Skip to content

Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης: Διαλέγουμε 5 σύγχρονους Έλληνες ποιητές που πρέπει να μάθεις!

DATE

SHARE THIS ARTICLE

Ο καθένας μπορεί να ανακαλύψει την ποίηση ανά πάσα στιγμή σε ό,τι κι αν κάνει. Είμαι της άποψης πως είναι τρόπος ζωής και κοσμοθεωρίας, όπως έχει πει και ο Φρόυντ, «Όπου και αν με πήγαν οι θεωρίες μου, βρήκα ότι ένας ποιητής ήδη είχε πάει εκεί». Η ποίηση αποτελεί ένα αναπόσπαστο κομμάτι της Ελλάδας με ποιητές που έχουν τιμηθεί με πολλές διακρίσεις παγκοσμίως μεταξύ των οποίων ο Ελύτης (Βραβείο Νόμπελ 1979), ο Σεφέρης (Βραβείο Νόμπελ 1963), ο Ρίτσος (Βραβείο Λένιν) και ο Βάρναλης (Βραβείο Λένιν).

Νομίζω, ωστόσο, πως ήρθε ο καιρός να προχωρήσουμε, δίνοντας φως στους ποιητές που βρίσκονται στη σκιά αυτών των μεγάλων ελληνικών φωνών. Να ψάξουμε εκείνους τους μικρούς θησαυρούς που εκδίδουν εκδοτικοί οίκοι που ίσως δεν ακούμε συχνά. Δεν ξέρω αν φταίει ότι δεν διαβάζουμε πολύ ή αν διαβάζουμε πολύ μόνο από συγκεκριμένες πηγές. Το μόνο που έχει σημασία στο τέλος της ημέρας είναι πως διαβάζουμε και πως υπάρχουν ακόμα πολλά εκεί έξω που δεν τα έχουμε διαβάσει.

Με αφορμή τη γιορτή της Παγκόσμιας Ημέρας Ποίησης, λοιπόν, ξεχωρίζουμε μερικούς σύγχρονους Έλληνες ποιητές που μπορεί να μην γνωρίζεις ακόμα.

 

Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασάκης

Ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης (Απρίλιος 1960) είναι ποιητής, μεταφραστής και συγγραφέας.  Ίδρυσε και διηύθυνε την επιθεώρηση Propaganda (1997-2002).  Έχει γράψει βιβλία για τον William Burroughs και τον Guy Debord. Διευθύνει το εγχείρημα ΚΟΡΕΚΤ (εκδ. Νεφέλη) και τη σειρά Αιφνίδια Ντοκιμαντέρ (εκδ. Γαβριηλίδη). Είναι μέλος του Κύκλου Ποιητών και της Εταιρείας Συγγραφέων.

Ωδή στον Malcolm lowry

Σου γράφω τώρα δα το ποίημα
και στο δωρίζω,
Καραβασίλη Γιώργο,
το ποίημα εκείνο,
την Ωδή,
που πήρες να συνθέτεις.

Σε βλέπω καθώς ανάβω το τσιγάρο
και αρχίζω,
ψέματα: συνεχίζω,
από κει που τ’ άφησες εσύ,
σαν ο χάρος ο άχαρος
ο καμπούρης
ο κανάγιας
ο γκαντέμης
σου πήρε το μολύβι από το χέρι
σου πήρε το ποτήρι με το ουίσκι
σου πήρε την καρδούλα
που “Κάθε καλό!”
σ’ έκανε να λες
προτού απολαύσεις
την πρώτη
την ωραία τη γουλιά.

(Πλατεία Παπαδιαμάντη, εκδ.ΜΩΒ ΣΚΙΟΥΡΟΣ, 2015)

______________________

Όσο ξέρουμε να μοιραζόμαστε το ψωμί και το κρασί μας,

όσο ξέρουμε να αγαπάμε την μουσική που μας αγάπησε,

όσο ξέρουμε να μιλάμε για τους Φίλους που από έρωτα εξέπεσαν και να τους δωρίζουμε δευτερόλεπτα και δεκαετίες,

όσο ξέρουμε να φωτογραφίζουμε τη Φιλία στη Μεγάλη Πόλη,

τόσο θα ζούμε τη ζωή που ξέρουμε να ζούμε.
Το Μυθιστόρημα ξέρει να γίνεται Χαμόγελο.

