Μπάμπη Μπατμανίδη, ποια είναι η σχέση σου με τις γυναίκες;
Φωτογραφίες: Γιάννης Τόμτσης
Φειδωλά κορμιά, που λικνίζονται με κάθε παράπονο που αφήνει το κλαρίνο. Λάτρεις της vintage αισθητικής, που αναστατώνονται με κάθε νεόφερτη avantgarde λινάτσα στην γκαρνταρόμπα τους. Μπεκρήδες της κακιάς ώρας, που παρακαλάνε για τζάμπα ξύδια στα μπαρ και τα μοτέλ της πόλης! Μετράνε χρόνια αποτυχίας και ετοιμάζονται να χάσουν το μέτρημα! Πίσω από την εμβληματική περιγραφή που εξιτάρει την περιέργεια και παρενοχλεί (κυριολεκτικά) τις αισθήσεις μας, κρύβονται σκληροτράχηλα λαρύγγια, που μας χαρίζουν μια αίσθηση απορίας! Είναι η “Babis Batmanidis Company” και μας υπόσχεται μια παράσταση, που θα αφήσει τον εγκέφαλό σας σκαλωμένο, να αναρωτιέται για το ταλέντο της και αυτή να συνεχίζει να κολυμπάει σαν “τη θεια στα ρηχά”. Επιδίωξή τους, να χαρίσουν μια εναλλακτική νότα στην παράσταση του Σταύρου Τσιώλη “Ας περιμένουν οι γυναίκες“. Στόχος τους, να προσφέρουν ένα “ηχοτρόπιο” ιδεών και ένα πάντρεμα μουσικών ειδών, με κάθε fun απόληξη. Αποτέλεσμα; Αυτό που περιμένουν οι γυναίκες! Το μόνο που μας υπόσχονται, είναι ότι θα βρίσκονται στην σκηνή του «WE», “αν δεν πέσει κανένας μετεωρίτης”, για να μην αφήνουν άλλο τα θηλυκά σε αναμονή. Enjoy them and pray for them!
Πότε επέλεξες ν’ ασχοληθείς με τη μουσική και γιατί;
Δεν το είχα σκοπό να ασχοληθώ με τη μουσική, ούτε και τώρα θεωρώ ότι ασχολούμαι. Αυτό είναι κάτι, με το οποίο έχει μπερδευτεί και ο κόσμος. Ευτυχώς, ασχολείται όλο το υπόλοιπο γκρουπ και σώζεται η κατάσταση. Ξεκινήσαμε το 2010, ως καθαρά “μνημονιακή” μπάντα. Από τότε που αρχίσαμε να μπαίνουμε στον ίσιο δρόμο σαν χώρα, ξεκινήσαμε κι εμείς να παρεκκλίνουμε μουσικά, ως άτομα και ως παρουσίες. Όσο υπογράφουμε μνημόνια, τόσο παίρνουμε το checkpointκαι ανανεώνουμε τα συμβόλαιά μας με τον κόσμο. Όπως ο Ρουσώ έκανε το κοινωνικό συμβόλαιο, έτσι κι εμείς κάνουμε το «κυνωνικό», ως σκύλοι που είμαστε. Εξάλλου, σκυλάδικα παίζουμε, με δίκαιο, όμως, τρόπο.
Γιατί πιστεύεις ότι έχει μπερδευτεί ο κόσμος; Δεν είσαστε μουσική μπάντα;
Εγώ δεν είμαι μουσικός, είμαι “στικάκι”. Όλη η υπόλοιπη μπάντα είναι μουσικάρες, όμως. Αυτό είναι που κάνει και τον κόσμο να απορεί και να λέει «Μεγάλε, καλό το καλαμπούρι, αλλά γιατί παίζουν όλοι τέλεια»; Είναι όλοι καταρτισμένοι, όλοι παίζουν με τους καλύτερους, όλοι έχουν καλύτερη φωνή από εμένα και περισσότερες μουσικές γνώσεις. Είμαι ο πιο “άμπαλος” εκεί μέσα. Αλλά εννοείται πως όλο αυτό, είναι προϊόν συνεργατικότητας. Μπορεί να τους δίνω εγώ κάποιες ιδέες και αυτοί μετά να τα ρετουσάρουν και να τα φτιάχνουν, σαν να πηγαίνεις στην κομμώτρια και σε βάζει σ’ εκείνη την κάσκα και σου κάνει την “μαλλάρα”, την ωραία.
