πεζούλι, αλλά εμένα τι με έπιασε, σηκώθηκα όρθιος και άρχισα να φωνάζω. Με τραβάει κάτω ο Γκούφας και μου λέει “τρελάθηκες;”, και την ώρα που έσκυβα περνούν οι σφαίρες από πάνω μου και μία μου χαράζει το κράνος». Είναι η ιστορία που κρύβεται πίσω από εκείνους τους στίχους: «μιλάω για μένα -κι όποιος θέλει το πιστεύει- / που μ’ άγγιξαν οι σφαίρες τρεις φορές».


Η κατάκτηση του Έβερεστ

Σαν επιτέλους βγήκαν σ’ ένα ξάγναντο
Αντίκρισαν σχεδόν μπροστά τους
να ορθώνονται τα Ιμαλάια.
Ξεχνώντας κόπους και στενοχώριες
για λίγο έμειναν θαμπωμένοικι ύστερα ορκίστηκαν:
«Θα τα νικήσουμε».

(Πρώτα Ποιήματα, 1943)


Εξορίστηκε στη Μακρόνησο (1951-1952) και στον Άη Στράτη (1952-1953), περνώντας μια περίοδο που δε μπορούσε να γράψει ποίηση. Μετά την κόλαση της Μακρονήσου, ο Άη Στράτης του φάνηκε παράδεισος. Με ομάδες θεάτρου και λογοτεχνίας και με ένα κλίμα πνευματικής ανάτασης. Στο τέλος του 1953 έφυγε για την Αθήνα ως «αδειούχος εξόριστος», που σήμαινε ότι θα ζούσε υπό αστυνομική παρακολούθηση. Οριστικά «απολυτήριο» από τον Άη Στράτη πήρε το 1958, έπειτα από παρέμβαση του δικηγορικού συλλόγου, στον οποίο εν τω μεταξύ είχε γίνει μέλος.

«Όταν συνάντησα τον Ρίτσο στην εξορία, μου είπε ότι λέω σαχλαμάρες και ότι έπρεπε να καταλάβω ότι η ποίηση είναι το πεπρωμένο μου. Είχε μια αίσθηση για τους ανθρώπους ο Ρίτσος. Επέμεινε ότι δεν θα μπορούσαμε να βρισκόμαστε αν δεν του πήγαινα τα ποιήματά μου».

Φεύγοντας από τον Άη Στράτη, του ζητήθηκε να παραδώσει όσα ποιήματα είχε γράψει. Λέγοντας ψέματα πως τα ποιήματά του δεν τα έγραφε, αλλά τα αποστήθιζε, τα έκρυψε μέσα στη βαλίτσα του, σώζοντας τα ποιήματα που έμελλε να γίνουν η πρώτη ποιητική συλλογή του «Χωματόδρομος» το 1954. Η συλλογή αυτή έχει ως χαρακτηριστεί ορόσημο για την ελληνική μεταπολεμική ποίηση.


Αγόρι μου εσένα δε σου μοιάζει πια η φωτογραφία ετούτη.
Εσύ ήσουν ένα ελάφι που ήξερε όλες τις μυστικές φλέβες του νερού
όλα τα καλύβια των ξυλοκόπων στα ξέφωτα του δάσους.
(Δυο δάκρυα στην άκρη των ματιών της
όπως οι άγκυρες στα όκια του πλοίου.)

(Χωματόδρομος, 1952-1954)


Η ποίησή του, τις περισσότερες φορές, βασίζεται στην εμπειρία: όποιος διαβάσει το έργο του από την αρχή ως το τέλος αποκτά μια καλή εικόνα της πορείας της ζωής του, μαζί με την εξέλιξη της σκέψης και των ιδεών του, αλλά και της ποιητικής του τεχνικής.

Το 1959 έφυγε στη Γαλλία για σπουδές και το 1963 εξέδωσε τη δεύτερη συλλογή του με τίτλο «Μαθητεία», η οποία στιγματίστηκε ως «ποίηση της ήττας». Τότε ο Βρεττάκος έγραψε μια σημαντική υπερασπιστική κριτική στην «Επιθεώρηση Τέχνης» (ο Πατρίκιος ήταν από τα ιδρυτικά μέλη του περιοδικού), για τη δημοσίευση της οποίας μάλιστα αγνόησε την «εντολή που ήρθε από ψηλά» και την πέρασε κρυφά στο τυπογραφείο.

