«Γαλάζια σπλάχνα», το ποίημα της Παρασκευής.
Κάτοικε του ονείρου
μαζεύω τη φωνή μου από κάθε άκρη
και το υπόλειμμά της αυτό στη σινδόνη των δέντρων
κ’ εκείνο ‘κει ψηλά στο σκουριασμένο βράχον
όπου οργίζεται ο γερο-κόρακας
συγκεντρώνομαι
για τη μεγάλη αποκάλυψη
ρίχνω στον άνεμο μακρόσυρτη αγάπη:
Τη θέλω εγώ την απελπισία μου
δεν την ανταλλάσσω με θαλπωρή άλλη
έχασα.
Μα χάνουν και τ’ άνθη
τ’ άνθη ανοίγουν το μοναδικό παράθυρο…
Κάλλιο να πλανηθεί ο χαρταετός μου
δε θέλω πια ν’ αγγίξω τα χρώματά του
κλείνω τα μάτια μου για να δω.
Είναι η φωνή που με διασχίζει
κι άλλοτε που χτυπά στον άκμονα
χίλιες φορές.
Είναι η φωνή από ένα βάθος:
Για πάντα να μην έχεις
τίποτα για τ’ αληθινά χέρια
μονάχος
ανήμπορος εκστατικός
σ’ αυτή την άξαφνη γιορτή του δευτερόλεπτου
που παραδίδεται ο κόσμος.
του Νίκου Καρούζου, από τη συλλογή «ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Α’», 1961-1978, 5η έκδοση, εκδ. Ίκαρος.