Τί κρύβεται πίσω από τον «Μπάμπη Μπατμανίδη» και την ροπή του στις πιο εναλλακτικές και εκκεντρικές παραστάσεις;
Ψώνιο εννοείται, θράσος και ανάγκη να πιούμε κανένα τζάμπα ποτάκι. Με αφορμή το ότι «να είμαστε αυτοί που παίζουμε και δεν μας ξέρετε», παρακαλάμε λίγο, αλλά στο τέλος, πάντα τα καταφέρνουμε. Έχουμε υπερπηδήσει πολλά εμπόδια, σε μαγαζιά που δεν θέλανε να μας δούνε, γιατί τους βάζαμε μέσα με την κάβα. Ροπή; Ντροπή θα έλεγα πως είναι αυτό το πράγμα. Εναλλακτικό δεν ξέρω, ίσως τροφή για σκέψη για όλον τον κόσμο και κυρίως, ένα βήμα για την αυτογνωσία. Κάποιος που θα έρθει στο δικό μας live, θα αναλογιστεί και θα πει: «Τί πήγε στραβά και ήρθα ως εδώ, τί συνέβη στη ζωή μου»; Με αποτέλεσμα να ξεχνάει τι βλέπει, να στρέφεται προς τον εαυτό του κι εμείς να συνεχίζουμε να παίζουμε, να κουρδίζουμε, αυτός να μην καταλαβαίνει και στο τέλος, όταν συνέρχεται μέσα από αυτήν την εσωτερική κόλαση που βιώνει, σου λέει: «Δες, υπάρχουν και χειρότερα, καλά είμαι εγώ». Ένα ταξίδι στην αυτογνωσία, είναι το «Μπάμπης Μπατμανίδης Company».
Η εκκεντρικότητα είναι,όμως, κάτι που τραβάει τα βλέμματα. Είναι κάτι που το επιδίωξες, για να ανελκυθεί το «Μπάμπης Μπατμανίδης Company”;
Είμαι πλούσιος δηλαδή; «Εκκεντρικούς» χαρακτηρίζουν τους πλούσιους και τους φτωχούς καραγκιόζηδες. Υπάρχει ταξικός διαχωρισμός, στην έννοια του «φαίνεσθαι». Αυτό είναι ένα μήνυμα ότι παιδιά έχουμε οικονομήσει. Αν δείτε τίποτα, να συμμετέχουμε σε καμιά offshore, μην απορήσετε γι’ αυτό.
Σχετικά με τις διάφορες “ενδυμασίες” σας;
Απλά υπήρχαν πολλά ρούχα στα σπίτια όλων, από γονείς, ξαδέρφια, θειες, μάνες και θέλαμε να τα δειγματίσουμε. Είναι και της μόδας αυτό το vintage και όντας χρήστες και πελάτες των παζαριών, θέλαμε να αναδείξουμε την δικιά μας γκαρνταρόμπα. Έτσι, έτυχε κάποιες εμφανίσεις να είναι εξεζητημένες. Τώρα, βέβαια, έχουμε ένα πρόβλημα στο βεστιάριο και μας έχουν τελειώσει όλα τα ρούχα που είχαμε από σόγια, ξαδέρφια και φίλους, οπότε παιδιά κάνουμε έκκληση, αν κάποιος μπορεί, ας βοηθήσει μια μπάντα, να συνεχίσει να υπάρχει.
Ποια η σχέση σου με τις γυναίκες;
Αυτό ακριβώς που λέει ο Τσιώλης, στην ταινία του, δια μέσω του Μπακιρτζή. «Λέμε καμιά φορά Πάνο, τι φταίξαμε κι ο θεός έφτιαξε τις Γυναίκες. Αλλά σκέφτομαι: Γυναίκα μεν σε κατέστρεψε, αλλά γυναίκες σε σώσανε!»
