«Εκεί που καταλήγει η στάχτη», το ποίημα της Παρασκευής.
Κάποτε κοιτάει τον ουρανό
δεν χρειάζεται συμπλήρωση αυτός
κάποτε μισεί τη θάλασσα να βλέπει
ώρες χλευαστικά
τα νιάτα που ξεκοκαλίζει
σε χρονοντούλαπα νεκρών
στενοχωρώντας
άλλοτε τις φοινικιές
τα πιο πολλά ανήμπορα
να ευoδωθούν μαντίλια
των ορυκτέλαιων τα γράσα
σαν μια παντιέρα κυλώντας
στον Ειρηνικό
ενός άσπρου γιοτ
φουλάροντας τον χιμαιρικό καπνό.
Α! λέει γέρνοντας στον ουρανό
την τεμπελιά μου στην αντάρα κρέμασα
και της πεταλούδας το πέταγμα
μες στις μπαλένες των φαλαινοθηρικών
βαλσάμωσα
αντί για τον Θεό
στις μύτες των βουνών κρεμάστηκα
κι από το να μοιάσω στους νεκρούς
στη σάουνα των τροπικών προσχώρησα
με τις μουρούνες που αγαπούν οι ναυτικοί
με τα ξίφη, με τις μπιστολιές
και με τα φύκια
που φοράν οι ξερόβραχοι
και οι ακρογιαλιές!
Του Χάρη Μεγαλυνού, από την ποιητική συλλογή «Πενήντα» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος.