Μάκης Παπαδημητράτος: “Η πραγματικότητα είναι περισσότερο διεφθαρμένη από τις ταινίες μου”
Κείμενο: Δήμητρα Σαμσάκη | Φωτογραφίες: Ιωάννα Χατζηανδρέου
Περιθωριοποιημένοι ήρωες, κωμικοτραγικά φιλτραρίσματα, μια αποσαθρωμένη κοινωνία και η ωμή αποτύπωση της κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας. Αυτός είναι ο σκελετός που κατατρύχει τις ταινίες του. Μια πραγματικότητα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Μια πραγματικότητα όπου η διαφθορά μετατρέπεται σε επιβίωση, η εξουσία είναι για τους λίγους και οι σκοροφαγωμένες αξίες, δεν έχουν κανένα απολύτως νόημα. Δεν σου κρύβει νοήματα και υποτιθέμενα ηθικοντυμένα δάχτυλα που κουνιούνται διδακτικά. Στα φέρνει στην οθόνη. Έτσι άνυδρα, ωμά και ρεαλιστικά, όπως ακριβώς είναι. Ό,τι είδες στον Τσίου και στους Κλέφτες, είναι μόνο μερικά από τα ευκολοχώνευτα τεκταινόμενα και μια ιδέα από τα δόντια του συστήματος.
Ναρκωτικά, πόρνες, σκοτάδι και εξουσία μέσα από ένα κωμικοτραγικό φιλτράρισμα φροντίζουν να είναι τα στοιχεία που συνθέτουν το φιλμικό background σου. Είναι η δική σου οπτική για μια αποποινικοποίηση ίσως της διεφθαρμένης πραγματικότητας ή στοχεύουν απλά σε μια ρεαλιστική αποτύπωση των πραγμάτων;
Το γιατί επιλέγω περιθωριακούς ήρωες δεν το ξέρω, μάλλον μου αρέσουν. Δεν το έκανα μόνο στις ταινίες μου, το κάνω και σήμερα που γράφω θεατρικά μονόπρακτα. Οι συνθήκες που τους βάζω να ζήσουν αυτοί οι ήρωες είναι και οι εμμονές μου.
Η πραγματικότητα είναι περισσότερο διεφθαρμένη από τις ταινίες μου, είναι καθεστώς αναμφισβήτητο και δεν έχει ανάγκη αποποινικοποίησης από μια ταινία που θα παιχτεί σε μία αίθουσα για μια εβδομάδα. Ο στόχος μου μόνο αυτό δεν ήταν, να “καθαρίσω” την βρωμιά. Θέλω να δείχνω τα πράγματα όπως είναι ή πως θα μπορούσαν να είναι, αλλά σε ρεαλιστικό πλαίσιο στις δεδομένες συνθήκες. Από την άλλη, ούτε ο απόλυτος ρεαλισμός μου αρέσει. Στον «Τσίου…» είχε γκροτέσκ στοιχεία, όπως και στους «Κλέφτες», μόνο που δεν είναι κωμικά, πάντα σχεδόν ρεαλιστικά ή σε κάποιες στιγμές στα όρια του “ντοκιμαντέρ”.
«Και εγώ δεν είμαι ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου, σαν και εσένα είμαι και εγώ». Που ρίπτονται ευθύνες και σε ποιες κοινωνικοπολιτικές κατηγορίες φροντίζουν να στοχεύουν οι ταινίες σου;
Στους πολλούς. Σε αυτούς που θεωρητικά μπορούν να αλλάξουν μία κατάσταση που είναι εις βάρος τους, αν οργανωθούν. Φταίμε οι ίδιοι για τα δεινά μας. Προσπαθείς να πεις αυτό, να γίνει κοινή συνείδηση και μετά ανάγκη για να δοθεί λύση. Αλλιώς δεν έχει νόημα. Να απευθυνθείς στους λίγους και να τους πεις “Λυπηθείτε μας που είμαστε τόσο ανόητοι που σας υπηρετούμε”; Ποιος αφέντης λυπάται τον δούλο του; Στην τελική, αυτοί την δουλειά τους κάνουν, εμείς δεν κάνουμε την δική μας και κάνουμε την δική τους. Ε, σε εμάς θα απευθυνθώ λοιπόν.