Τις αγαπάμε τις γυναίκες, εμπνεόμαστε από αυτές, είναι σημείο αναφοράς για την ορχήστρα. Κατέχουμε τα πρωτεία της πιο φλώρικης μπάντας που υπάρχει. Όλοι είναι αγαπουλίνια, σχεσουλίνια, καρδουλίνια! Άκακα παιδιά, άφοβοι, οικογενειάρχες. Παιδιά έχουμε, γι’ αυτά παίζουμε. Πρέπει να τα θρέψουμε! Οι γυναίκες σου δίνουν εφόδια, για να προχωρήσεις στη ζωή. Έχουν πολλά πράγματα, που αν τα μελετήσεις, θα ανταπεξέλθεις και θα βοηθηθείς. Είμαστε μια μπάντα, που δε διστάζει να βγάζει από μέσα της το γυναικείο της ταπεραμέντο, ανά πάσα στιγμή. Όταν βλέπεις, ας πούμε, τα λυγερόκορμα κορμιά, τα δικά μας, τα μαντραχαλέικα, να κινούνται με τέτοια χάρη, όσο να’ ναι, αναρωτιέσαι: «Πώς τα κάνει»;
Πώς προέκυψε η συμμετοχή σου στην παράσταση «Ας περιμένουν οι γυναίκες» και σε τι μπορείς να ταυτιστείς μαζί της;
Το «Ας περιμένουν οι γυναίκες», είναι μια ταινία μύθος, ένα σημείο αναφοράς για όλους μας. Είναι ένα εγχειρίδιο ζωής, κατά κάποιον τρόπο, καθώς το κυρίαρχο στοιχείο της είναι ότι σε απαλλάσσει από περιττές καταστάσεις. Χρησιμοποιείς ατάκες της ταινίας και δεν χρειάζεται να πεις τίποτα παραπάνω, οπότε τα λόγια περισσεύουν. Ακόμα κι αν κάποιος δεν την έχει δει την ταινία, χρησιμοποιώντας κάποιες ατάκες της, που εσύ τις πετάς τελείως αυτιστικά, κάνεις τον άλλον να γνέψει το κεφάλι συγκαταβατικά και να αναρωτηθεί: «Τι είπες πάλι ρε μεγάλε»;
Ο λυρικός ρεαλισμός του Τσιώλη, η αποτύπωση κομματιών της ελληνικής κοινωνίας,τον κάνει στις μέρες μας, όπως λένε και τα καλοκαίρια για τον Αριστοφάνη, πιο επίκαιρο από ποτέ.
Στις ταινίες του Τσιώλη, μπορείς να δεις στοιχεία προφητικής επικαιρότητας και σας παραπέμπω ξεκάθαρα στο σημείο, για τον «Ευρωπαϊκό Βορρά», στον «Χουρσίτ Πασά» και θα καταλάβετε τι εννοώ, γιατί αποτυπώνουν την κοινωνία σε συγκεκριμένες φάσεις της, πολύ συνολικά και προφητικά.
Το «Ας περιμένουν οι γυναίκες» και το γκελ, που έχει κάνει παραπάνω στον κόσμο, είναι το ότι χρησιμοποιεί μια πολιτική κατάσταση, μια αφήγηση δεκαετιών πριν, που ακόμα και πιτσιρικάς να είσαι, λαμβάνεις μια ιστορική καταγραφή του τι συνέβη και «φτάσαμε εδώ που φτάσαμε». Έτσι και η προσωπική ταύτιση, έγκειται στο γεγονός ότι η ταινία σου παρέχει όλα τα εφόδια και τα εργαλεία να περιγράψεις και τη δικιά σου ζωή και τις καταστάσεις γύρω σου, λακωνικά, πριν έρθουν οι αγριοκαλλιεργητές να μας τα πουν!
