Plási: Μου γεννήθηκε η ανάγκη να φέρω περισσότερο το ελληνικό στοιχείο στη μουσική μου!
Ο Plási μιλά για το νέο του EP, την indie folk σκηνή και το μέλλον της μουσικής του: «Ίσως ήρθε η ώρα για ένα άλμπουμ»
Από τις όμορφες folk μελωδίες με ακουστικές ρίζες μέχρι πιο ηλεκτρονικές, pop υφές, ο
Plàsi έχει καταφέρει να χτίσει έναν ιδιαίτερο ήχο, ανάμεσα στο φως του Βορρά και τη νοσταλγία του Νότου. Με καταγωγή από την Ελλάδα και τη Σουηδία, και έδρα του το Άμστερνταμ, η μουσική του κινείται φυσικά ανάμεσα σε κόσμους – πολιτισμούς και είδη.
Με αφορμή το επερχόμενο EP του, “Camino”, που κυκλοφορεί στις 13 Ιουνίου, μιλήσαμε για το πώς εξελίσσεται ο ήχος του, τι ακούει τελευταία, ποια είναι η σχέση του με την ελληνική μουσική και αν θα τον βλέπαμε ποτέ στη Eurovision. Ένας καλλιτέχνης σε μια φάση πειραματισμού, με βλέμμα στραμμένο στο επόμενο μεγάλο βήμα.
_________________
Καλώς ήρθες στο Beater! Πού σε πετυχαίνουμε αυτή τη στιγμή;
Είμαστε στο Άμστερνταμ, μια ωραία βραδιά. Μόλις ήρθε το καλοκαίρι, και βρισκόμαστε σε ένα όμορφο μπαρ πολύ κοντά στο σπίτι μου πλέον, γιατί εδώ μένω πια τα τελευταία χρόνια.
Την τελευταία φορά που μιλήσαμε ήταν πριν 5-6 χρόνια. Τι έχει αλλάξει στον Plási ή στον Μιχάλη – όπως θέλεις πες το – από τότε μέχρι σήμερα, είτε μουσικά είτε προσωπικά;
Σίγουρα έχω κάνει πολλά βήματα, κυρίως μουσικά. Ξεκίνησα με ένα πιο απλό accoustic folk, και τώρα έχουμε προχωρήσει σε πιο πλήρεις παραγωγές, indie folk με λίγο indie pop, ειδικά με την τελευταία συνεργασία με τον Björn Yttling, που πήγε περισσότερο προς το indie pop. Η μεγαλύτερη διαφορά είναι σίγουρα στο κομμάτι της παραγωγής. Ξεκίνησα μόνος μου το 2016 και το 2018 κυκλοφόρησα το πρώτο album “People”, το οποίο ηχογραφούσα μόνος στο σπίτι μου, με ένα μικρόφωνο και όργανα που είχα εκεί. Ο ήχος ήταν κυρίως κιθάρα με κάποιο pad και μεγάλη έμφαση στη φωνή. Μετά, μπήκαν συνεργάτες σαν τον Haness και τον Linus Hasselberg (Stuzzi) σαν producers, που βοήθησαν να εξελιχθεί το ηχοτοπίο σε κάτι πιο cinematic, με μεγαλύτερες παραγωγές. Στα live πλέον παίζουμε και με drums και με ολόκληρη μπάντα, κάτι που ήταν πρόκληση αλλά μου άρεσε πολύ.
Φαίνεται ότι βρήκες χώρο να πειραματιστείς με τον ήχο σου και να τον εξελίξεις. Υπήρχε κάποιος φόβος να αφήσεις πίσω το απλό accoustic και vocal και να πας στο full band;
Ναι, σίγουρα. Όταν έχεις κάτι που ξέρεις πως κάνεις καλά και που αρέσει στον κόσμο, είναι δύσκολο να πάρεις το ρίσκο να αλλάξεις πορεία. Για μένα το “push” ήρθε με τον Björn Yttling, στο προηγούμενο EP (“Salamina”). Είχα πολύ σεβασμό για τη δουλειά του και ήταν μια ευκαιρία που δεν ήθελα να χάσω. Όταν ξεκινήσαμε να δουλεύουμε μαζί, ένιωθα ότι έπρεπε να αφήσω τον έλεγχο και να δω πού θα μας πάει η διαδικασία. Τελικά βγήκε κάτι πολύ ωραίο. Είμαι χαρούμενος γιατί οι παλιοί μου ακροατές δεν σταμάτησαν να με ακούνε, ίσα-ίσα που ένιωσαν πως εξελίσσομαι.