(Το Μέσα από τα Βλέφαρα Μας, εκδ. Bibliotheque, 2017)


Χαριτίνη Ξύδη

Η Χαριτίνη Ξύδη γεννήθηκε στο Βόλο και κατοικεί στην Αθήνα. Έχει σπουδάσει ιστορία και αρχαιολογία. Στη λογοτεχνία εμφανίστηκε με το μυθιστόρημα “C-Minor-Ένα Αιρετικό Ρομάντζο” (Ιωλκός 2005). Τον Δεκέμβρη του 2007 διακρίθηκαν με έπαινο από την Ένωση Συγγραφέων Λογοτεχνών Ευρώπης, στο Η’ Φεστιβάλ Ποίησης Θεσσαλονίκης, τρία ποιήματά της τα οποία εμπεριέχονται στη συλλογή «Τα όνειρα καπνίζουν». Τον ίδιο χρόνο, τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών για τη νουβέλα «Η Ίρμα των δαιμονίων» (ανέκδοτο). Τον Ιανουάριο του 2008 διακρίθηκε με Α’ έπαινο από την Ένωση Συγγραφέων Λογοτεχνών Ευρώπης, στο 9ο Πανελλήνιο Φεστιβάλ Ποίησης Θεσσαλονίκης.

Κοντεύω να τα ξεχάσω όλα.
Τι ώρα ξυπνάς
πώς πίνεις τον καφέ
τη φωνή
μέχρι και τ’ όνομά σου.

Ένα πράγμα θυμάμαι καλά.
Μπήκαμε κάποτε μαζί
σ’ αυτό το ποίημα
αλλά εσύ έκανες πίσω
επιστρέφοντας
σε εφεδρείες ασφαλείας.

Είναι πολύ σκληρό για μένα
να κάθομαι εδώ τώρα
και να αμνηστεύω
μία-μία
τις λέξεις του.

(Αμνηστία, Λαϊκά & Μπλουζ, εκδ. Μετρονόμος 2018)
______________________
Ο λόφος

Πώς ναʼναι τώρα που πέφτει ο ήλιος στο λόφο
απέναντι απʼτο σπίτι σου
τι ώρα θα ξυπνάς άραγε;
Θαʼχει σκοτεινιάσει;
Ποια θαʼναι η πρώτη κουβέντα που θα λες
Θʼανακατεύεις τα μαλλιά σου?θα ταʼχεις κόψει;
Θʼανοιγοκλείνεις τα μάτια σου σαν
Απορημένο παιδί;
Εκεί στο λόφο απέναντι απʼτο σπίτι σου
Είχα καπνίσει το πρώτο μου τσιγάρο
είχα ζαλιστεί τόσο απʼτην πρώτη ρουφηξιά
που δεν έβλεπα μπροστά μου
Δίπλα το νεκροταφείο
Έλεγες πως μυρίζουν οι νεκροί λεβάντα
Αναλόγως από πού έρχεται ο αέρας
Εγώ μύριζα από τότε λιβάνια
Αλλά ο καπνός αγρίευε τη μυρωδιά
Και φοβόμουν
Ήθελα να ξεσπάσω τη φωνή μου με κραυγές
Κάποιες φορές το έκανες εσύ κι ακούγονταν
Ο αντίλαλος σʼαγαπώ χωρίς ναʼχεις πει αυτό
Άναβαν τα καντηλάκια το βράδυ απ’αυτό το σ’αγαπώ
βαρκούλες με τα πυροφάνια τους στο πέλαγος του Άδη
κι άλλες φορές το’λεγες στ’αλήθεια ίσα ίσα ψιθυρισμένο
αλλά με ξεκούφαινε

Τέλος πάντων έλεγα για το λόφο
το πρώτο μου τσιγάρο κάτω από μια ελιά
παραδίπλα το σχοινί του Ιούδα φθαρμένο
Έβαλες το χέρι σου μέσα στο τζιν μου
με χάιδευες όσο κάπνιζα
Δεν ήξερα να πω αν μʼαρέσει
Ούτε το τσιγάρο ούτε το χάδι
Πώς ναʼναι τώρα στο λόφο;
Ποιες μυρωδιές να ανακατεύονται στα μαλλιά
στα δάχτυλά σου
φιλάς ακόμα τα πέταλα στις μαργαρίτες;
Ποιοι χαϊδεύονται κάτω απʼτην ελιά;
Πώς μυρίζουν οι ανάσες των κρεμασμένων;
Κάποτε ο αέρας μου φέρνει σκουριά
από αίμα σκοτωμένο
κι άλλοτε κοπριά απ’τα βουστάσια
-δεν φοβάμαι
φυτίλια κρατάνε ζεστή τη φωνή και τη μνήμη
Αλλά εγώ έχω μάθει πια στα λιβάνια
όλο πένθος συναντάω
Βαρύ σκοτεινό πηχτό σαν κατακάθι
Γιʼαυτό πρώτη φορά αναρωτήθηκα για κείνες
Τις παλιές συνήθειες
να χαϊδευόμαστε κάτω απʼτην ελιά
Να τρέχουμε ξυπόλητοι με τους κουβάδες
κατά μήκος του Ποταμού για να πιάσουμε καβούρια
Να κολυμπάμε γυμνοί από τα μέσα Απριλίου
Να πατάμε αχινούς και να μου βγάζεις
Ταʼαγκάθια απʼτις πατούσες
να λιαζόμαστε σαν σαύρες δίπλα δίπλα
νʼανακατεύω τα μαλλιά σου
να μου μαθαίνεις στην καραμπίνα σκοποβολή
αλλά μόνο στα άδεια τενεκεδάκια της έψα
ρίχναμε τα χιλιοτρυπούσαμε και βγάζαμε το άχτι μας
έπειτα παριστάναμε ότι όπως οι μεγάλοι πηγαίναμε
κι εμείς για Τσίχλες στις Σκιές του Αη Γιώργη
Ενώ στο είχα υποσχεθεί
Δεν θʼαναρωτηθώ πως θαʼναι στο λόφο
Ούτε στο παλιό σπίτι που
Ούτε θα θυμηθώ πως την πρώτη φορά
Που κοίταζες ώρα τα μάτια μου
Είπες πως είναι το ασπράδι της ίριδας
Πλοίο για νʼαράζουν λιμάνια
Στο είπα
Έκανα λάθος και ζαλίζομαι
και μπερδεύομαι
Χωρίς μήνες και μέρες
εγώ το ξέρω
Χαλάλι σου κι ο αμφορέας
Και η τουφεκιά
Άλλωστε έκοψα το τσιγάρο
Πάω συχνότερα στα νεκροταφεία

Και τώρα είναι Δεκέμβρης
Ο μήνας που σκοτώνονται οι θάλασσες
Κι όλα τα φύ[λ]λα καίγονται στο 22

(Τακούνια καίγονται στο Φούρνο, εκδ. Άνεμος, 2011)


Παπαδόπουλος Θεοχάρης

Ο Θεοχάρης Παπαδόπουλος γεννήθηκε στον Πειραιά το 1978. Γιος του ποιητή Αντώνη Θ. Παπαδόπουλου. Σπούδασε στη σχολή Οικονομίας και Διοίκησης του τμήματος Λογιστικής στο ΤΕΙ Χαλκίδας, και ζει στην Αθήνα. Ασχολείται με την ποίηση από τα παιδικά του χρόνια. Έχει πληθώρα δημοσιευμάτων σε λογοτεχνικά περιοδικά. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα βουλγαρικά και τα πακιστανικά (ουρντού). Έχει λάβει μέρος σε διεθνή λογοτεχνικά συνέδρια. Έκανε την πρώτη του δημοσίευση το 1993, ενώ κυκλοφόρησε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Τα παράταιρα το 1997. Είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών. Είναι μέλος του Ομίλου για την Unesco Τεχνών Λόγου και Επιστημών Ελλάδας. Είναι μέλος της Φιλολογικής Στέγης Πειραιώς. Είναι ιδρυτικό μέλος του Νέου Πνευματικού Κύκλου Καλλιθέας. Διατηρεί μόνιμη στήλη κριτικής βιβλίου στο ηλεκτρονικό περιοδικό Βακχικόν.

Κάποτε

Κάποτε τα πράγματα θα αλλάξουν.
Όλα θα πάνε καλά.
Οι φωνές θα ακουστούν,
θα πάψουν τα δάκρυα,
θ’ ανθίσουν τα χαμόγελα,
θα κλείσουν οι πληγές.
Κάποτε,
μα πότε;   

Μην περιμένεις.
Με σπρώξιμο
κυλάνε οι τροχοί. 

