«Ελεγείο πάνω στον τάφο ενός μικρού αγωνιστή», το ποίημα της Παρασκευής.
Πάνω στο χώμα το δικό σου λέμε τ’ όνομά μας.
Πάνω στο χώμα το δικό σου σχεδιάζουμε τους κήπους
και τις πολιτείες μας
Πάνω στο χώμα σου είμαστε. Έχουμε πατρίδα.
Έχω κρατήσει μέσα μου τη ντουφεκιά σου.
Γυρίζει μέσα μου ο φαρμακερός ήχος του πολυβόλου.
Θυμάμαι την καρδιά σου που άνοιξε,
κ’ έρχονται στο μυαλό μου
κάτι εκατόφυλλα τριαντάφυλλα
που μοιάζουνε
σαν ομιλία του απείρου προς τον άνθρωπο
-έτσι μας μίλησε η καρδιά σου.
Κ’ είδαμε πως ο κόσμος είναι μεγαλύτερος,
κ’ έγινε μεγαλύτερος για να χωρά η αγάπη.
Το πρώτο σου παιγνίδι: Εσύ.
Το πρώτο σου αλογάκι: Εσύ.
Έπαιξες τη φωτιά. Έπαιξες το Χριστό.
Έπαιξες τον Άη-Γιώργη και το Διγενή.
Έπαιξες τους δείκτες του ρολογιού που κατεβαίνουνε
απ’ τα μεσάνυχτα.
Έπαιξες τη φωνή της ελπίδας, εκεί που δεν υπήρχε φωνή.
Η πλατεία ήταν έρημη. Η πατρίδα είχε φύγει.
Ήταν καιρός! Δε βάσταξε η καρδιά σου περισσότερο
ν’ ακούς κάτω απ’ τη στέγη σου τ’ ανθρώπινα μπουμπουνητά της Ευρώπης!
Άναψες κάτω απ’ το σακκάκι σου το πρώτο κλεφτοφάναρο…
Καρδιά των καρδιών! Σκέφτηκες τον ήλιο, και προχώρησες…
Ανέβηκες στο πεζοδρόμιο κ’ έπαιξες τον άνθρωπο!
του Νικηφόρου Βρεττάκου, «Τα ποιήματα», τ. 1, Τρία Φύλλα, Αθήνα 1981, σ. 141-142.