Απουσία ηθικού διδάγματος, έλλειψη συγκεκριμένου μηνύματος, αδιαφορία μετα-νοήματος… Γίνεται επιτηδευμένα; Και αν ναι, πώς λειτουργεί (ή ποια η αιτία που συντελείται αυτός ο τρόπος αποτύπωσης ) αυτό για την τέχνη σου και την προσωπική ματιά σου;
Μου αρέσει να γεννάω συναισθήματα στις ταινίες μου και να παίζω με το μυαλό του θεατή ως προς το τι θα σκεφτεί ή τι θα περιμένει μέσα στην ταινία. Να την ζήσει έντονα και να ταυτιστεί. Να ταξιδέψει στον κόσμο της. Να γελάσει, να αγχωθεί, να την ζήσει. Αν το πετύχω, θα επικοινωνήσουμε σε άλλο επίπεδο, θα δει τι θέλω να πω και γιατί το λέω, θα δει τις θέσεις μου, ξέρει τις δικές του και θα γίνει μια συζήτηση μέσα στο κεφάλι του μαζί μου. Πολλές φορές μου έχει τύχει να την κάνω αυτή την συζήτηση με κάποιους που είδαν την ταινία κάποτε και συναντηθήκαμε, κάπου τυχαία. Αν ταίριαζαν οι συνθήκες για να μιλήσουμε, ήμουν τυχερός και άκουγα τα συμπεράσματά τους και τις σκέψεις του, η κουβέντα μας όμως και η επαφή μας δεν ξεκινούσε εκείνη την στιγμή, ούτε από το μηδέν. Ένοιωθαν πως με γνώριζαν από τότε και με ένα περίεργο τρόπο, κι εγώ το ίδιο.
Σκηνοθέτης, σεναριογράφος και ταυτόχρονα ηθοποιός. Μπορούν να συνυπάρξουν όλοι οι ρόλοι σε ένα θεμιτό και εξίσου αποτελεσματικό επίπεδο; Πώς είναι να είσαι ταυτόχρονα μπροστά και πίσω από τις κάμερες και τι απολαμβάνεις περισσότερο;
Αν ήξερα να γράφω μουσική, θα έγραφα για τις ταινίες μου. Και αν δεν έπαιζα, θα κρατούσα και την κάμερα. Μετά τα γυρίσματα, στο μοντάζ, είμαι συνέχεια εκεί. Γενικά, θέλω να είμαι παντού, όπως και στο κομμάτι της παραγωγής. Γενικά, δεν μπορώ αν δεν ασχοληθώ με τα πάντα. Έτσι πρέπει να γίνεται νομίζω. Τουλάχιστον για τις ταινίες μου, που είναι μόνο δύο. Αν έπρεπε να είχα κάνει δέκα, σίγουρα δεν θα γινόταν. Θα ήθελε ρόλους μοιρασμένους για γρήγορο αποτέλεσμα. Το ότι γράφω το σενάριο δεν εμποδίζει, (αντίθετα βοηθάει πολύ) όσο το να παίζω και να σκηνοθετώ συγχρόνως. Δεν είναι εύκολο και δεν ξέρω πόσο το έχω καταφέρει, κρίνομαι κάθε φορά. Στις ταινίες μου δεν είχα την πολυτέλεια της απόλαυσης γιατί ήμουν πολύ πιεσμένος. Σε άλλες ταινίες όμως που παίζω σαν ηθοποιός το απολαμβάνω πραγματικά, αποδίδω και περνάω όμορφα. Αυτό που είναι εντυπωσιακό και το είδα αφού γύρισα τις ταινίες είναι, πως αν έχεις παίξει στην ταινία σου, ο κόσμος σε αναγνωρίζει και σου μιλάει για την ταινία. Εύκολα θα νιώσεις τι κατάλαβε από το έργο σου.
Θα μπορούσαν οι ταινίες σου να ενταχθούν στο Greek Weird Wave; Είναι κάτι που θα σε ενδιέφερε ή προτιμάς την ιδιαιτερότητά τους και την μοναδικότητά τους σαν αυτόνομες παραγωγές και έξω από κατηγορίες και κινήματα;
Αυτή η τάση είναι μεταγενέστερη των ταινιών μου. Δεν έχουν καμία σχέση ούτε στο περιεχόμενο, αλλά ούτε και στην φόρμα αυτής της τάσης και δεν θα με ενδιέφερε να ενταχτώ σε κάτι που δεν έχω σχέση. Τα έργα μου μοιάζουν περισσότερο με ταινίες κάποιων Ελλήνων δημιουργών, στο τέλος της δεκαετίας το 1990 μέχρι και το 2007 θα έλεγα. Φυσικά, με το προσωπικό μου ύφος όπως όλοι τους.
Θα ήθελα να βρω χρήματα να γυρίσω ταινία, αλλά κάνοντας το σινεμά που θέλω. Αλλιώς μιλάμε για ετεροκαθορισμό στην δημιουργία και είναι γελοίο αυτό το πράγμα.
Όταν γυρίστηκε ο «Τσίου…».
Ήταν η “χρυσή περίοδος” της Ελλάδας. Ένας χρόνος μετά την Ολυμπιάδα. Αν και τότε υπήρχαν πολύ περισσότερα χρήματα από ότι υπάρχουν σήμερα, εμείς που την γυρίσαμε δεν είχαμε. Εγώ ήμουν ηθοποιός, με μικρή εμπειρία πίσω από την κάμερα και σαν σκηνοθέτης είχα κάνει μόνο μια μικρού μήκους και αυτή αποκηρυγμένη. Ο σκηνοθέτης και παραγωγός μου Δημήτρης Μακρής με βοήθησε καταλυτικά σε πολλούς τομείς. Βέβαια, μου επέβαλε λόγω συνθηκών να την γυρίσω μέσα δυο εβδομάδες. Τα γυρίσματα ήταν εύκολα μεν, αλλά πολλοί χώροι και πολλές σκηνές, δε. Κάμερα βρήκα από ένα γνωστό μου, που του έδωσα το σπίτι μου για δυο εβδομάδες για να γυρίσει την δική του ταινία. Όλοι σχεδόν που έπαιξαν και βοήθησαν ήταν φίλοι ή συμμαθητές από την δραματική. Υπήρχε ταλέντο και πάθος σε αυτή την ομάδα και μπόρεσε να φτιάξει μια ταινία με ελάχιστα μέσα. Με τις συνθήκες που γυρίστηκε την λες συμπαθητική ταινία, με τα ελαττώματα της και τα προτερήματά της. Ο “Τσίου…” ανήκει στον κόσμο πια, τον έκανε δικό του. Πολλοί που συναντώ έξω και μιλάμε, θυμούνται περισσότερες ατάκες της ταινίας από εμένα
Όταν ήρθαν οι «Κλέφτες»…
Ήμουν λίγο πιο έμπειρος, ζούσα από τα χρήματα των βραβείων του Τσίου και έτσι μπορούσα και δούλευα για μήνες καθημερινά για την ταινία, με την στήριξη από μεγάλη εταιρία επεξεργασίας εικόνας και παραγωγής (Graal), με καλύτερα μέσα, πληρωμένοι όλοι (όχι όσο άξιζαν), μεγαλύτερη ομάδα, αλλά με πολύ δύσκολες συνθήκες γυρισμάτων. Είκοσι δύο μέρες για την ακρίβεια, με σχεδόν μόνο νυχτερινά στην σειρά. Με ακριβούς χώρους, που δεν μπορούσα να έχω για πολλές μέρες και ηθοποιoύς που έπαιζαν πολλές συνεχόμενα δύσκολες σκηνές, μέχρι να κλείνει η φωνή τους. Το συνεργείο και οι ηθοποιοί είχαν κουραστεί από το πρόγραμμα και τον καύσωνα της εποχής, αλλά πίστευαν την ταινία και πολεμούσαν. Πολύ δύσκολη ταινία σαν σκηνοθέτης, αλλά και σαν ηθοποιός παράλληλα. Γενικά τους Κλέφτες τους έζησα στα κόκκινα. Έτρεχα να προλάβω το δύσκολο πρόγραμμα της. Μετά το τελευταίο γύρισμα, έπρεπε να ξεκινήσω την επόμενη μέρα το μοντάζ μέχρι τέλους, για να προλάβουμε το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Ήταν για μένα ένα πολύ έντονο και σύντομο διάστημα από την πρώτη κλακέτα μέχρι την κόπια. Βγήκε με πολύ κούραση και πολύ δύσκολες συνθήκες αυτή ταινία. Οι «Κλέφτες» δεν έγινα viral όπως ο «Τσίου…» . Με πιο αργούς ρυθμούς, φτάνει στον κόσμο που την βλέπει και την εκτιμά χρόνια αφού γυρίστηκε.
Είναι τελικά το budget καταλυτικός παράγοντας για μια καλή δουλειά; Ποιοι παράγοντες οφείλουν να συντελούν ώστε μια ταινία να αποβεί «καλή»;
Το ότι υπάρχουν εξαιρέσεις δεν σημαίνει πως δεν υπάρχει κανόνας. Φυσικά και χρειάζονται χρήματα για να γίνει μια ταινία. Από αυτό όμως, μέχρι τις υπερβολές, προκειμένου να εκτοπιστούν όλοι οι μικροί παραγωγοί-δημιουργοί σε μονοπωλιακού τύπου κινηματογράφο απέχει πολύ. Το σινεμά κοστίζει γιατί απαιτεί εργασία πολλών ανθρώπων και χρήση πολλών μηχανημάτων για μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλά όταν παράγεται ένα έργο τέχνης πρέπει να υπολογίζονται και οι κοινωνικές συνθήκες. Όταν ο κόσμος γύρω σου πεινάει, οφείλεις να δημιουργείς με τα ελάχιστα, αλλιώς δεν κάνεις τέχνη, αλλά στηρίζεις μια βιομηχανία σε βάρος της κοινωνίας.
Για να αφορά μια ταινία το ευρύ κοινό, υποχρεούται και να εμπεριέχει πολιτική θέση, σχόλιο και ερωτήματα;
Όταν προβάλλονται τέτοιες ταινίες ο κόσμος τις βλέπει, μιας και τέτοιες ταινίες γυρίζονται σπάνια. Σαν να απαγορεύονται θα έλεγα. Κυριαρχεί η αμφισημία, η αλληγορία, και ο στόχος για χαπι εντ και λύτρωση, ειδικά στις “πολιτικές” ταινίες.
Ο ελληνικός κινηματογράφος σήμερα. Σε τι πάσχει, σε τι κατάσταση θεωρείς πως βρίσκεται και τι χρειάζεται για να σπάσει τα σύνορα και να ανταγωνιστεί την διεθνή αγορά;
Αυτά καλύτερα να τα πει κάποιος παραγωγός με ειδικές γνώσεις. Μέσα από κάποιες σκόρπιες σκέψεις πάντως, νομίζω πως πριν κοιτάξουμε έξω πρέπει να ξεκινήσουμε από μέσα, που θεωρητικά είναι και ευκολότερο. Αν το σινεμά που κάνουμε δεν αφορά τους Έλληνες, μάλλον δεν θα αφορά κανέναν άλλο λαό. Αυτό δεν είναι απόλυτο βέβαια, αλλά γενικά το πιστεύω. Το σινεμά θα γεμίσει ξανά κόσμο, (αν ξαναγίνει αυτό γιατί η τάση του κόσμου είναι στις ιδιωτικές προβολές σειρών στον καναπέ του σπιτιού του) με Ελληνικές ταινίες που τον αφορούν (και με αρκετά μειωμένο το εισιτήριο από την σημερινή του τιμή). Ο κόσμος πρέπει να γεμίσει τις αίθουσες που παίζουν Ελληνικές ταινίες και οι ξένες που θα παίζονται να είναι οι πραγματικά καλές και όχι αυτές που επιβάλλουν τα στούντιο και οι μεγάλες εταιρίες. Έτσι θα γίνονται παραγωγές και αν γίνονται παραγωγές, θα ξεχωρίσουν και κάποιες που θα έχουν φυγόκεντρη δυναμική. Πράγμα που δεν θα μπορούσε να γίνει εύκολα, μιας και το σινεμά είναι βιομηχανία και ακολουθεί πολιτικές που συμφέρουν κάποιους εκτός της χώρας, που επιβάλλουν και τις συνθήκες, όπως άλλωστε σε όλα τα άλλα πεδία κέρδους στο υπάρχων οικονομικό σύστημα.