______________________

Αν ψάξεις

Αν ψάξεις να με βρεις
δεν θα ‘μαι μακριά.
Θα ‘μαι το λάθος,
που βιάστηκες να σβήσεις.
Θα ‘μαι το χρέος,
που δεν έχεις ξεπληρώσει.
Θα ‘μαι το όνειρο,
που μόλις θα ξυπνάς
θα ‘χεις ξεχάσει.
Θα ‘μαι το δάκρυ,
που δεν πρόλαβε να τρέξει,
το αποτσίγαρο,
που αναμμένο στο τασάκι
θα τ’ αφήνεις.
Κι εσύ θα λες
πως δεν με βρίσκεις πουθενά.

______________________

Δίχως πρόσωπο

Ήμουν χωρίς ρούχα
κι εσύ δίχως πρόσωπο.
Μου δόθηκες
όπως σε όλους τους άλλους.
Όταν τελειώσαμε,
πήρες τα λεφτά
κι έφυγες,
χωρίς μια λέξη να βγει απ’ τα χείλη σου.
Λίγες μέρες μετά,
είδα φωτογραφία σου στην τηλεόραση.
Ήσουν επικίνδυνη, λέγανε,
οροθετική.
Τότε πρόσεξα,
ότι ήσουν εσύ
χωρίς ρούχα
κι εγώ με τα χέρια μου
έψαχνα να βρω
το πρόσωπό μου.


Τριβιζάς Σωτήρης

Ο Σωτήρης Τριβιζάς γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1960. Σπούδασε φιλολογία και δημοσιογραφία στη Θεσσαλονίκη. Έγραψε ποιήματα, μελέτες και δοκίμια και μετέφρασε Ιταλούς και Ισπανούς ποιητές και πεζογράφους. Είναι μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού “Πόρφυρας”.

Έκλειψη σελήνης

Σου δάνεισα απόψε το σκοτάδι μου
όπως εσύ, τις άλλες νύχτες,
έφθεγγες το φως σου.
Έτσι ανατέλλεις τώρα μνήμη
πάμφωτη
με μαύρη λόγχη καρφωμένη στα σφυρά
και σκοτεινά οιδήματα στην άκρη
των μαστών σου. Έκρυψες
το μισό σου πρόσωπο στη σκιά –
τ᾿ άλλο μισό κοιτάζω
και σου γράφω.

(Δεκαοχτώ ποιήματα, εκδ. Γαβριηλίδης, 2016)

______________________

Καθένας με το θάνατό του…

Καθένας με το θάνατό του ονειρεύεται.

Kράτησα λίγη απ’ την ανάσα σου

και τη σιωπή ρυτίδα των χειλιών σου

αλλά εσύ δεν έχεις πρόσωπο και σώμα

το κάθε βράδυ λιγοστεύεις σαν μια λέξη

που ράγισε τον άνεμο χωρίς επιστροφή.

Eδώ καθένας ζει το θάνατό του

την κάθε μέρα κρύβοντας τα χέρια του

την κάθε νύχτα με τη μουσική

και τα σκοτάδια.

Όμως σε γνώρισα στο φως πριν από χρόνια

γνώρισα τη φωνή σου και το γέλιο σου

να φέγγει ανάμεσα σε λέξεις που καπνίζουν.

Έπειτα πέρασες στη φλέβα.

(Bίος ασωμάτων και άλλα ποιήματα, εκδ. Νεφέλη, 1991)


Ιουλίτα Ηλιοπούλου

Η Ιουλίτα Ηλιοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Βυζαντινή και Νεοελληνική Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και θέατρο στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών. Γράφει ποίηση, δοκίμια και παραμύθια. Παράλληλα με την ποίηση γράφει δοκίμια, μελετά το έργο του Οδυσσέα Ελύτη και έχει πραγματοποιήσει πολλές ομιλίες γι’ αυτό. Επίσης, επιμελείται εκδόσεις βιβλίων. Επί δεκατρία χρόνια συνεργάστηκε με την Ορχήστρα των Χρωμάτων και το Ίδρυμα Μελίνα Μερκούρη στη δημιουργία προγραμμάτων λόγου και μουσικής. Με τον Σπύρο Σακκά και τον Γιώργο Κουρουπό παρουσιάζουν μουσικά προγράμματα βασισμένα στην ποίηση. Ένα από αυτά, αφιερωμένο στην ποίηση του Ελύτη, κυκλοφόρησε σε CD-βιβλίο με τίτλο “Με το λύχνο του άστρου” (εκδ. “ύψιλον/βιβλία”). Επίσης, υπήρξε σύντροφος, συνοδοιπόρος στη ζωή και μούσα του Οδυσσέα Ελύτη.

– Isola Di Spezie –

Μικρό βαρκάκι που άφησε στον ύπνο του ένα παιδί

Κι έφτασε χρόνια πολλά μετά

Με φύκια και με όστρακα κι αλάτι φεγγαριού

Ν’ αράξει – ξύλινο βαπόρι – στο Παλιό Λιμάνι

Γραμμή ,γραμμή θαλασσινή ,στεριές και βότσαλα

Γράφοντας στο χαρτί όπως γλιστρώντας μες το κύμα

Ζάστανο, Αγριόπετρες, Βρυσάδα, Αλαχνά,

Έλωνα ,Λιγονέρι, Ζογεριά, Πετράκι, Βρέλος

Και πάνω εκεί σημειώνοντας με πράσινη νερομπογιά,

Λουίζες κι αρμπαρόριζες, βασιλικά, δυόσμους ,λεβάντες

Στις γλάστρες γύρω στις αυλές

Στις μαλακές πλαγιές με τις πευκοβελόνες, ώσπου

Αργά αργά βαρύ απ΄τα πολλά τα όνειρα βαρκάκι ενός παιδιού

Κατάκοπο να γείρει στο παχύ στρώμα των νερών

Να ξαποστάσει

Μεγάλο πετροκάραβο που το’ φερε ο βοριάς

Να βλέπει γαλήνιο κι από κοντά

Το νησί που αγάπησε των αρωμάτων.

______________________

Θεσσαλονίκη

Τη γλώσσα εδώ μιλούν τα όνειρα

στο μισοσκόταδο

βαδίζοντας έξω απ’ τον ύπνο.

Ι

Δεν έχει χρόνο αυτή η πόλη

Μια λεπτή βροχή και γαλάζια, κατ’ευθείαν απ’τής σελήνης τα έγκατα

Επίμονα πότισε τους λόφους, τα πλατιά πεζοδρόμια

Την επιφάνεια του νερού, τα πρόσωπα, τις ρόδες των ποδηλάτων

Κι αμέσως λες, πήραν να βαραίνουν τα σπίτια στον ύπνο τους

Τόσων αιώνων δάκρυα βαστάζοντας η σιωπή

Όπως οι πέτρες οι αρχαίες ανάμεσα, βαστούν μια μαργαρίτα.

Χαράζει;

ΙΙ

Δεν έχει χρόνο αυτή η πόλη.

Ένα ατελεύτητο ταξίδι φυσώντας ο άνεμος

Το πλοίο τσίγκινο κι ελαφρύ γλιστρά μαζί με το λιμάνι

Και μια λεπτή κλωστή καπνού

Τραβάει αργά το τοπίο στη δύση…

Πρώτα ο πύργος- σα χάρτινος ,οι καμάρες μετά

Τα ψηλά δέντρα,τα βουβά κτίρια,η παλιά αγορά με τα λουλούδια

Οι τρούλοι,τα λουτρά, οι εξώστες, τα σύννεφα

Κι αργά πολύ σαν ακίνητη ν’ακολουθεί η αχειροποίητος

Μόνη, μέσα στο μπλε της μετάξι .

Έξω μένουν,στην προκυμαία,οι άνθρωποι άναυδοι να κοιτούν

Μια πόλη μέσα στο νερό ,πραγματική

Και μία άλλη απέναντι, είδωλο του καθρέφτη.

Κάποιοι ανάβουνε φως. Πολύχρωμα παράθυρα εμφανίζονται.

Παρακολουθεί καθένας τ’όνειρό του.

Κι ύστερα μπαίνει σκυφτός στο σπίτι του.

Βράδιασε.

ΙΙΙ

Δεν έχει χρόνο αυτή η πόλη.

Μήτε ήχο, απόψε, μήτε μουσική

Μόνο ένας μικρούλης άγγελος, ψηλά παίζει τ’αόρατο βιολί του.

Κι εκεί, πάνω στη νότα σι ,την αθέατη

Γυρνώ και σε φιλώ.

Από μακριά ακούγεται να ’ρχεται το πρώτο τραίνο.

Και κλείνουν μεμιάς όλα της πόλης τα νυχτολούλουδα.

AUTHOR

Γιώτα Συνιρίδου

Κοινωνική λειτουργός ταγμένη στη λογοτεχνία και στην αρθρογραφία.

Loading...
Wing Shya: Ένας φωτογράφος που αποτυπώνει τη φιλμ νουάρ πλευρά του Hong Kong!
Το τελευταίο τσιγάρο.