Η βαλίτσα
Άνοιξε τα μάτια της, ψηλάφισε με τα χέρια της το ατελείωτο κενό.
Ικέτεψε τον άνεμο να σωπάσει
να μην προδώσει το φευγιό.
Μέσα στην απόλυτη σιωπή και το θαλερό σκοτάδι,
είδε το μικρό κορίτσι που κοιμόταν ακόμα μέσα της.
Μια κέρινη κούκλα που έβλεπε ψαθυρά όνειρα.
Το πλησίασε πατώντας στα ακροδάχτυλα της.
Έσκυψε στο αυτί της και ψιθύρισε. Φύγε.
Μια φθαρμένη βαλίτσα με σπασμένο χερούλι,
δυο φανελάκια λευκά, ένα ζευγάρι κάλτσες και ένα μακό παντελόνι.
Μόνο αυτά μπόρεσε να πάρει.
Αυτά και την ζωή της.