Πολλοί καλλιτέχνες δυσκολεύονται να το κάνουν αυτό και μένουν στο ίδιο μοτίβο, οπότε αυτό είναι σημαντικό. Μίλησες και για τον Björn — πολλοί από τους αναγνώστες μας ίσως να μην τον γνωρίζουν. Πώς προέκυψε η συνεργασία σας και τι σημαίνει για σένα να έχεις ένα EP όπως το “Salamina” με έναν παραγωγό σαν τον Björn;
Όλα ξεκίνησαν από τον μάνατζέρ μου, τον Kalle Lundgren Smith, που δουλεύουμε μαζί από το 2018. Η ιδέα ήταν δική του και στην αρχή εγώ δεν μπορούσα να φανταστώ ότι κάποιος σαν τον Björn θα ενδιαφερόταν για συνεργασία. Κάναμε μια λίστα με πιθανές συνεργασίες και ο Björn ήταν από τους πρώτους στο shortlist. Ο Björn είναι ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους παραγωγούς, με δουλειές όπως οι First Aid Kit, Lykke Li και την μπάντα του, Peter, Björn & John. Εγώ μεγάλωσα ακούγοντας αυτή τη μουσική, οπότε για μένα η συνεργασία αυτή σημαίνει πολλά — νιώθεις ότι σε σέβονται και σε υπολογίζουν οι παλιοί και μεγάλοι της μουσικής βιομηχανίας.
Το EP “Salamina” έχει μια πολύ ιδιαίτερη ηχητική ταυτότητα — έναν συνδυασμό ελληνικών και indie σκανδιναβικών στοιχείων. Πώς προέκυψε το όνομα και το πάντρεμα αυτών των δύο ήχων;
Το όνομα “Salamina” προέκυψε ενώ έπαιζα στην Αθήνα ως support για το Efterklang, λίγο πριν κυκλοφορήσει το “Foreign Sea”. Από τότε ξεκίνησε και η ανάγκη να φέρω περισσότερο το ελληνικό στοιχείο στη μουσική μου. Η σύνδεση των δύο ηχητικών κόσμων — του ελληνικού και του σκανδιναβικού indie — είναι κάτι που έρχεται από μέσα μου, γιατί είμαι Έλληνας-Σουηδός και μεγάλωσα με επιρροές και από τις δύο κουλτούρες. Θέλησα μέσα από το “Salamina” να εκφράσω αυτή την ταυτότητα και να δημιουργήσω κάτι που να συνδυάζει αυτά τα δύο ταξίδια.
Μίλησέ μας λίγο για το πώς προέκυψε η ιδέα να γράψετε μουσική στη “Salamina”, αλλά και τι σημαίνει για σένα αυτό το μέρος;
Είχα την ιδέα να γράψω πιο πολύ μουσική όταν είμαι στην Ελλάδα, οπότε είχα κανονίσει με τον Linus, που παίζει μαζί μου στη σκηνή, να πάρουμε μερικές μέρες μετά το live για να πάμε κάπου και να δούμε τι θα βγει. Δεν είχαμε ακριβές πλάνο, αλλά τελικά καταλήξαμε στη Σαλαμίνα. Ήταν εντελώς τυχαίο γιατί ήταν Πρωτομαγιά και δεν δούλευαν τα καράβια, οπότε δεν μπορούσαμε να πάμε αλλού. Μας το πρότεινε ένας φίλος, ο Τάσος, που μας είπε πως η Σαλαμίνα είναι το μόνο νησί που θα βρούμε καράβι εκείνη τη μέρα και ότι το πίσω μέρος του νησιού έχει πολύ ωραία ατμόσφαιρα, διαφορετική από το πιο αστικό μπροστινό μέρος που μοιάζει με προάστιο της Αθήνας. Όταν φτάσαμε εκεί, βρεθήκαμε σε ένα πολύ περίεργο αλλά εμπνευσμένο περιβάλλον: η πόλη ήταν εντελώς έρημη, σαν ghost town, με συννεφιά, βροχή και κεραυνούς. Ήταν ένα ειδικό σκηνικό που μας έδωσε τεράστια έμπνευση. Η Σαλαμίνα δεν είναι νησί που γεμίζει με τουρίστες, ειδικά τον Μάιο, και ένιωθα σαν να ήμουν κάπως “πίσω στον χρόνο” στην Ελλάδα. Αυτό το vibe αγάπησα πολύ και έτσι καταλήξαμε να ονομάσουμε το EP “Salamina”. Δεν το είχαμε σκεφτεί από πριν να έχει ελληνικό όνομα, απλώς ήμασταν εκεί και ήταν φυσικό να συμβεί.