Ίσως χάθηκε και ένα μομέντουμ. Όταν όλος ο πλανήτης ήταν στραμμένος στην Ελλάδα, έπρεπε να κάναμε ανεξάρτητο πολιτικό σινεμά, που να μιλάει στις ψυχές των ανθρώπων. Θα ήταν μια πρώτη δίοδος επικοινωνίας σε άλλο επίπεδο και έπειτα, θα άνοιγε ευκολότερα ο δρόμος και για άλλες ταινίες. Χωρίς πάντα να ξεχνάμε πως είμαστε μικρή σε πληθυσμό χώρα, υποτελή σε άλλες μεγαλύτερες.
Τι είναι τέχνη το 2016 και πώς θα «έπρεπε» να την προσεγγίζει ένας καλλιτέχνης, δεδομένης της οικονομικής, κοινωνικής συγκυρίας;
Ψυχοθεραπεία θα έλεγα. Οι άνθρωποι που ζουν σήμερα είναι πιεσμένοι όσο ποτέ. Όταν έχουν την δυνατότητα θα προσφύγουν σε αυτήν, την έχουν ανάγκη και είναι λογικό. Η τέχνη σήμερα οφείλει να είναι αιχμηρή και ανατρεπτική. Να σοκάρει και να ξεβολεύει τον θεατή αν χρειάζεται και να αποδομεί κυρίαρχα πρότυπα και φυσικά με ξεκάθαρη πολιτική θέση.
Σήμερα υπάρχει δυνατότητα για άνθηση σε αρκετές τέχνες, το επιβάλλουν και οι συνθήκες. Στο σινεμά, όπως σε όλες τις τέχνες που κοστίζουν το πράγμα φαντάζει δυσκολότερο. Αλλά όταν κάποιος σκηνοθέτης ξεκινάει για να κάνει μια ταινία θα πρέπει να βάλλει την στόχευση του. Γιατί κάνει αυτήν την ταινία; Για να προσθέσει το λιθαράκι του στην προσπάθεια για κοινωνικό ανασχηματισμό; Για να πάει σε φεστιβάλ και να καταφέρει να κάνει με καλύτερους όρους την επόμενη ταινία του; Για να κάνει εισιτήρια; Σήμερα πιστεύω πως χρειαζόμαστε δημιουργούς με την πρώτη στόχευση.
«Κανείς δεν μπορεί να μας πειράξει εμάς, τους γαμάμε όλους». Ακόμα προωθείται από το σύστημα και παραμένει ευκολοχώνευτο από το κοινωνικό περιβάλλον;
Ένα χρόνο από την μέρα που προβλήθηκαν οι Κλέφτες, καιγόταν η Αθήνα. Ήταν η εξέγερση του Δεκέμβρη του 08. Η ταινία είχε δει αυτό που ερχόταν, μιλούσε στην εποχή της.
