Cinematic Odyssey #44: Οι ταινίες της εβδομάδας!
Οι ταινίες της εβδομάδας μοιάζουν να ανήκουν σε διαφορετικούς κόσμους – αλλά καταλήγουν στον ίδιο: σε έναν κόσμο που ο άνθρωπος είναι μόνος του. Μόνος ανάμεσα σε κανόνες (The Lobster), ανάμεσα σε φαντάσματα μιας κοινωνίας σε σήψη (Songs from the Second Floor), ή μέσα στο ίδιο του το πρόσωπο (Anomalisa). Το παράλογο εδώ δεν είναι απλώς αισθητική ή φιλοσοφία· είναι το συναίσθημα που σου αφήνουν αυτές οι ταινίες όταν τελειώνουν: ένας κόμπος στο λαιμό, μια σκέψη που δεν ολοκληρώνεται ποτέ. Και όμως, μέσα από αυτό το υπαρξιακό σκοτάδι, κάτι επιβιώνει: η ανάγκη για επαφή. Έστω και προσωρινή, έστω και φανταστική.
______________________
The Lobster (2015, Yorgos Lanthimos)

Στον κόσμο του “The Lobster”, η μοναξιά είναι παράνομη. Αν δεν βρεις σύντροφο μέσα σε 45 μέρες, θα μετατραπείς σε ζώο της επιλογής σου. Ο Ντέιβιντ, ήσυχος και άβουλος, επιλέγει να γίνει αστακός. Όχι επειδή αγαπά τη θάλασσα, αλλά επειδή οι αστακοί ζουν πολλά χρόνια και παραμένουν γόνιμοι. Το μέλλον του καθορίζεται από την αναπαραγωγική του αξία, γεγονός που αποκαλύπτει μια ειρωνική αντανάκλαση των σύγχρονων κοινωνικών πιέσεων. Η συνήθης κοινωνία που απεικονίζει ο Λάνθιμος είναι μια ψυχρή δυστοπία, μια καρικατούρα του κόσμου μας, όπου ο έρωτας έχει θεσμοθετηθεί, οι σχέσεις προκύπτουν από τυπική συμβατότητα – κοινές αλλεργίες, προβλήματα όρασης, αιμορραγίες της μύτης. Δεν υπάρχει χώρος για αυθεντικότητα· το συναίσθημα είναι ανεξέλεγκτο, άρα επικίνδυνο. Ακόμα και οι “Μοναχικοί” του δάσους, που αντιστέκονται στο σύστημα, επιβάλλουν με αυταρχισμό τη μοναχικότητα – απαγορεύοντας κάθε είδους οικειότητα. Η ελευθερία καταλήγει να είναι απλώς η άλλη όψη του εξαναγκασμού. Υπό αυτές τις συνθήκες λοιπόν, ο Ντέιβιντ ερωτεύεται κρυφά μια γυναίκα που μοιράζεται τη σιωπή του. Όταν εκείνη τυφλώνεται από τιμωρία, εκείνος σκέφτεται να τυφλωθεί κι ο ίδιος – μήπως έτσι επιβιώσει το “εμείς”. Η τελευταία σκηνή τον βρίσκει μπροστά στον καθρέφτη με ένα μαχαίρι. Η κάμερα δεν αποκαλύπτει την απόφασή του. Ίσως γιατί η ουσία βρίσκεται στην αμφιβολία: είναι πράξη αγάπης ή τελική ήττα;
Το Lobster δεν αφηγείται απλώς μια αλλόκοτη ιστορία. Είναι αλληγορία. Ένα σχόλιο για τη βία της κανονικότητας, για την απελπισία της συναισθηματικής συμμόρφωσης. Και στο κέντρο, ένας άνθρωπος που ψάχνει να καλύψει το αίσθημα του «ανήκειν» – χωρίς παράλληλα να προδώσει τον εαυτό του. Και στο βάθος όλων αυτών, η βιοπολιτική κριτική του Φουκώ: η εξουσία δεν πειθαρχεί πια μόνο τα σώματα, αλλά και τις σχέσεις. Ο έρωτας, η συντροφικότητα, ακόμη και η μοναξιά, γίνονται ρυθμιζόμενα μεγέθη. Το πώς αγαπάς, το πότε, το γιατί – όλα περνούν μέσα από έναν θεσμικό φακό. Ο Ντέιβιντ δεν είναι ελεύθερος να επιλέξει αν θέλει να αγαπήσει, αλλά μόνο ποια μορφή συμμόρφωσης θα αντέξει περισσότερο. Κι ίσως τελικά να είναι μια ταινία τρόμου: γιατί μας δείχνει πόσο εύκολα ο άνθρωπος παραιτείται από τον εαυτό του – στο όνομα της αγάπης, της αποδοχής ή της τάξης.
______________________
Songs from the Second Floor (2000, Roy Andersson)

