«Ο εξορθολογισμός πάει περίπατο», η ιστορία της 18ης Νοεμβρίου 2018.
Τα βράδια είναι που μου λείπεις. Κλείνω τα μάτια και προσπαθώ όσο το δυνατόν γρηγορότερα να αφεθώ στην αγκαλιά του λυτρωτικού ύπνου. Μια αγκαλιά -τουλάχιστον πίστευα- σίγουρη, μόνο που με προδίδει τελευταία. Εκείνες τις στιγμές που τα πάντα είναι ήσυχα γύρω, που μόνο ο χτύπος του ρολογιού πάνω στο κομοδίνο ακούγεται στο δωμάτιο και ίσως κάποιο αυτοκίνητο που περνά στο δρόμο, τότε που προσπαθώ να συγκεντρωθώ στην ανάσα μου, αλλά οι σκέψεις μου με πολεμάνε, τότε είναι που σε σκέφτομαι. Και κάθε φορά αναρωτιέμαι γιατί.
Εκείνη την ώρα καθαρίζει το μυαλό ή καλύτερα ξεκαθαρίζει τα πράγματα. Αφήνει την πολυάσχολη μέρα για λίγο να βγει απ’ το προσκήνιο και βάζει στη θέση τους ανησυχίες, προβληματισμούς και θέλω. Σε θέλω… Δεν σε χρειάζομαι, αλλά σε θέλω. Το να μην ξέρω τι κάνεις, ανυπόφορο. Παίζει με την έμφυτη περιέργειά μου. Το να μαθαίνω, επίπονο. Παίζει με τα νεύρα μου και τον εγωισμό μου. Ο εξορθολογισμός ήταν πάντα ο σύντροφός μου στα δύσκολα. Η ασπίδα μου στην αναποδιά και στεναχώρια.
Είναι αστείο πως ένα άτομο που κάποτε πλημμύριζε την καρδιά σου με χαρά, ανείπωτη, εκστατική χαρά και κατ’ επέκταση αγάπη, αγωνία για ένα μήνυμα, προσδοκία για ένα φιλί, μια αγκαλιά ατέρμονη, πλέον να τα ’χει μαυρίσει όλα. Ο εξορθολογισμός έχει πάει περίπατο και σ’ έχει αφήσει με την καρδιά να διευθύνει στην θέση του. Μα έλα που η λογική της είναι άγνωστη λέξη. Ξέρεις ποια είναι η απάντηση. Ή τουλάχιστον στηρίζεις τις κρυφές ελπίδες σε αυτή. Φταίει που πάντα διακόπτουμε απότομα, φταίει που ποτέ δεν μιλάμε γι’ αυτό όταν βλεπόμαστε, γιατί και οι δύο φοβόμαστε τις οριστικές λύσεις. Για άλλη μια φορά, διακόψαμε απότομα και «για πάντα». Άραγε να παίζω κι εγώ άτιμα με τις σκέψεις σου τα βράδια; Πόσο θα’ θελα να ξερα. Ή και πάλι όχι…