Οι “Balloon Over Glasgow” γράφουν μουσικές για ταξίδια και αναμνήσεις!
Ξέρεις πόσο διαρκεί μια βόλτα με ένα αερόστατο, πάνω από την πόλη Γλασκώβης; Διαρκεί μιάμιση με δύο ώρες, όση ώρα δηλαδή ακούς το μεστό indιe folk ήχο των τραγουδιών τους σε κάποιο live.
Πως δημιουργήθηκαν οι Balloon Over Glasgow; Πότε ξεκινήσατε, πως γνωριστήκατε;
Είχα γράψει μερικά κομμάτια μόνο πριν από μιάμιση χρόνο περίπου και ήθελα, με κάποιον τρόπο, να τα βγάλω προς τα έξω. Είχε διαλυθεί η μπάντα που ήμουν προηγουμένως και τυχαία, μια μέρα πετυχαίνω την Κρύστα έξω, με προσκαλεί σε ένα πάρτι και συζητώντας στο πάρτι, για το αν παίζουμε κάπου αυτή την περίοδο, ήρθε στην κουβέντα πως θέλω να ξεκινήσω κάτι καινούριο και πως με ενδιέφερε να συνεργαστώ μαζί της. Μετά από ένα ακουστικό live που κάναμε λοιπόν, όντας επηρεασμένος από Damien Rice, της είπα πως θέλω να βρούμε κάποιον που παίζει τσέλο για να προστεθεί στην μπάντα. Κάπως έτσι, βρήκαμε τον Θάνο και έπειτα, τον Δημήτρη, τον drummer μας. Οπότε, έχοντας ένα σχήμα με τσέλο, κιθάρα, τύμπανα και φωνές, κάναμε τις πρώτες πρόβες και το πρώτο live στις 24 Ιουνίου, παίζοντας τρία δικά μου κομμάτια και κάποιες διασκευές. Τότε, δεν ονομαζόμασταν ακόμα “Balloon Over Glasgow”. Ωστόσο, υπήρχε η ανάγκη να βρούμε ένα όνομα για να το βάλουμε στην αφίσα. Έτσι, σε αυτό το πρώτο live, με αυτό τον πρώιμο σχηματισμό, ονομαζόμασταν “The no name project”, και θυμάμαι πως το είπαμε και στο live, πως είμαστε αυτοί που δεν έχουν όνομα. Διαμεσολαβεί το καλοκαίρι και επιστρέφοντας, ήθελα να προστεθεί στη μπάντα ένα κόντρα μπάσο. Ο μοναδικός μπασίστας που γνώριζα ήταν ο Μηνάς, με τον οποίο έχουμε μιλήσει δύο χρόνια πριν, αλλά δεν είχαμε συνεργαστεί. Του στέλνω τρία κομμάτια που είχα ηχογραφήσει σπίτι, πρόχειρα με κινητό, και ο Μηνάς μου είπε πως θα τον ενδιέφερε να ασχοληθεί με αυτό το project . Ξεκινάμε, πλέον, πρόβες, δουλεύοντας πάνω σε κομμάτια και καινούριες ιδέες. Δουλεύοντας πάνω σε νέα κομμάτια, δημιουργήθηκε η ανάγκη και για την ύπαρξη μιας ηλεκτρικής κιθάρας. Κάπως έτσι, έρχεται ο Νίκος. Σε πρώτη φάση, για να παίξει μόνο στα δύο κομμάτια που χρειαζόμασταν ηλεκτρική κιθάρα και εν τέλει, έπαιξε και στα 15 κομμάτια του live, όλα εκείνη τη στιγμή. Έτσι, μπαίνει και ο Νίκος στην μπάντα και γινόμαστε πλέον έξι. Βλέποντας την ταινία “Once” και όντας επηρεασμένοι από τους “Mumford And Sons”, θέλουμε να προσθέσουμε στο συγκρότημα ένα πιάνο και ένα μπάντζο. Η συμφοιτήτρια μου, η Μυρτώ, γνωρίζοντας ήδη τα τραγούδια μας, μπαίνει στην μπάντα και μας έδωσε πολύ ωραίες ιδέες. Κι έπειτα, ήρθε ο αδερφός του Μηνά, ο Γιάννης με το μπάντζο. Η τελευταία προσθήκη, η οποία μάλλον θα γίνει μετά το live για το «In Edit», είναι μια βιολίστρια. Δεν ήμασταν, εξ’ αρχής, μια παρέα που αποφάσισε να παίξει μουσική, αλλά προέκυψε αυτό μέσω της μουσικής. Μέσα από την μπάντα, γίναμε πολύ φίλοι, και αυτή η χημεία βγαίνει και στα τραγούδια που γράφουμε, αλλά και στα live.
