Jazz in jazz: Από τη Νέα Ορλεάνη στην Αθήνα, ένα γνήσιο jazz bar με ιστορία 42 χρόνων!
Πρόκειται για ένα μέρος εξαιρετικά ατμοσφαιρικό, γνήσιο και αυθεντικό, ένα μέρος όπου μπορεί κανείς να νιώσει άνετα από την πρώτη κιόλας επίσκεψή του και να αφεθεί στη μαγεία που αποπνέει, αυτή της τζαζ μουσικής.
Το Jazz in Jazz είναι το δημιούργημα του Κώστα Σπανού, θείου του Βαγγέλη που ενώ ξεκίνησε από την Κρήτη το 1978, μεταφέρθηκε στην Αθήνα το 1995 και έκτοτε έχει αγαπηθεί τόσο πολύ από τον κόσμο, χωρίς να έχει αλλάξει κανένα χαρακτηριστικό του. Η διακόσμηση έχει παραμείνει η ίδια όπως ακριβώς την ανέλαβε ο θείος του Βαγγέλη, ο οποίος, όντας ναυτικός τη δεκαετία του ’60, ταξίδεψε σε πολλά μέρη και συνέλεξε αρκετά αντικείμενα τα οποία κοσμούν ακόμη το μπαρ. Ο ίδιος δεν βρίσκεται πλέον στη ζωή αλλά φρόντισε να παραδώσει το δημιούργημα του στον ανιψιό του, τον οποίο μύησε από νωρίς στη μαγεία της τζαζ. «Πρέπει να ήμουν 7 χρονών όταν πρωτοπήγα στο μαγαζί».
Στους τοίχους θα δει κανείς πολλά κάδρα με φόντο διάσημους τζαζ μουσικούς της Αμερικής, κασέτες με ηχογραφημένα τζαζ τραγούδια από το BBC (τα ηχογραφούσε ο θείος του Βαγγέλη στο καράβι ακούγοντας τα στο ραδιόφωνο), δύο γραμμόφωνα, πολλούς δίσκους, μια λύρα και τόσα πολλά όμορφα πράγματα ακόμη. Θα μπορούσε άνετα να είναι ένα μουσείο αφιερωμένο στη τζαζ, αλλά για τον Κώστα Σπανό ήταν το παιδί του, το σπίτι του, το μέρος όπου ήθελε να καλεί τους φίλους του και να τους προσφέρει αυτό που αγαπούσε, σαν ένας φιλόξενος οικοδεσπότης.
Η ατμόσφαιρα σε ταξιδεύει αρκετά χρόνια πίσω, τότε που η τζαζ μουσική ήταν στο απόγειο της και είχε αγαπηθεί πολύ, είτε εμφανώς σε τζαζ κλαμπ, είτε κρυφά στα speakeasy μπαρ την εποχή της ποτοαπαγόρευσης.
Όσο ο Βαγγέλης ετοιμάζει το ποτό μου εγώ χαζεύω τους άπειρους δίσκους που βρίσκονται στο Jazz in Jazz. «Ο θείος μου μοιραζόταν πολύ τη μουσική που είχε, όλη τη συλλογή που βλέπεις από πίσω, η οποία αποτελείται κυρίως από τζαζ, λίγο μπλουζ και λίγη κλασική μουσική».
Μου δείχνει ένα από τα δύο γραμμόφωνα που βρίσκονται πίσω από τη μπάρα, και μου εξηγεί την ιστορία του ενός, του πιο παλιού. «Πρόκειται για οικογενειακό κειμήλιο, είναι από τη δεκαετία του 1910.» Τον ρωτάω αν χρειάζεται κάτι για τη συντήρηση του και μαθαίνω ότι πλέον στην Αθήνα μάλλον βρίσκεται μόνο ένας άνθρωπος που ασχολείται με τη συντήρηση γραμμοφώνων.
Η συζήτηση μας επικεντρώνεται στην περίοδο που ο ίδιος ανέλαβε το μπαρ από τον θείο του. «Η αλήθεια είναι ότι και μικρότερος που ήμουν μου το έλεγε, αλλά σαν μικρό παιδί δεν μου είχε περάσει ποτέ από το μυαλό, ούτε το έπαιρνα στα σοβαρά.» Τον ρωτάω πως ένιωσε όταν ανέλαβε το μπαρ και αν αντιμετώπισε κάποια πρόκληση ή δυσκολία. «Ήταν μεγάλο θέμα γιατί πέρα από το να πάρω στα χέρια μου ένα μπαρ, ένιωσα ότι πρέπει να κουβαλήσω την ιστορία που έχει, να τη διατηρήσω και να τη συνεχίσω και ήταν το δυσκολότερο κομμάτι που είχα να κάνω.»
