Skip to content

Create Your Short Story: Η δική σου συνέχεια στην ιστορία «Ντάμα Καρό.»

AUTHOR

DATE

SHARE THIS ARTICLE

Το #CreateYourShortStory είναι μια ελληνική ψηφιακή πρωτοβουλία κοινωνικού και πολιτιστικού προφίλ με την μορφή Pocket Size Storytelling.

Εσύ – που θέλεις να αποσυνδεθείς από οτιδήποτε σε κάνει να αισθάνεσαι αρκετά πιο αμήχανα – και αυτόματα να συνδεθείς με την μετάδοση μιας φρέσκιας μυθοπλαστικής αφήγησης, το #CreateYourShortStory είναι ο καλύτερος και πιο αχώριστος φίλος των ημερών στην καραντίνα.

Αν νιώθεις πως το μυαλό χρειάζεται να μεταφερθεί σε ένα περιβάλλον γεμάτο φαντασία, άσε την παραγωγή ερεθισμάτων που θα αισθανθείς από τις πρώτες κιόλας γραμμές κειμένου του #CreateYourShortStory να γράψουν την καλύτερη σύντομη ιστορία με αποτέλεσμα να έχεις την ευκαιρία να παρουσιάσεις τη δική σου εκδοχή ως δημιουργός συγγραφικού περιεχομένου.

Εμείς, λίγες μέρες μετά την αρχική δημοσίευση της κάθε «δικής μας» αρχής, θα επιλέγουμε και θα δημοσιεύουμε την συγγραφική τοποθέτηση στη «δική σου» συνέχεια σχετικά με το λογοτεχνικό κείμενο του Γιάννη Μυλόπουλου.

Δες τις υπόλοιπες ιστορίες και δώσε τη δική σου συνέχεια εδώ!

Τρίτη ιστορία: Ντάμα Καρό.

Καθώς ξεφύλλισα τα πρώτα φύλλα της εφημερίδας, ένιωσα ένα βλέμμα να με κεντράρει. Το μυώδες σταυροπόδι μου ενοχλήθηκε ανώμαλα από το αδιάκριτο στιλ της απέναντι κυρίας. Πρέπει να είχε τα διπλάσια χρόνια μου. Ήταν κοντά στα εξήντα. Περιποιημένη, γυμνασμένη και όμορφη. Αρκετά όμορφη μάλιστα για την ηλικία της. Ήπια μια μεγάλη δευτεριάτικη ρουφηξιά καφέ και ανταπέδωσα το βλέμμα. Σχεδόν με έναν παρατεταμένο θυμό που καραδοκούσε στα μάτια μου, έτοιμος να ζητήσει άγαρμπα το λόγο. Σηκώθηκε ξαφνικά και ήρθε μπροστά μου. «Καλημέρα σας νεαρέ μου κύριε. Μπορώ να σας απασχολήσω για ένα δευτερόλεπτο; Δε θα καταχραστώ σχεδόν καθόλου τον πολύτιμο χρόνο του διαλείμματος σας». Έμεινα άναυδος. Όχι τόσο από αυτό που μου είπε αλλά από το πως μου απευθύνθηκε με την κίνηση του χεριού της. Με τη χάρη του σώματος της. Η ομοιότητα ήταν προφανέστατη. Σχεδόν ίδια με του συγχωρεμένου. Ταράχτηκα αρκετά. Ειδικά όταν παρατήρησα πως κρατούσε τον ίδιο αναπτήρα που είχε και ο πατέρας μου όταν κάπνιζε στα νιάτα του πολύ πριν του το απαγορέψει ο καρδιολόγος λέγοντας του: «Μάκη η αναμέτρηση με το τσιγάρο είναι τελειωμένη υπόθεση». Δεν μπορεί, κάτι συμβαίνει με αυτή την γυναίκα…

Η δική σου συνέχεια

Γράφει η Εύα Κώττα

Δεν απάντησα αμέσως, ξεκίνησα να παρατηρώ τις μικρές ρυτίδες γύρω από τα μάτια της, μετά το βλέμμα μου κύλισε στον λαιμό της και το χρυσό αλυσιδάκι με τον γαλάζιο σταυρό που φορούσε και κατέληξα αυτή μου την περιπλάνηση στα δάχτυλα της με τα νύχια βαμμένα σε έντονο κόκκινο χρώμα.

Υποθέτω παρασύρθηκα βαθιά στις σκέψεις μου γιατί την επόμενη φορά που μου απηύθυνε τον λόγο δεν άκουσα τι μου είπε παρά μόνο διάβασα τα χείλη της «Λοιπόν;». Προσπάθησα να απαντήσω αλλά δεν ήξερα πως θα ακουγόταν η φωνή μου αν άνοιγα το στόμα μου, δεν ήθελα να προδώσω την ταραχή μου, έπρεπε να ανακτήσω την αυτοκυριαρχία μου. Τελικά το μόνο που κατάφερα ήταν να γνέψω το κεφάλι μου προς τα κάτω.

