«Να μπει αέρας», η ιστορία της 27ης Αυγούστου 2020.
Μια χαζή σου ερώτηση διέκοψε την απόλαυση του να σε κοιτάζω να αναπνέεις κόσμο και ξύπνησε ντόμινο τις σκέψεις μου. Παραμορφωμένα αισθήματα χύθηκαν στο τραπέζι. Xαλασμένες εκφράσεις κυρίεψαν το πρόσωπό μου. Xτύπησα τα πόδια μου στον τοίχο. Έσυρα το σώμα μου βαρέως προς το απαραβίαστο, το ακατάλληλο και το ακατανόμαστο, το εκτός εντός κι επί τα αυτά, σε μια συζήτηση που πήρε το δρόμο της και μας έφερε σε σταυροδρόμι. «Εγώ θα πάω εκεί», σου απάντησα έτσι επαγωγικά, χωρίς εισαγωγή στην απάντηση προς τη χαζή σου ερώτηση, και χωρίς να το εννοώ πραγματικά, αλλά στο είπα όπως και να ‘χει, το είπα και το έκανα, τραβώντας το αριστερό μου πόδι έξω από το ανοιχτό σου παράθυρο.
Βούτηξα έξω, στον κόσμο, απέναντι ακριβώς από τη θέα σου, αυτή που βλέπεις κάθε πρωί όταν ξυπνάς και ανοίγεις το παράθυρο. Διέσχισα το απέναντί σου δύο και τρεις φορές, μπρος πίσω και ξανά. Μια γραμμή ήταν εξάλλου, γείσο με 8 ανοίγματα ακριβώς από κάτω, μετρημένα. Διέσχισα το γείσο, μπρος και πίσω και ξανά, παριστάνοντας τη φυσιολογική, που δεν ήθελα να είμαι, περιμένοντας να μου φωνάξεις «Έλα σταμάτα τώρα, έλα να με αγκαλιάσεις», που δε μου φώναξες.
Μόλις άναψε το πρώτο φως του δρόμου που μας χώριζε και μας ένωνε, έκλεισες το παράθυρο και τράβηξες το βλέμμα σου μέσα. Όσο για μένα, συνέχισα τις βόλτες μου στο γείσο, συνέχισα να μετράω ανοίγματα και στροφές στο μπρος και πίσω μου, συνέχισα να παριστάνω τη φυσιολογική, μέχρι που αποκοιμήθηκα.
Ένας στίχος κάπου έλεγε “Baby, light my fire”. Ξέρεις τι; Κάθε φορά η φωτιά όντως άναβε. Βάσει πιθανοτήτων, με έναν αναπτήρα. Όλοι οι αναπτήρες που πέρασαν από τα χέρια μας ή από το οπτικό μας πεδίο έχουν να διηγηθούν ιστορίες. Εμείς τις ξέρουμε και πλέον τις συλλέγουμε. Εδώ θα βρεις όσους έχουμε συναντήσει μέχρι στιγμής και θα διαβάσεις τις ιστορίες τους.