«Πρώτο ραντεβού μετά», η ιστορία της 4ης Μαΐου 2020.
Έφτασα στο σημείο συνάντησης αργοπορημένη. Δεν ήταν κανονισμένο, αλλά το άφησα να γίνει. Να σε παιδέψω. Σε βρήκα μπροστά από το μπαρ, γυρισμένο με πλάτη στο δρόμο και στον ακορντεονίστα που έπαιζε γνωστές μελωδίες στο απέναντι πεζοδρόμιο. Σε χαιρέτησα ακουμπώντας το χέρι μου στην πλάτη σου και σε άφησα να μιλήσεις πρώτος, μόλις μετανιωμένη για την αργοπορία μου. Είχες διαλέξεις ήδη το ποτό μου – ήταν η σειρά σου άλλωστε, σύμφωνα με την παλιά μας συμφωνία – και αμέσως μάγκωσες, απορρώντας μάλλον για την συνήθεια που θυμήθηκες μηχανικά, αποκαλύπτοντας μάλιστα ότι θυμόσουν και την συμφωνία, και την σειρά και το ποτό μου. Προχωρήσαμε προς το κέντρο της πόλης και μιλήσαμε για λίγο για άλλα άσχετα καθημερινά και μπήκαμε στο θέμα. Στο θέμα του τι κάνεις, τι κάνω, πού ζεις και πού κοιμάσαι. Εγώ σε ρωτούσα κυρίως, μάλλον σε ξάφνιασα από την ευθύτητα ή σε τρόμαξα και απαντούσες μονολεκτικά και βιαστικά έκλεινες τις απαντήσεις σου ρωτώντας «Εσύ;».
Εφήυρα ιστορίες και φούσκωσα τις απαντήσεις μου με υποθετικά σενάρια σαν να ήταν αυτά η πραγματικότητα που χτίζει τώρα τη ζωή μου, λέγοντας εν τέλει ένα σωρό ψέματα και κάνοντας αστεία για όλα τα αναπάντεχα και όλες τις ενέδρες που παραμονεύουν τάχα τη ζωή μου και την κάνουν κωμική και όχι βαρετή, όπως είναι και όπως δε θα ήθελα να έλεγα, ούτε σε σένα, μα ούτε σε κανέναν. Ελπίζω να καταλαβαίνεις ότι το ψέμα δεν είναι πάντα πρόφαση συγκάληψης ή αποφυγής της αλήθειας, αλλά να, καλή ώρα στη δική μας κουβέντα, ήταν σκοπός, ένας σκοπός μελωδικός, σκοπός να δοθεί ευχάριστος τόνος στις εξιστορήσεις μου και να σε κάνει να χαμογελάσεις διάπλατα και να σε βγάλει εκτός αυτού του άβολου ραντεβού και να σε φέρει λίγο πιο κοντά μου, εδώ, εκτός της ροής του χρόνου και των γεγονότων, αλλά εδώ.
Δεν τα κατάφερα, όπως αποδείχθηκε από την πρόωρη αποχώρησή σου λόγω ενός τηλεφωνήματος, πρόσχημα ήταν, αμήχανο απομεινάρι ενός περασμένου χαλασμού, ενός περασμένου χρόνου. Γυρνώντας στο σπίτι μου, σκεφτόμουν τον περασμένο χρόνο, τον χαμένο χρόνο, τη γενική αντίληψη του χρόνου και της αφύσικης ασταθής ροής του. Όπως της ροής που διακόπηκε απότομα για να διογκωθεί σε μια ατέλειωτη στιγμή, όταν, φτάνοντας στην είσοδο του σπιτιού μου, διαπίστωσα ότι ανάμεσα στα κλειδιά μου, ριγμένα στο χάος της τσέπης μου, είχε πιαστεί ένα χαρτάκι, που έγραφε με καθαρά γράμματα, χωρίς τελεία ή υπογραφή, «Πάρε με πίσω, ολόκληρο», και με έριξε σε μια απολαυστική μονομαχία πτώσης και μυϊκών συσπάσεων. Αλλά κυρίως μου δήλωσε την προφάνεια της κίνησής σου, της ευγενικής σου κίνησης να δηλώσεις τα «θέλω» σου σε χαρτάκι ριγμένο στην τσέπη και όχι στα μούτρα, ικετεύοντας καθηλωτικά για σιωπή αντί απάντησης.
Ένας στίχος κάπου έλεγε “Baby, light my fire”. Ξέρεις τι; Κάθε φορά η φωτιά όντως άναβε. Βάσει πιθανοτήτων, με έναν αναπτήρα. Όλοι οι αναπτήρες που πέρασαν από τα χέρια μας ή από το οπτικό μας πεδίο έχουν να διηγηθούν ιστορίες. Εμείς τις ξέρουμε και πλέον τις συλλέγουμε. Εδώ θα βρεις όσους έχουμε συναντήσει μέχρι στιγμής και θα διαβάσεις τις ιστορίες τους.