Ο θείος του το είχε σκεφτεί ήδη αυτό και φρόντισε να τον προετοιμάσει κατάλληλα. «Ήξερα για τη τζαζ μουσική κάποια πράγματα, αλλά από τότε που μπήκα μέσα στο χώρο και είχα πρόσβαση στη συλλογή των δίσκων που είναι τόσο μεγάλη, έγινε πολύ πιο εύκολο.»
Ο Κώστας Σπανός θέλησε να χτίσει ένα μπαρ το οποίο θα είχε σαν σπίτι του και το κατάφερε πολύ καλά. Για τον Βαγγέλη είναι το μέρος όπου θέλει να βρίσκεται συνεχώς, ακόμη και στα ρεπό του. Οι επισκέπτες αντιστοίχως νιώθουν τόσο άνετα όσο βρίσκονται εκεί, που το τιμούν συχνά.
«Στην ουσία γίνεται το σπίτι σου το αυτό το μαγαζί όταν δουλεύεις τόσο καιρό. Επειδή ακριβώς το νιώθεις σαν σπίτι σου, όταν έρχεται ο κόσμος και σε ρωτάει για την ιστορία του και για τα αντικείμενα του, μπαίνοντας στη διαδικασία να λες την κάθε ιστορία νιώθεις ότι ο άνθρωπος που έχεις απέναντί σου έχει χαλαρώσει και είναι φιλοξενούμενος σου εκείνη τη στιγμή.»
Όταν η κουβέντα μας πάει προς τυχόν σκέψεις και σχέδια για επέκταση του μέρους, ο Βαγγέλης διστάζει κάπως και μου εξηγεί ότι κάτι τέτοιο ίσως θα συνέβαλε στο να χάσει την αυθεντικότητα και τη ζεστασιά του. Πιστεύει ότι ακόμα κι αν χρειαζόταν να ανοίξει ένα αντίστοιχο μπαρ σε κάποια άλλη γειτονιά της Αθήνας αυτό θα αφαιρούσε την ιδιότητα και το χαρακτήρα που διαθέτει το Jazz in Jazz αλλά και τη σχέση που έχει χτίσει με τους ανθρώπους που το επισκέπτονται ανά τα χρόνια.
«Η ιδέα πολύ απλά είναι ότι κάποιος έρχεται στο σπίτι σου για να πιει ένα ποτό. Ο κόσμος που μπαίνει στο μαγαζί κυμαίνεται από 18 χρονών έως και 82 και δεν είναι ψέματα το 82!» Εκείνη τη στιγμή μου έρχεται στο μυαλό το Au revoir, ένα από τα κλασικά παλιά μπαρ της Αθήνας και συζητάμε με τον Βαγγέλη για τον κύριο Λύσανδρο που βρίσκεται πίσω από την μπάρα αλλά και για την ατμόσφαιρα του μέρους που θυμίζει το κάτι από το Jazz in Jazz .
Ενθουσιασμένη απ’ όσα συζητάμε, του ζητάω να μου διηγηθεί ιστορίες του θείου του, τις οποίες βρίσκω πολύ ενδιαφέρουσες. «O θείος μου ήταν πολυταξιδεμένος. Μεγάλωσε στην Καρδίτσα και από εκεί ξεκίνησε να δουλεύει ως ναυτικός. Δεν είχε κάποια σχέση με τη μουσική αλλά του άρεσε πάρα πολύ, έτσι ξεκίνησε να ακούει τζαζ και κάποια στιγμή έφτασε και στη Νέα Ορλεάνη λόγω της δουλειάς του. Εκεί ερωτεύτηκε το μέρος και τη μουσική, τα παράτησε όλα και σκέφτηκε ότι θέλει να κάνει κάτι αντίστοιχο στην Ελλάδα.»
«Του δόθηκε η ευκαιρία στην Κρήτη αφού είχε κάνει στρατό και ξεκίνησε εκεί. Σιγά σιγά ήθελε να πάει όσο γίνεται πιο μακριά ώστε να είναι σαν το σπίτι του πάλι και να πηγαίνουν να τον βρίσκουν γνωστοί και φίλοι. Το πρώτο Jazz in Jazz ήταν σε ένα ψαροχώρι την Αγία Γαλήνη στο Ρέθυμνο, που τώρα ναι μεν έχει κόσμο, αλλά τότε ήταν πολύ απόμερα.»