Σήμερα δεν έχει αλλάξει κάτι προς το καλύτερο από τότε, το αντίθετο θα έλεγα. Η εξουσία είναι πιο σκληρή από τότε, πιο οργανωμένη απέναντι στην διαχείριση των “προβλημάτων” που μπορεί να προκύψουν από τα κάτω, και εκμεταλλευόμενη την κρίση κερδίζει περισσότερα προκαλώντας δυστυχία στην κοινωνία. Η οποία από την πλευρά της φτωχοποιημένη και καταθλιπτική, αδυνατεί να βρει λύσεις και να αυτοργανωθεί για να πάρει την τύχη της στα χέρια της και απλά αλλάζει ηγέτες να τους αναθέσει την μοίρα της ελπίζοντας σε θαύματα. Παράλληλα συντηρητικοποιείται και εκφασίζεται σε γρήγορους ρυθμούς, κατευθυνόμενα και πολύ οργανωμένα. Το σύστημα δεν μας δείχνει απλά τα δόντια του, μας δαγκώνει.
*Ο Μάκης Παπαδημητράτος δημιουργός ηθοποιός και σκηνοθέτης θα βρίσκεται στην προβολή της ταινίας “Κλέφτες”, που θα γίνει στον πολυχώρο WE, στις 12 Δεκεμβρίου. Γνωστός από τις cult ανεξάρτητες παραγωγές του και κυρίως από τον γνωστό σε όλους μας “Τσίου”,την ταινία έκπληξη του 46ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης Μάκης Παπαδημητράτος.
Είσοδος Ελεύθερη
WE | 3ης Σεπτεμβρίου & Γρηγορίου Λαμπράκη
“ΚΛΕΦΤΕΣ”
Δύο μικροκλέφτες στην Αθήνα του 2007. Μπαίνουν σε σπίτια και παίρνουν λίγα, για να μην τους καταλάβουν πως τα πήραν, και να μπορέσουν να ξαναμπούν μετά από λίγο καιρό και να πάρουν πάλι λίγα. Δεν τους φτάνουν όμως! Μεταπουλούν κλεμμένα, ποντάρουν στο στοίχημα ελπίζοντας στο εύκολο κέρδος. Μια ζωή, χωρίς ζωή, θεατές μπροστά στην τηλεόραση. Τέλμα. Και ξαφνικά ένας στόχος: Ένα ταξίδι στο Άμστερνταμ.
Τώρα χρειάζονται περισσότερα χρήματα και θα πρέπει να βρουν τρόπο να τα κερδίσουν. Πρέπει να σκεφτούν το μεγάλο κόλπο. Ένα σπίτι πλουσίων, το αδειάζουν κανονικά και βγήκανε τα λεφτά για το ταξίδι. Ο ένας μέσα, ο άλλος τσίλιες.
Στο σπίτι όμως, δε βρίσκουν χρήματα, βρίσκουν ένα μυστικό που κανείς δεν έπρεπε να ξέρει. Ένα μυστικό ζωής και θανάτου…
Info
Σκηνοθεσία: Μάκης Παπαδημητράτος
Σενάριο: Μάκης Παπαδημητράτος
Πρωταγωνιστούν: Μυρτώ Αλικάκη, Βαγγέλης Αλεξανδρής, Πέτρος Λαγούτης, Μάκης Παπαδημητράτος, Ελευθερία Γεροφωκά
Συμμετέχουν: Δημήτρης Καπετανάκος, Δημήτρης Τιμπιλής, Ρεγγίνα Μανδηλάρη, Παναγιώτης Παπαδημητράτος, Αγγελική Σύρμα, Μίλτος Ντζούνης, Ξένη Ταζέ, Χριστίνα Στεφανίδη, Γιώργος Πέργαντος, Θεανώ Τιμιάδου, Δημήτρης Κοράλης
Σκηνικά: Σταυρούλα Μπαραδάκη
Κοστούμια: Ηλιοστάλαχτη Βαβούλη
Φωτογραφία: Νικόλας Ποττάκης
Ηχοληψία: Ξενοφώντας Κοντόπουλος
Μοντάζ: Δημήτρης Μέρας
Μιξάζ: Γιάννης Γιαννακόπουλος
Διάρκεια: 87′
Έτος Παραγωγής: 2007
Πρεμιέρα: 48ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, Νοέμβριος 2007.
Παραγωγοί: Νίκος Μουστάκας, Κατερίνα Οικονόμου
Παραγωγή: GRAAL A.E.