Το 1967 έφυγε ξανά. Όταν επιχείρησαν να τον συλλάβουν στο σπίτι του τη μέρα του πραξικοπήματος, δεν τον βρήκαν και κατάφερε να διαφύγει στη Ρώμη. Πήγε στη Ρώμη, όπου αφοσιώθηκε στον αντιδικτατορικό αγώνα, οργάνωνε συγκεντρώσεις, έδινε συνεντεύξεις και συμμετείχε σε ενώσεις συγγραφέων και καλλιτεχνών. Έφτασε μέχρι την Ελβετία, εξασφαλίζοντας υπογραφές καταγγελίας του καθεστώτος από τον Ντίρενματ και τον Μαξ Φρις.  Κάποιους μήνες μετά μετακόμισε στο Παρίσι και έζησε από κοντά τον Μάη του ’68.


Βίλλα του Αδριανού

Στην αρχή θυμόμουν καθαρά το πρόσωπό σου.
Τα στάχυα των μαλλιών, τα φωτεινά σου μάτια…
Ήταν σα μια φωτογραφία
πάνω από το κρεβάτι ενός φαντάρου.
Και με τις μέρες το χαρτί ξεθώριαζε,
ξεφτάγανε οι γύψοι, απόμεινε στον τοίχο
ένα τετράγωνο άσπρο
έπειτα γκρεμίστηκε κι ο τοίχος
χάθηκαν τα σπίτια που δεν θα ξαναζήσουμε ποτέ.
Μονάχα ο χώρος μας απόμεινε
όπως αυθαίρετα τον είχαμε ορίσει –
ένα σημείο αναφοράς
ετεροειδών πραγμάτων.

(Θάλασσα Επαγγελίας, 1959-1963)


Στο εξωτερικό εργάστηκε στην UNESCO και σε άλλους οργανισμούς, και λόγω συμβολαίων δεν γύρισε στην Αθήνα αμέσως μετά το τέλος της δικτατορίας. Το 1994 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας συνολικά για το έργο του.

Στις 28 Νοεμβρίου 2000 ήταν ένας από τους δώδεκα Έλληνες ποιητές που έλαβαν μέρος στον «Κύκλο Ελληνικής Ποίησης» που διοργάνωσε το Theatre Moliere, Maison de la Poesie στο Παρίσι, όπου το γαλλικό κοινό είχε την ευκαιρία να συναντήσει τους Έλληνες ποιητές και να γνωρίσει το έργο τους, το οποίο παρουσίασαν γνωστοί Γάλλοι συγγραφείς, κριτικοί και μεταφραστές. Το 2001 ήταν ανάμεσα στους συγγραφείς που επελέγησαν να εκπροσωπήσουν τη σύγχρονή ελληνική λογοτεχνία στην «53η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου της Φρανκφούρτης», όπου η Ελλάδα ήταν τιμώμενη χώρα.

«Ο Ρίτσος, ο Βρεττάκος, ο Μαρωνίτης έπαιξαν μεγάλο ρόλο στην ποιητική μου πορεία, αλλά τον καθοριστικότερο ρόλο στη διαμόρφωσή μου έπαιξαν τρεις άλλοι άνθρωποι. Ο πατέρας μου, που ήταν μανιακός καπνιστής και πέθανε στα 64 του από έναν κλασικό καρκίνο του πνεύμονα. Η μητέρα μου, που πέθανε από την καρδιά της στα 74 της. Και η σύζυγός μου, που έφυγε κι αυτή νωρίς. Εγώ, περιέργως, εξακολουθώ να ζω».

Ο ποιητής παραμένει παρών σε όσα συμβαίνουν γύρω μας, γράφοντας, σχολιάζοντας την επικαιρότητα και δίνοντας συνεντεύξεις μέχρι και σήμερα. Κυκλοφορούν δυο μεγάλες όλων των ποιημάτων από τις Εκδόσεις Κίχλη (Ποιήματα Α 1943-1959 και Ποιήματα Β 1959-2017).