[youtube id=”Sf2AGWcZUII” mode=”normal” autoplay=”no”]
Το όνομα του συγκροτήματος, πώς προέκυψε;
Αργήσαμε λίγο να βρούμε ένα άκρως αντιπροσωπευτικό όνομα. Όταν ψάχναμε ακόμα το όνομα, είχαμε τη φιλοσοφία πως δεν κάνει το όνομα την μπάντα, αλλά η μπάντα το όνομα. Συζητώντας με την Κρύστα, καταλήξαμε πως και στους δυο αρέσει πολύ η ιδέα του μπαλονιού. Ωστόσο, το «balloon», για όνομα του συγκροτήματος, δεν ήταν το κατάλληλο. Η μουσική που παίζουμε, είναι μουσική που θα ήθελες να ακούς στο αυτοκίνητό σου, όταν ταξιδεύεις, οπότε η ιδέα του μπαλονιού μετουσιώθηκε στην ιδέα για το αερόστατο. Η Γλασκώβη, από την άλλη πλευρά, είναι ένα ταξίδι το οποίο είχα προγραμματίσει να κάνω, αλλά τελικά δεν έγινε. Μετά από συζητήσεις με τα παιδιά, καταλήξαμε πως η Γλασκώβη είναι ένας προορισμός που όλοι θέλουμε να επισκεφτούμε, αν και το έχει κάνει μόνο ο Γιάννης. Έτσι, το “Balloon over Glasgow” είναι κάτι πολύ γενικό και πολύ ειδικό ταυτόχρονα. Ο καθένας μπορεί να το ερμηνεύσει με τις δικές του εικόνες .
Ποιες ήταν οι μουσικές επιρροές σας; Πόση ομοιομορφία επικρατεί σε αυτές, σε σχέση με τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας;
Είχαμε όλοι κοινές μουσικές επιρροές. Εκ των πραγμάτων, δεν γίνεται οκτώ άτομα να ακούν τελείως κοινές μουσικές. Ωστόσο, όλοι έχουμε κοινές αναφορές και γι’ αυτό το λόγο, συνεργαζόμαστε τόσο καλά. Μεγάλη επίδραση άσκησε σε εμένα ο Damien Rice, τον οποίο άρχισα να ακούω και να ψάχνω συστηματικά. Ακούγοντας τα τραγούδια του, συνειδητοποίησα πως κι εγώ αυτό θέλω να κάνω. Την αγάπη μου γι’ αυτόν, τη μεταδίδω και στους υπόλοιπους. Γενικά, ακούγοντας όλοι μαζί μουσικές, ο καθένας κρατούσε κάτι διαφορετικό. Καινούριες μουσικές, που ο καθένας εμπλούτιζε με τον δικό του τρόπο. Ακούγαμε, επίσης, πολύ Mumford And Sons, Easy bells και of Monsters and Men. Μέσα σε όλα αυτά, το κοινό στοιχείο ήταν το indie folk, επηρεασμένο από την country μουσική, με λίγο πιο σκληρό και βρώμικο ήχο.