Σε μια πόλη χωρίς όνομα, βυθισμένη στην αιθαλομίχλη και τον υπαρξιακό μαρασμό, οι άνθρωποι σέρνονται – κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το “Songs from the Second Floor” δεν έχει κεντρικό ήρωα· αντί γι’ αυτό, προσφέρει μια αλυσίδα από εικόνες και ιστορίες: υπάλληλοι που αυτομαστιγώνονται για να κρατήσουν τη δουλειά τους, μια τελετουργική θυσία μιας νεαρής κοπέλας που παρακολουθείται αμέτοχα από πλήθος ανθρώπων, ένας “προφήτης” σε talk show που προφητεύει το τέλος του κόσμου. Συνολικά λοιπόν, ο Ρόι Άντερσον δεν αφηγείται μια ιστορία αλλά ζωγραφίζει έναν κόσμο. Έναν κόσμο με σκηνές στατικές, σχεδόν θεατρικές, με ψυχρά και ανέκφραστα πρόσωπα να κατακλύζουν τον θεατή. Ο λόγος δεν είναι ρεαλιστικός· είναι αποσπασματικός, επαναλαμβανόμενος, ποιητικός. Η σύγχυση των χαρακτήρων δεν είναι τυχαία: είναι σύμπτωμα μιας κοινωνίας όπου η ελπίδα έχει παραλύσει. Εδώ, ο χρόνος δεν κυλά, αλλά στέκεται ακίνητος. Η ταινία συνθέτει μία ακόμη ιστορία για το παράλογο του Καμύ, όπου η αναζήτηση νοήματος σε αυτόν τον κόσμο δεν προσφέρει καμία απάντηση. Οι ήρωες του Άντερσον περισσότερο παθητικοί, παρά τραγικοί, δεν κραυγάζουν, δεν επαναστατούν – απλώς αντέχουν. Κι όμως, κάτω από τη σάτιρα και την ειρωνεία, διακρίνεται μια βαθιά συμπόνια: όλοι ψάχνουν έναν τρόπο να υπάρξουν μέσα σε μια δυστοπική και αδιάφορη κοινωνία.
Η εξουσία, εδώ, δεν έχει πρόσωπο – είναι η ίδια η καθημερινότητα. Το γραφειοκρατικό χάος, οι αυθαίρετοι κανόνες, η ενοχή που λειτουργεί σαν καθήκον: όλα συνθέτουν έναν κόσμο όπου η απελπισία δεν είναι πια κρίση, αλλά κανονικότητα. Αν το Lobster μιλούσε για τη βία των θεσμών στις διαπροσωπικές σχέσεις, το Songs from the Second Floor αποκαλύπτει τη βία ενός κόσμου όταν κανείς δεν πιστεύει πια σε τίποτα. Ένας ύμνος στην αποτυχία – ψυχρός, ποιητικός, με χιούμορ πιο κοντά στο δάκρυ παρά στο γέλιο.
______________________
Anomalisa (2015, Charlie Kaufman)

Στο “Anomalisa”, ο Μάικλ Στόουν είναι ένας επιτυχημένος συγγραφέας εγχειριδίων αυτοβοήθειας. Βρίσκεται στο Σινσινάτι για μια ομιλία, μένει σε ξενοδοχείο, παραγγέλνει φαγητό, μιλά στο τηλέφωνο – όπως ένας φυσιολογικός άνθρωπος. Ωστόσο, κάτι παράξενο συμβαίνει γύρω του: όλοι έχουν την ίδια φωνή. Άντρες, γυναίκες, ακόμη και ο γιος του. Μέχρι που ακούει τη Λίζα – μια γυναίκα με διαφορετική φωνή. Η φωνή της είναι ηχηρή, μοναδική και καταφέρνει να κερδίσει την προσοχή του. Η ταινία είναι γυρισμένη σε stop-motion animation, όμως ποτέ δεν μοιάζει “καρτουνίστικη”. Το αντίθετο: ο ρεαλισμός της είναι σχεδόν τρομακτικός. Το animation, με τη μικρή απόσταση από την ανθρώπινη όψη, δημιουργεί ένα παράδοξο: μοιάζει υπερβολικά αληθινό για να το εμπιστευτείς. Είναι ένα σχόλιο στην αδυναμία του ανθρώπου να δει τον Άλλο ως αυθύπαρκτη οντότητα, έξω από τη δική του προβολή.
Η σχέση του Μάικλ με τη Λίζα μοιάζει, αρχικά, με λύτρωση. Μια ρωγμή στο ομοιόμορφο πέπλο της πραγματικότητας. Εκείνη δεν είναι σαν τους άλλους – η φωνή της διαφέρει, γι’ αυτό και της δίνει το παρατσούκλι “Anomalisa”, σαν φυλαχτό για τη μοναδικότητά της. Μα η μαγεία δεν διαρκεί. Σύντομα, κι εκείνη αποκτά τη γνώριμη φωνή των υπολοίπων· το πρόσωπό της ξεθωριάζει μέσα στην ανία του κόσμου του. Η φαντασία του δεν μπορεί να προστατεύσει την πραγματικότητα. Η ιδιαιτερότητα εξομαλύνεται, και ο Μάικλ επιστρέφει αργά στην εσωτερική του εξορία. Η υποκειμενική του εμπειρία “κανονικοποιεί” το διαφορετικό, επιστρέφοντας στην εσωτερική του φυλακή. Ο έρωτας αποτυγχάνει, όχι επειδή η Λίζα δεν ήταν ξεχωριστή – αλλά επειδή ο Μάικλ δεν μπορεί να αντέξει τη συναισθηματική εγγύτητα. Όπως θα έλεγε ο Χάιντεγκερ, αυθεντικός είναι μονάχα εκείνος που έχει αντικρίσει τη μοναξιά και τη θνητότητά του. Ο Μάικλ, όμως, δεν επιθυμεί την ελευθερία – την τρέμει. Κι έτσι, καταδικάζεται στον κύκλο της επανάληψης: σε έναν κόσμο όπου όλοι έχουν την ίδια φωνή, επειδή εκείνος δεν μπορεί να ακούσει καμία.
______________________