«Η βολή της μύγας», η ιστορία της 15ης Απριλίου 2020.
Καθόλου τυχαία δεν ήταν η σκηνή αυτή, έτσι σταματημένη στην οθόνη μου, σταματημένη όπως η στιγμή που χτύπησε το τηλέφωνο. Στην άλλη άκρη της γραμμής, εσύ. Θα ‘ρθεις απόψε, με ενημέρωσες, αφήνοντας μια απειροελάχιστη χαραμάδα για διαπραγμάτευση που από εγωισμό, μουγκρίζοντας, την έκλεισα. Όπως και το τηλέφωνο, στα μούτρα σου – τι ωραία φράση, ας γινόταν και πράξη και να εκφραστούν έτσι με μια κίνηση κινηματογραφική όλα τα συναισθήματα που βγήκαν μπροστά αφρισμένα, που με έκαναν έξαλλη, έξαλλη με έκαναν, γιατί άλλες ιδέες καλύτερες δεν έχεις και τα ‘κανες όλα ανάκατα. Ανάκατα, τα μάζεψες και τα ‘κανες μύγες που τις συγκέντρωσες στη γωνία, μπας και σου βγει η βολή με τη μυγοσκοτώστρα και τις σκοτώσεις όλες με την μία. Μα ό,τι στοχεύεις, λένε, σε στοχεύει και εκείνο, και θα βγουν οι μύγες μαζεμένες πρώτες και θα μπουν στα μάτια και στα αυτιά σου και θα διεισδύσουν στο μυαλό σου και θα κυριεύσουν το νου σου, μαύρο βουητό θα το κάνουν και θα πάψεις να σκέφτεσαι και να κατεβάζεις τέτοιες ανόητες ιδέες, όπως το να ‘ρθεις απόψε και να μου κλέψεις την μοναχικότητα χωρίς να μπορείς να μου προσφέρεις αληθινή συντροφιά.
Ας μείνεις καλύτερα εκεί που είσαι, με τις μύγες σου και τη ανέλπιδη μάχη σου μαζί τους. Τσάο.
Ένας στίχος κάπου έλεγε “Baby, light my fire”. Ξέρεις τι; Κάθε φορά η φωτιά όντως άναβε. Βάσει πιθανοτήτων, με έναν αναπτήρα. Όλοι οι αναπτήρες που πέρασαν από τα χέρια μας ή από το οπτικό μας πεδίο έχουν να διηγηθούν ιστορίες. Εμείς τις ξέρουμε και πλέον τις συλλέγουμε. Εδώ θα βρεις όσους έχουμε συναντήσει μέχρι στιγμής και θα διαβάσεις τις ιστορίες τους.