Όσον αφορά για την «επιμέρους ενασχόληση» μας με αυτήν, είναι απόρροια της τεράστιας αγάπης για τις εικόνες και κυρίως, για την γοητευτική μουσική που έχει σε πολλές ταινίες του ο Τσιώλης, ο οποίος χρησιμοποιεί τα συγκεκριμένα μοτίβα, μια λαϊκή αφήγηση, ένα ειλικρινές περιβάλλον στην ύπαιθρο και σαν σκηνικό, κυρίως την Πελοπόννησο. Αυτή είναι η μοναδική ταινία του, που ανέβηκε προς τον Βορρά. Στην ύστερη εποχή του, πάντα είχε μέσα στις ταινίες του το λαϊκό τραγούδι που για πολλούς ήταν περιθωριοποιημένο, το λεγόμενο «σκυλάδικο», λαϊκούς μουσικούς και ορχήστρες, κάτι το οποίο, σε συνάρτηση με το πώς όλο αυτό έδενε στα πλαίσια της αφήγησης,το έκανε ακόμη πιο θελκτικό. Παράλληλα, εμείς θέλαμε να ασχοληθούμε με τα κομμάτια που, ούτως ή άλλως, μας αρέσουν πολύ. Ήταν μια αφορμή να καταπιαστούμε και να παίξουμε τραγούδια, που τα γουστάρουμε.
Ποια η σχέση σου με την πολιτική, ποια με τον έρωτα και τι σου προκάλεσε το ενδιαφέρον για να αναλάβεις τη μουσική υπόκρουση της παράστασης;
Ο έρωτας έχει μέσα του ό,τι ακριβώς διέπει και την πολιτική. Δηλαδή “ταξικότητα”, διαχωρισμούς, σχέσεις εξουσίας, συγκρούσεις, συμπλεύσεις, “τριολέ”, ένα νέο φαινόμενο στην πολιτική σκηνή και μια νέα τάση και στις ερωτικές επαφές. Άλλωστε, μέχρι τρεις, είναι σχέση. Έχει παντρέματα, συνοικέσια, ό,τι ακριβώς και στην πολιτική. Πολλές φορές, ο έρωτας μπορεί να είναι και πολιτική πράξη, να έχει να δώσει ένα μήνυμα. Η ταινία αφηγείται μια ερωτική ιστορία, με βάση ένα κοινωνικό και ένα πολιτικό backgroundή και το αντίθετο. Τα όρια είναι αμφίδρομα. Στην πραγματικότητα, αφηγείται τις σχέσεις των ανθρώπων, τις παρορμήσεις, το πώς ένας άνθρωπος μπορεί να «μπλέξει» και να παρασυρθεί. Οι σχέσεις είναι πολύ άμεσες και αυτό είναι που σε κάνει να ταυτιστείς με την ταινία, αν φυσικά τη δεις καθαρά, από ένα πρίσμα απενοχοποιημένο, γιατί δυστυχώς, βλέπουμε πολλά πράγματα φορτισμένα, αναλόγως με το τι θα μας πούν, πώς θα το περιγράψουν, το hipe, ή το οτιδήποτε. Aς μην ξεχνάμε ότι ο Τσιώλης, για πάρα πολλά χρόνια, ήταν «ενταγμένος» σε έναν πιο αφανή κύκλο δημιουργών. Βέβαια, μιλάμε και για τον άνθρωπο που έχει κάνει μια από τις μεγαλύτερες εμπορικές επιτυχίες, σε επίπεδο εισιτηρίων, στον ελληνικό κινηματογράφο αν δεν κάνω λάθος, κοντά στα 700.000, και με προβολή σε 36 χώρες, παγκόσμια.
Ένα πολιτικό λάθος και ένα πολιτικό κατόρθωμα.
Εγώ δε βρίσκω κανένα πολιτικό λάθος. Είμαι πολύ χαρούμενος με τα όσα συμβαίνουν, μας δίνουν δουλίτσα. Όχι, όχι, είμαστε πολύ ικανοποιημένοι και χαρούμενοι, είναι μια κατάσταση που λειτουργεί ρολόι, ώστε να ρέει η καλλιτεχνική παραγωγή. Ευχόμαστε να συνεχίσουν έτσι τα πράγματα. Άλλωστε, από την πολιτική ζωή της χώρας, εξαρτάται η δική μας παρουσία. Γι’ αυτό και είμαστε μια μνημονιακή μπάντα. Ξεκινήσαμε μέσα σε μια συγκεκριμένη ιστορική και κοινωνικοπολιτική κατάσταση. Οπότε, κανένα λάθος. Παιδιά συνεχίστε!