Προσγειώσεις

Σε λίγο θα προσγειωνόμουν
κι ετοιμάστηκα για κάθε ενδεχόμενο
αφού τα περισσότερα ατυχήματα
γίνονται στις προσγειώσεις
άλλωστε η προσγείωση η δική μου
είχε ήδη αναγγελθεί
στο τελευταίο μου ποίημα
Είχα πια βαρεθεί να περιίπταμαι
να εποπτεύω από ψηλά τα όσα συμβαίνουν
ήθελα τώρα το χώμα με τα χέρια μου να πιάσω
ακόμα και πάνω του να συρθώ, να ψάξω
να το γνωρίσω για τα καλά από την αρχή.
Προσγειώθηκα χωρίς κανένα πρόβλημα
μα μόλις πάτησα στο έδαφος
άλλαξα γνώμη, άλλαξαν και τα σχέδια
χρειάστηκαν κάποια τρεχάματα
γι ανεφοδιασμό με τρόφιμα
για να γεμίσουν καύσιμα οι δεξαμενές
και πάλι απογειώθηκα.
Είπα μου φτάνει
όσο ζυμώθηκα ως τώρα με το χώμα
όσο κατάφερα από κοντά τον κόσμο να γνωρίσω
καλύτερα είναι να περιίπταμαι
να εποπτεύω από τους ουρανούς τα πάντα
σχολιαστικά, χωρίς και πολλές ευθύνες
Το αεροπλάνο πήρε μεγάλο ύψος
αλλά καθώς έβλεπα γι άλλη μια φορά
τους ανθρώπους να μικραίνουν και να χάνονται
τους τόπους να μισοσβήνουν
τελικά να εξαφανίζονται
τρόμαξα κάποια στιγμή που δεν είχα
τίποτα από τη γη ν΄αγγίξω
κανέναν να πούμε δύο κουβέντες
να τον δεχτώ, να με δεχτεί, να τον απαρνηθώ
να μ΄αποδιώξει εκείνος.
Ώσπου επιθύμησα ξανά
συνωστισμούς και ρήξεις και συναρμογές
σωμάτων, αισθημάτων, ιδεών
νοστάλγησα ακόμα και το χιλιοπατημένο χώμα.
Ελπίζω τα καύσιμα να κρατήσουν
ως το επόμενο αεροδρόμιο
κι η νέα προσγείωση να είναι ομαλή.


Ο Τίτος Πατρίκιος έχει διακριθεί πολλάκις. Επί παραδείγματι, το 1994 βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο για το σύνολο του έργου του, ακολούθως το 2008 βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών (μαζί με τον Μένη Κουμανταρέα) επίσης για το σύνολο του έργου του, ενώ το 2013 έλαβε το Διεθνές βραβείο Ποίησης στην Ιταλία (LericiPea), ένα από τα παλαιότερα και πιο σημαντικά βραβεία στην Ιταλία. Το 2016 βραβεύτηκε με το γαλλικό βραβείο ποίησης Max Jacob Étranger για τη δίγλωσση ανθολογία ποιημάτων του με τίτλο Sur la barricade du temps («Στο οδόφραγμα του χρόνου»). Τον Φεβρουάριο του 2020 έλαβε τα διάσημα του Αξιωματούχου του Τάγματος Γραμμάτων και Τεχνών από τον πρέσβη της Γαλλίας στην Ελλάδα, Patrick Maisonnave.

Την εποχή του κορωναϊού, ο ποιητής μας εφιστά την προσοχή. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος πέρα από τον ιό και η μεγαλύτερη δυσκολία από το να μην μπορεί να αγκαλιάσει τις κόρες και τις εγγονές του, αλλά να τις χαιρετάει από την πόρτα, είναι «Να μην κλειστούμε στον εαυτό μας και στη μοναξιά μας».

AUTHOR

Γιώτα Συνιρίδου

Κοινωνική λειτουργός ταγμένη στη λογοτεχνία και στην αρθρογραφία.

Loading...
Fire (Pożar): Δες εδώ το μικρού μήκους animation του David Lynch!
William Blake, ένας μεγαλοφυής παράφρονας καλλιτέχνης!