Πόσα τραγούδια γράψατε εκεί;
Απίστευτα πολλά για μόλις τρεις μέρες! Για παράδειγμα, το τραγούδι “Efiga” ξεκίνησε να γράφεται εκεί, όπως και το Waiting for Signs που θα ακούσετε στο νέο EP. Η Σαλαμίνα άφησε μεγάλο σημάδι μέσα μου και σίγουρα θα ήθελα να ξαναπάω — είναι ένα hidden gem.
Ανέφερες το “Efiga”, το οποίο είναι το πρώτο σου ελληνόφωνο τραγούδι. Πώς έγινε η μετάβαση από τα αγγλόφωνα κομμάτια σου στο να τραγουδήσεις στα ελληνικά;
Ήταν κάτι που ήρθε πολύ φυσικά. Πριν από το “Efiga”, είχα ήδη βγάλει ένα σουηδικό τραγούδι, το “Ordna Sig”, και μετά ένιωσα την ανάγκη να γράψω και στα ελληνικά. Όταν γράφω, συνήθως ξεκινάω από τη μελωδία και το vibe και μετά προσπαθώ να καταλάβω τι σημαίνει αυτό για μένα — δεν έχω πάντα ξεκάθαρο θέμα από πριν. Στο “Efiga”το ελληνικό στοιχείο ήρθε αβίαστα, τόσο από τη μελωδία όσο και από το ρυθμό, που μου έκαναν να θέλω να γράψω στα ελληνικά. Η πρώτη έμπνευση ήρθε στην Ελλάδα και αυτό με βοήθησε πολύ.
Θα δούμε κι άλλα ελληνόφωνα κομμάτια από σένα στο μέλλον;
Μπορεί, γιατί όχι! Η γλώσσα μου είναι κυρίως τα αγγλικά, αλλά αν νιώσω έντονα ένα vibe, όπως έγινε με το “Efiga”ή με το σουηδικό “Ordna Sig”, θα το ακολουθήσω. Το σημαντικό είναι να νιώθω έντονα τη γλώσσα και το συναίσθημα στο τραγούδι.
Το νέο EP λέγεται “Camino” και βγαίνει στις 13 Ιουνίου, σωστά; Πες μας λίγα λόγια για το περιεχόμενο και τις διαθέσεις του.
Ναι, το Camino περιλαμβάνει πέντε τραγούδια — μεταξύ αυτών τα singles Heights και Efiga. Υπάρχουν επίσης τα Father’s Eyes και Waiting for Signs, καθώς και το τελευταίο και ομώνυμο τραγούδι, Camino, που κλείνει το EP. Το Father’s Eyes δεν είναι μόνο για τη σχέση μου με τον πατέρα μου, αλλά γενικότερα για τις σχέσεις γονιού-παιδιού. Το τραγούδι μιλάει για το πώς συχνά εστιάζουμε στις διαφορές μας αντί να βλέπουμε τις ομοιότητες και να μαθαίνουμε από αυτές. Είναι μια πρόσκληση να ανοίξουμε τα μάτια μας σε όσα μας ενοχλούν στις σχέσεις αυτές. Για αυτό και αποφάσισα να κάνω τα βίντεο και τις φωτογραφίες στην Ελλάδα — ήθελα να συνδέσω τη μουσική με τον τόπο μου. Μαζί με την Amanda Gylling, μια Σουηδέζα φωτογράφο με την οποία έχω συνεργαστεί, πήγαμε στην Αθήνα και βγάλαμε υλικό για το επίσημο βίντεο κλιπ του Father’s Eyes.
Με το ελληνόφωνο τραγούδι πιστεύεις ότι η καριέρα σου στην Ελλάδα μπορεί να ανοίξει περισσότερο;
Θα ήθελα πολύ! Έχω κάνει αρκετά live στη Σουηδία και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, αλλά στην Ελλάδα δεν έχω κάνει πολλά. Ξέρω ότι είναι δύσκολο λόγω αποστάσεων και logistics, ειδικά όταν ταξιδεύεις με van. Ελπίζω όμως μέσα στον επόμενο χρόνο, με το νέο EP, να μπορέσω να κάνω ένα, δύο ή τρία live στην Ελλάδα. Έχουμε ήδη ξεκινήσει να δουλεύουμε με ανθρώπους εδώ, ώστε να δούμε πώς μπορούμε να χτίσουμε σιγά σιγά την παρουσία μου. Από το Salamina EP ήδη βλέπω ότι μου γράφουν περισσότεροι Έλληνες και το ακούνε σιγά σιγά.