Πώς είναι να είσαι καλλιτέχνης στην Ελλάδα, σήμερα;
Ρώτα έναν καλλιτέχνη! Κάτσε να σκεφτώ κανέναν φίλο μου καλλιτέχνη. Ξυπνάνε αργά! Εγώ δεν είμαι καλλιτέχνης, γιατί ξυπνάω από τις πέντε το πρωί. Αποτύχαμε και σε αυτό. Οι καλλιτέχνες, όπως λέει και στο «Φτάσαμε» ο Τσιώλης, κοιμούνται ό,τι ώρα θέλουν, ξυπνούν ό,τι ώρα θέλουν και βγάζουν στιχάκια. Αυτή είναι η κατάσταση.
Σε τι αναφέρεται αυτό που κάνεις και που απευθύνεται;
Είναι μια αφορμή να περάσουμε καλά, να μαζευτούμε και να γουστάρουμε. Αν έστω και ένας άνθρωπος, βρίσκει κάτι και του αρέσει και περνάει καλά (και αυτό φαίνεται), μας γεμίζει πολλή χαρά. Είναι ξεκάθαρα μια αφορμή για ξύδια, καλή παρέα και για να παίξουμε τη μουσική που δεν μπορούμε να την ακούσουμε έξω. Παίζουμε αυτό που δεν μπορούμε να ακούσουμε στα μαγαζιά. Δεν τα λένε, δεν τα γράφουν, δεν τα παίζουν και αναγκαζόμαστε να το κάνουμε εμείς.
Τι σχέση έχεις εσύ, με τον αθλητισμό και κάνεις και για χάρη του ραδιόφωνο;
Ξεκάθαρα, αθλητικός τύπος! Ευτυχώς που η συνέντευξη είναι γραπτή και ο κόσμος μπορεί να παραμυθιαστεί. Είστε και δημοσιογράφοι, πες τε και κανένα ψέμα. Χρόνια ασχολούμαι με τον αθλητισμό, (δεν έχω αθληθεί ποτέ), το όνειρο μου ήταν μια ζωή να βλέπω. Όλα τα παιδάκια έλεγαν: «Μπαμπά, γράψε με να παίζω μπάλα». Εγώ, από μικρός, έλεγα στον πατέρα μου να με γράψει στα παιδάκια που δίνουν την μπάλα, κάθονται γύρω γύρω, αράζουν, πετάνε και κάνα “μπινελίκι” στον ποδοσφαιριστή, αυτά! Η σχέση μου είναι πολύ δυναμική: «καφές, τσιγάρο, σπόρι». Είναι μια σχέση που μετά από χρόνια, θα την καταλάβει ο κόσμος, όπως την ευεξία και το αδυνάτισμα που προσφέρει ο αθλητισμός. Τυχαίνει να κάνουμεκαι αθλητικό ραδιόφωνο, στο Libero 107.4, μια εκπομπή που σχεδόν ποτέ, δε λέει για αθλητικά. Κυρίως, αφορά γυναικεία θέματα. Μιλάμε για τη γυναίκα. Είναι το ισοδύναμο του Cosmopolitan, σε ένα «αντρικό» ραδιόφωνο. Αγαπάμε τις γυναίκες, επηρεαζόμαστε και θεωρούμε τα θέματα γυναικείας ψυχοσύνθεσης και ιδιοσυγκρασίας, πολύ πιο ενδιαφέροντα. Οι άντρες «α ου α ου» τελείωσε. Με τη γυναίκα, αναλύεις και μαθαίνεις μετά και τακτικές που θα ακολουθήσεις και θα σε βοηθήσουν και αργότερα. Αν είσαι, ας πούμε, coach, θα παίξεις ένα «τέσσερα – τέσσερα – δύο», θα καταλάβεις μια γυναίκα πώς θα σε μαρκάρει, πώς θα σε αποπλανήσει , θα σε εκτρέψει, θα σε αναχαιτίσει. Το “τζαρτζάρισμα”και όλα αυτά είναι έννοιες που υπάρχουν και στις σχέσεις με τις γυναίκες και στις σχέσεις με τον πολιτισμό. Και ο έρωτας, άλλωστε, είναι ένα μεγάλο σπόρ.
Ένα αγαπημένο μέρος στη Θεσσαλονίκη.
