«Αύγουστος η ψυχή του ανθρώπου*», η ιστορία της 30ης Ιουλίου 2020.
Έφτασες μεσάνυχτα. «Μοσχοβολάς» μου είπες όταν σου άνοιξα και βούτηξες στην αγκαλιά μου. «Δεν πήγαμε, το ξέρω.» Ξέμπλεξες την αγκαλιά μου και βγήκες στο μπαλκόνι μου. Άναψες τσιγάρο, σταυροπόδι. Δε σου μίλησα, σε άφησα μόνο σου να κοιτάς το βλέμμα μου, ψάχνοντας να βρεις το τι έχω καταλάβει και το τι αισθάνομαι. «Θα μου μιλήσεις;» σε άκουσα να λες, με το σβήσιμο του τσιγάρου σου στο -ήδη γεμάτο από τα δικά σου αποτσίγαρα- τασάκι. Δεν το είχα αδειάσει, δυό μήνες τώρα μετρούσα αποτσίγαρα και στιγμές με σένα. Και μαζί τους, όλα τα απογεύματα που σε περίμενα. «Ένα παραπάνω αποτσίγαρο, μ’ αγαπάει» σκεφτόμουν, «ένα παραπάνω απόγευμα, με ξοδεύει.»
Εκείνο, λοιπόν, το απόγευμα νίκησε το «με ξοδεύει». «Το αγαπημένο μου χρώμα είναι το μπλε θαλασσί. Δηλαδή το μπλε της θάλασσας και μόνο. Απόψε όμως, αποφάσισα να γουστάρω το μπλε, ανεξαρτήτως» σου είπα και χαμογέλασες διστακτικά. Δεν το έπιασες και συνέχισα, κάνοντας θεωρία το φορτωμένο μου συναίσθημα «Σκληρή η παύση του Αυγούστου. Σε λίγο πλησιάζει. Τον περιμένω σαν τη ψύξη το νερό. Θέλω να γίνω παγάκι. Λίγο πριν μπω σε ψύξη, σκέφτομαι να υποτάξω όλους τους συναισθηματικούς μου προβληματισμούς και να επιτρέψω στην άρνηση να ξεχυθεί. Τότε, θα αναιρέσω τον έρωτά μου για σένα». Σηκώθηκα, πήρα το τασάκι από μπροστά σου, το άδειασα στο φωταγωγό και στο επέστρεψα. «Αν θέλεις», συνέχισα, «αυτόν τον Αύγουστο μηδενίζουμε μαζί κι αρχίζουμε ξανά.»
*«Αύγουστος η ψυχή του ανθρώπου», Αλεξάνδρα Κ*, Πως φιλιούνται οι αχινοί, σελ. 42
Ένας στίχος κάπου έλεγε “Baby, light my fire”. Ξέρεις τι; Κάθε φορά η φωτιά όντως άναβε. Βάσει πιθανοτήτων, με έναν αναπτήρα. Όλοι οι αναπτήρες που πέρασαν από τα χέρια μας ή από το οπτικό μας πεδίο έχουν να διηγηθούν ιστορίες. Εμείς τις ξέρουμε και πλέον τις συλλέγουμε. Εδώ θα βρεις όσους έχουμε συναντήσει μέχρι στιγμής και θα διαβάσεις τις ιστορίες τους.