Yπάρχουν σχέδια για περιοδείες μετά την κυκλοφορία του EP;
Ναι, έχουμε κάποιες ημερομηνίες υπό σκέψη για τον Οκτώβριο, κυρίως στην Κεντρική Ευρώπη. Θέλω να σπάσω λίγο τις αποστάσεις, αφού ζω τώρα στο Άμστερνταμ και εκεί θα είναι η βάση μου, οπότε θα κάνω περιοδείες γύρω από τις χώρες της περιοχής. Σκέφτομαι επίσης μια περιοδεία που μπορεί να περιλαμβάνει Ελλάδα, Τουρκία, ίσως και Ιταλία.
Τι ακούς τελευταία; Υπάρχουν καλλιτέχνες που σε εμπνέουν αυτή την περίοδο;
Ναι, τελευταία ακούω πολύ μουσική με πιο up-tempo ή full production στοιχεία. Σίγουρα η Σtella, η Amanda Bergman από τη Σουηδία, ο Blanco White… Και πάντα αγαπούσα τον José González – ακόμα και τα πιο πρόσφατά του κομμάτια με συγκινούν. Αν δεις τα καινούρια που μπήκαν στη ζωή μου, έχουν αυτό το analog αλλά και ηλεκτρονικό vibe, πιο pop και indie pop. Αυτό με βάζει σε σκέψεις: πώς μπορεί να εξελιχθεί και η δική μου μουσική, ειδικά στα live. Ίσως πάμε σε κάτι πιο “full band”, όπως λέγαμε και πριν.
Ακούς ελληνική μουσική;
Ακούω, αλλά κυρίως όταν έχω κάποιο connection με την μπάντα. Για παράδειγμα, με τους Gidiki – τους ξέρω, και πήγα και σε συναυλία τους εδώ στο Άμστερνταμ πριν δύο εβδομάδες. Δεν παρακολουθώ ενεργά τη νέα ελληνική σκηνή, αλλά, ας πούμε, η Σtella είναι από την Ελλάδα. Οπότε ναι. Η ελληνική μουσική είναι βαθιά μέσα μου. Ο πατέρας μου (Βαγγέλης Μπιτζαράκης) είναι μουσικός στην Κρήτη. Έχω μεγαλώσει με παραδοσιακά, με λαϊκά. Αν και δεν έμενα στην Ελλάδα full time μετά από τα 4, όλα μου τα καλοκαίρια ήταν εκεί. Γι’ αυτό και μιλάω τη γλώσσα, καταλαβαίνω τη μουσική. Έχω καλή σχέση με τη χώρα. Μπορεί ένα βράδυ, σπίτι, να βάλω ρεμπέτικα όσο τρώω. Να υπάρχει αυτό το vibe. Αλλά δεν είναι στο “most played” μου.
Fun fact: Ο πατέρας του Plási, Βαγγέλης Μπιτζαράκης, έγραψε το τραγούδι «μάθημα ελληνικών» που βγήκε 2ο στον ελληνικό τελικό για την Eurovision το 1987
Eurovision. Αν του χρόνου ζητηθούν τραγούδια από καλλιτέχνες για τον ελληνικό τελικό όπως έγινε και φέτος, θα το σκεφτόσουν;
Το έχω σκεφτεί, ναι, γιατί όχι. Αν πρόκειται να γράψω, θα ήμουν ανοιχτός. Αν πρόκειται να τραγουδήσω ο ίδιος, θα ήθελα να το σκεφτώ πιο σοβαρά. Είναι σημαντικό να μπορείς να παρουσιάσεις τον εαυτό σου ακριβώς όπως θέλεις. Δεν είναι προτεραιότητά μου να μπω ο ίδιος στη Eurovision. Αλλά σαν τραγουδοποιός είμαι πολύ ανοιχτός. Γράφω με άλλους, σπάνια λέω όχι σε μια ιδέα. Αν δεν κολλήσει κάτι, απλώς δεν το συνεχίζω.
Πώς φαντάζεσαι το επόμενο βήμα του Plási;
«Είναι ενδιαφέρον, γιατί δεν είμαι σίγουρος πού θα καταλήξει. Βρίσκομαι σε μια φάση πειραματισμού. Έχω πολλές ιδέες, πολλές αρχές τραγουδιών. Τώρα που κυκλοφόρησε το νέο EP, νομίζω ότι μπορώ να τις επεξεργαστώ καλύτερα. Αυτή τη στιγμή νιώθω πως το επόμενο βήμα είναι ίσως ένα άλμπουμ. Δεν το έχω ανακοινώσει, ούτε το δουλεύω επίσημα ακόμα. Αλλά μετά από δύο EPs, νιώθω έτοιμος. Και έχω αρκετές ιδέες για να φτάσουμε εκεί.