Τα μπαρ των φίλων που μας κερνάνε. Επίσης, ο Βαρδάρης είναι ένα σημείο αναφοράς (και ανηφόρας) για μένα, ιδίως τις μεσημεριανές ώρες. Εκεί που κάνεις κανένα μισάωρο να ξεμπερδέψεις, οπότε σου δίνεται περιθώριο για πολλά δημιουργικά πράγματα και φιλοσοφίες “ΟΑΣΘμαίνωντας”. Σε τέτοιες συνθήκες, έχω συλλάβει τα περισσότερα κομμάτια μου. Η μουσική η δική μου είναι γενικά, προϊόν βαρεμάρας. Για να έχουμε βγάλει τόσα τραγούδια και να υπάρχει τέτοια δραστηριότητα, σημαίνει ότι δεν υπάρχει ζωή! Γιατί αν έχεις να κάνεις κάτι άλλο, να βγεις, να πας βόλτα, να τσιλιμπουρδίσεις, δεν γράφεις τραγούδια, ούτε βγαίνει από κάποια εσωτερική ανάγκη για έκφραση… βγαίνει από σούπερ βαρεμάρα! Οπότε, κατεβαίνοντας κατά τις 12, με λεωφορείο από το Βαρδάρη, σου βγαίνουν τα πιο μεγάλα πονήματα και ψυχολογικά προβλήματα.
Πώς χωράει σε μια τόσο μικρή πόλη, ένα τόσο μεγάλο ταλέντο;
Σ’ ευχαριστώ για την ερώτηση, αλλά μάλλον δεν μας έχει δει live και δεν απευθύνεται σε μένα. Αν αναφέρεσαι στον όγκο και το εκτόπισμα που έχω, είναι προϊόν έντονης δραστηριότητας, στο χώρο της ταχυφαγίας. Και όχι και μικρή πόλη η Θεσσαλονίκη. Είμαστε εκατομμύρια. Ο καλός φίλος και συνεργάτης GeoKof, κάνει χάρτες και βάζει την πόλη μας, πάνω στην Αθήνα. Στεναχωριέται λίγο, αλλά μετά την ανοίγει, πιάνει Λαγκαδάδες, Β’ Θεσσαλονίκες, για να την φτάσουμε. Μέσα μας, η Θεσσαλονίκη είναι τεράστια. Όπως όλοι θεωρούμε ότι οι ομάδες μας είναι οι μεγαλύτερες του πλανήτη, έτσι και η Θεσσαλονίκη. Με όλα αυτά που έχουμε βιώσει αυτά τα χρόνια, πιστεύω ότι θα έπρεπε να είναι έκθεμα για τους Ευρωπαίους, «Ελάτε και δείτε εδώ τη ψυχεδέλεια», μια αστική Disneyland.
Που θα σε βρούμε στο μέλλον;
Τσιμεντομένο στην παραλία, στον πάτο του Θερμαϊκού, από αγανακτισμένο κόσμο που θα πάρει τη ζωή στα χέρια του και θα πει: «Φτάνει ρε αγόρι μου, μην το κάνεις άλλο αυτό»! Διαφορετικά, στο ίδιο τραπέζι, να δίνουμε συνεντεύξεις.
Τι «περιμένουν τελικά οι γυναίκες»;
Εννοείται πως δεν ξέρουν! Δεν θα απαντηθεί ποτέ αυτό. Αν δίναμε απαντήσεις,όμως, δε θα είχε νόημα και η ζωή. Τι να ήταν όλα ξεκάθαρα, απλά, χωρίς ίντριγκες, να μην υπάρχουν προσδοκίες και να υπάρχει μια ήπια μετάβαση; Βαρετό! Αν δεν υπάρχει βάσανο, τι θα γίνουμε κι εμείς, που ερμηνεύουμε τα γεγονότα; Κλέφτες; Αυτό που περίμεναν οι γυναίκες, θα υλοποιηθεί την Πέμπτη στο «WE», αν δεν πέσει κανένας μετεωρίτης!
“Ας Περιμένουν οι Γυναίκες”
Πέμπτη 14 Απριλίου
Πολυχώρος Αθλητισμού και Πολιτισμού WE
Λεωφόρος 3ης Σεπτεμβρίου & Γρ. Λαμπράκη, Θεσσαλονίκη