Μιλάμε λίγο για την Κρήτη και μου δείχνει μια φωτογραφία του θείου του αλλά και τη λίρα που βρίσκεται στο μαγαζί σε περίοπτη θέση η οποία είναι δώρο του Ψαραντώνη, καλού φίλου του θείου του που κάποτε ερχόταν συχνά στο μαγαζί.
Μιλώντας για τον κόσμο που συχνάζει στο μπαρ, συμφωνούμε και οι δυο στο πόσο εύκολα παρεξηγούνται οι άνθρωποι που βγαίνουν μόνοι τους στην Ελλάδα. Είναι ένα μπαρ που τραβάει τον κόσμο για να έρθει και μόνος του, αν και στην Ελλάδα δεν έχουμε υιοθετήσει εντελώς τη νοοτροπία του να βγαίνεις μόνος σου, γιατί αν δούμε κάποιον να κάθεται μόνος του σε ένα μπαρ θα υποθέσουμε αμέσως ότι κάτι κακό του συμβαίνει, ότι είναι απαραίτητα μόνος στη ζωή του, σε αντίθεση με το εξωτερικό όπου είναι πολύ σύνηθες και καθόλου παρεξηγήσιμο.
«Κάτι που αρέσει στον κόσμο που έρχεται εδώ είναι ότι ακριβώς δεν νιώθουν αυτό το πράγμα. Νιώθουν άνετα με το απλά να διαβάσουν, να γράψουν, να ακούσουν μουσική, άλλοι απλά να μην πούνε τίποτα και να περάσουν την ώρα τους μόνοι τους, όπως κάνουν και στο σπίτι τους.»
Η ώρα έχει ήδη πάει οκτώ και ο πρώτος επισκέπτης του μπαρ μπαίνει και μας χαιρετά. Πρόκειται για έναν συμπαθέστατο κύριο, φίλο του Βαγγέλη και θαμώνα του μπαρ εδώ και χρόνια. Φαίνεται πραγματικά άνετος σαν να μπήκε στο σαλόνι του για να κάτσει να πιει ένα ουίσκι και να ηρεμήσει από την ένταση της ημέρας. Τον κύριο αυτό ακολουθούν κι άλλοι αργότερα και σιγά – σιγά το μαγαζί γεμίζει, ασχέτως αν είναι καθημερινή και έξω βρέχει.
Η κουβέντα μας γυρνάει και πάλι στα αντικείμενα που κοσμούν το μαγαζί. Πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά άλλωστε, εφόσον αυτά είναι που του δίνουν το χαρακτήρα που έχει κρατήσει μέχρι σήμερα και το κάνει μοναδικό, σαν να μην υπάρχει άλλο παρόμοιο στην Αθήνα;
Ρωτάω τον Βαγγέλη αν κάποιο από όλα αυτά τα αντικείμενα έχει μία ξεχωριστή συναισθηματική αξία για τον θείο του περισσότερο από τα άλλα και μου εξιστορεί το πώς βρέθηκε μία μπάλα μπιλιάρδου στα χέρια του θείου του όταν ήταν στην Αμερική.
Την περίοδο που ο θείος του ήταν στη Νέα Ορλεάνη, αποφάσισε ένα βράδυ να επισκεφθεί ένα τζαζ μπαρ, το οποίο έπαιζε μαύρη μουσική και το κοινό του αποτελούνταν μόνο από Αφροαμερικανούς. Ο θείος του φάνηκε να είναι ανεπιθύμητος εκεί, γι’ αυτό και τον πήραν στο κυνήγι πετώντας του μπάλες από το μπιλιάρδο που έπαιζαν με σκοπό να τον διώξουν. Η μπάλα κατάφερε να περάσει από το κεφάλι του χωρίς να τον χτυπήσει και κατέληξε στα πόδια του. Εκείνος, φυσικά, την πήρε μαζί του σαν ενθύμιο.
Όσο ο Βαγγέλης βοηθάει το φίλο του να επιλέξει μια ετικέτα ουίσκι, το μάτι μου πέφτει στο πίσω μέρος του καταλόγου των ποτών: «Ο πελάτης έχει πάντα δίκαιο όταν είναι δίκαιος. Οι παρατηρήσεις και οι επιπλήξεις σας είναι ευπρόσδεκτες για να μη σας μαλώνω μόνο εγώ.»
Ξεκλέβω μία στιγμή για να κοιτάξω και πάλι γύρω μου και σκέφτομαι πως ένα τόσο ιδιαίτερο μέρος σαν το Jazz in Jazz πρέπει να έχει μπόλικες ιδιαίτερες ιστορίες να διηγηθεί.
«Η πιο ωραία ανάμνηση που έχω από το μαγαζί ήταν όταν είχε πρωτοέρθει στα χέρια μου και ακόμη δεν ήξερα αν θα μπορέσω να το συνεχίσω. Μια Κυριακή μπαίνοντας στο μαγαζί να αλλάξω μία λάμπα γίνεται ένα βραχυκύκλωμα και καίγονται κάποιες ασφάλειες στον πίνακα του ρεύματος, με αποτέλεσμα παραπάνω από το μισό μαγαζί να μην έχει ρεύμα, εκτός από το μπάνιο. Δεδομένου ότι τις Κυριακές δεν βρίσκεις εύκολα ηλεκτρολόγο, πήγα να κλείσω την πόρτα του μπαρ και με πετυχαίνει ο φίλος μου ο Δημήτρης με άλλα δύο παιδιά.»
«Ενώ ήμουν έτοιμος να φύγω, ο Δημήτρης όμως μου πρότεινε να κάτσουμε να πιούμε ένα ποτό αντί να πάμε κάπου αλλού μιας και ήμασταν οι τρεις μας. Οπότε μπαίνουμε μέσα, ανάβουμε δύο κεριά και καθόμαστε. Παίζαμε μουσική από το γραμμόφωνο, μιας και δεν υπήρχε ρεύμα. Στη συνέχεια μπήκε και μία κοπέλα η οποία δεν είχε πρόβλημα που δεν υπήρχε ρεύμα και θέλησε και αυτή να κάτσει για ένα ποτό. Έπειτα μπήκε ένα ζευγάρι ακόμα και μας ρώτησε αν μπορούσε να καθίσει. Μετά από λίγο το μαγαζί γέμισε, μερικοί κάθησαν και όρθιοι μ’ ένα κερί στο χέρι, η μουσική ακουγόταν από το γραμμόφωνο και ο κόσμος χειροκροτούσε κάθε φορά που τελείωνε το τραγούδι. Το ίδιο βράδυ έτυχε να έρθουν φίλοι του θείου μου από την Κρήτη για να δουν το μαγαζί.»
Όπως μου εκμυστηρεύτηκε ο Βαγγέλης αυτή η εμπειρία ήταν πολύ συμβολική και έχει χαραχθεί στη μνήμη του ως η πιο έντονη που έχει βιώσει μέχρι στιγμής στο μαγαζί. Πράγματι, το γεγονός ότι κανένας δεν ήθελε να φύγει ενώ δεν υπήρχε ρεύμα είναι από μόνο του μία απόδειξη για το ότι όσοι έρχονται εδώ νιώθουν άνετα και γίνονται μία παρέα.
Πριν φύγω, ρωτάω τον Βαγγέλη τι πιστεύει ότι κάνει ένα μπαρ αυθεντικό.
«Οι άνθρωποι που έρχονται στο μπαρ είναι και αυτοί που θα διαμορφώσουν το χαρακτήρα του. Αυθεντικό για μένα είναι ένα μπαρ που μένει πιστό στην ταυτότητα του, ό,τι και να είναι. Με το πέρασμα του χρόνου έχοντας την ίδια λογική σαν μαγαζί, έχεις και τον ίδιο κόσμο διαχρονικά και αυτό διαδίδεται σιγά – σιγά και όσο περνάει ο χρόνος αφήνει το στίγμα του στον χώρο και το κάνει πιο κλασικό.»
Κλείνοντας την κουβέντα μας τον ρωτάω αν θα σκεφτόταν μελλοντικά να παραδώσει το μπαρ στα παιδιά του ή στ’ ανίψια του όπως έκανε και ο θείος του. «Μακάρι να το θέλουν», μου λέει χαμογελώντας. «Μακάρι το μαγαζί να συνεχίσει για άλλα 200 χρόνια.»
Jazz In Jazz
Δεινοκράτους 3, Κολωνάκι, Αθήνα
21 0722 5246
Δευτέρα-Κυριακή 20.00-03.00
Facebook: @jazzinjazzbar