Ποια είναι η διαδικασία που ακολουθείτε, για να γράψετε τα τραγούδια σας; Είναι μια συλλογική διαδικασία;
Κυρίως, ο Γιώργος γράφει. Ξεκινήσαμε με δικό του υλικό και στη συνέχεια, ασχολήθηκα κι εγώ με τους στίχους. Τα πάντα είναι ιδέες και όλα τα παιδιά βοηθούν “ενορχηστρωτικά”. Η λογική είναι ότι ξεκινάς με μια ιδέα, φτιάχνεις ένα μικρό πλάνο, ένα πλαίσιο στο μυαλό σου για το πώς θέλεις να γίνει και επειδή όλα τα παιδιά είναι πολύ καλοί μουσικοί, μπορούν να πραγματοποιηθούν όλα. Δεν υπάρχουν περιορισμοί.
[youtube id=”wk18OaRBlg0″ mode=”normal” autoplay=”no”]
Έχετε κάνει αρκετά live. Ποιο είναι αυτό το στοιχείο στα live, που σας αρέσει περισσότερο και τα καθιστά ξεχωριστά;
Στα live περνάμε φανταστικά. Η μεγάλη χαρά είναι όταν βλέπεις το κοινό να σε κοιτάει και να θέλει να ακούσει αυτό που παίζεις. Βλέπεις στα μάτια τους ότι περνάνε καλά και εκεί, η ευχαρίστηση γίνεται ακόμα μεγαλύτερη. Παίζουμε συνήθως 1,5 με 2 ώρες, τόσο διαρκεί αυτή η βόλτα πάνω από τη Γλασκώβη και μέσα σε αυτό το δίωρο, προσπαθούμε να δώσουμε με τους στίχους και τη μουσική, εικόνες και ιστορίες, με τις οποίες ο καθένας μπορεί να ταυτιστεί διαφορετικά. Ιστορίες, που εσύ έχεις δημιουργήσει. Όταν τις τραγουδάς, νιώθεις αληθινός και όταν ακούς το κοινό να τραγουδάει μαζί σου, αυτό γίνεται ακόμη πιο όμορφο.
Μιλήστε μας για το live που ετοιμάζετε στη Εφημερίδα, στο πλαίσιο του «In Edit Festival».
Στο συγκεκριμένο live, μάλλον θα παίξουμε και τρεις διασκευές, μαζί με τα δικά μας τραγούδια. Για πρώτη φορά, θα έχουμε και το μπάντζο μαζί μας και θα γίνει μια ακόμα παρουσίαση της δουλειάς μας και του δίσκου που πρόκειται να βγει.
Ποια είναι τα μελλοντικά σχέδια των “Balloon Over Glasgow”;
Έχουμε προγραμματίσει διάφορα live και επίσης, μέσα στο Πάσχα, θα ξεκινήσουμε να ηχογραφούμε μερικά κομμάτια. Αν όλα πάνε καλά μέχρι το καλοκαίρι, θα έχουμε το πρώτο μας album. Θα περιλαμβάνει 10 δικά μας τραγούδια, που έχουμε ήδη παίξει στο κοινό. Αν θεωρήσουμε πως οι δίσκοι είναι μικρές παρενθέσεις, ο πρώτος μας δίσκος θα κλείσει την πρώτη μας παρένθεση, παγιώνοντας και κατοχυρώνοντας το πρώτο υλικό, που πλέον χαρακτηρίζει και την μπάντα, κι έπειτα, νομίζω πως είμαστε έτοιμοι για τη συνέχεια.
Τέλος, ποιο είναι το αγαπημένο σας μουσικό ντοκιμαντέρ ή μουσική ταινία;
Αγαπημένη μας μουσική ταινία είναι αναμφισβήτητα το “Once”. Από μουσικά ντοκιμαντέρ, ξεχωρίζουμε το “Big Easy Express”, με τους Mumford And Sons. Πραγματικά, το βλέπεις και θέλεις κι εσύ να το κάνεις αυτό.
**Κυριακή 10 Απριλίου, το «In-Edit Festival Greece» πίνει απογευματινά κοκτέιλ στην Εφημερίδα SKG, ακούγοντας live τους “Balloon Over Glasgow” και χορεύοντας μπροστά από τη σκηνή.