«Το ξέρεις ότι του μοιάζεις πολύ;» μου είπε. Δεν απάντησα αλλά ένιωσα έναν κόμπο στον λαιμό μου να ανεβαίνει, τώρα ήμουν βέβαιος πως αν μιλούσα η φωνή μου θα ακουγόταν σπασμένη.

«Με το που μπήκες στο καφέ το κατάλαβα ότι είσαι γιος του. Φαρδιές ωμοπλάτες, μεγάλα χέρια, δυνατό και τραχύ μέτωπο και αυτό το αυστηρό και κυνικό βλέμμα που θα το αναγνώριζα ανάμεσα σε χιλιάδες άλλα. Μου πήρε καιρό να καταλάβω πως αυτή η αυστηρότητα στο βλέμμα δεν είναι παρά μόνο ένα παραπέτασμα. Ο πατέρας σου είχε μια ευαισθησία σπάνια και αν δυσκολευόταν καμιά φορά να δείξει την αγάπη του οφείλεται στον τρόπο που μεγάλωσε και τις εικόνες που κουβαλούσε μέσα του. Αλλά φαντάζομαι ότι αυτά τα ξέρεις ήδη, σωστά;»

Πριν το καταλάβω δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια μου, δεν είχε περάσει καιρός από τότε που έφυγε από την ζωή και ίσως από εγωισμό, ίσως από ντροπή ποτέ δεν είχα κλάψει μπροστά σε άλλους για εκείνον. Ο Μάκης δεν ήταν αυτό που λέμε στοργικός πατέρας αλλά ο αιφνίδιος θάνατος του μου είχε στοιχίσει. Πολλές φορές κάθομαι και σκέφτομαι τι θα μπορούσα να του πω αν ήξερα ότι θα πέθαινε, τις περισσότερες φορές καταλήγω σε ένα βίαιο κατηγορητήριο όπου του εξιστορώ όλα όσα θα μπορούσε να είναι για μένα αλλά που ποτέ δεν μπόρεσε. Μετά θυμώνω με τον εαυτό μου που κάθομαι και μαλώνω με νεκρούς και επιστρέφω στον κόσμο των ζωντανών προσπαθώντας να βγάλω άλλη μία ώρα, άλλη μια μέρα.

«Και εσείς ποια είστε;» την ρώτησα.

«Αυτό δεν έχει καμιά σημασία, ανήκω στο παρελθόν, δεν μπόρεσα ποτέ να σταθώ στο παρόν και πόσο μάλλον να υπάρξω στο μέλλον. Σήμερα κοιτάζοντας σε με πήγες 30 χρόνια πίσω, σε μια εποχή που όσο πιο πολύ μεγαλώνω τόσο πιο πολύ επιμένω να γυρνάω και να προσπαθώ να την κρατήσω μέσα μου ζωντανή. Συγγνώμη αν σε διέκοψα, ήθελα απλά να σου εκφράσω τα συλλυπητήρια μου.»

Άπλωσε το χέρι της στο δικό μου και μου το χάιδεψε ελαφρά. Υπό άλλες συνθήκες θα είχα τραβηχτεί, ποτέ δεν μου άρεσαν τέτοιες χειρονομίες, τις θεωρούσα γλυκανάλατες αλλά κάτι σε αυτό το άγγιγμα ένιωθε τόσο οικείο που με έκανε να αφεθώ. Η γυναίκα έφυγε όσο ξαφνικά είχε έρθει, κοίταξα τριγύρω μου να βεβαιωθώ ότι κανείς δεν με βλέπει και σκούπισα τα βρεγμένα από τα δάκρυα μάτια μου, έπιασα πάλι την εφημερίδα και συνέχισα να διαβάζω τα νέα του χρηματιστηρίου.


Γράφει η Καλλιόπη Καλύμνιου

«Όχι», της απάντησα απότομα, ενώ το βλέμμα μου έμεινε καρφωμένο στον αναπτήρα. Ήταν δώρο της μαμάς ο αναπτήρας. Το θυμάμαι ξεκάθαρα. Του τον είχε πάρει από ένα περίπτερο έξω από το λιμάνι του Πειραιά. Σε όλη τη διαδρομή από Ελληνικό μέχρι λιμάνι Πειραιά στις 5.30 το πρωί ο μπαμπάς έβριζε γιατί είχε ξεχάσει «τον γαμημένο αναπτήρα του». Λες και στην Αντίπαρο δεν υπάρχουν αναπτήρες.

«Ορίστε, πάρε αυτόν και σταμάτα να γκρινιάζεις», διέταξε η μαμά με το που μπήκε ξανά μες το αμάξι.

«Τι είναι αυτό;» Είχε μείνει ο μπαμπάς να κοιτάζει τον αναπτήρα. Ήταν πραγματικά γελοίος. Είχε επάνω κάτι μικρούς χορευτές με στεφάνια λουλουδιών στα μαλλιά και κάτι προβατάκια να πετάνε στον ουρανό. Μα καλά, ποιος σκέφτηκε τέτοιο σχέδιο για αναπτήρα;

«Τυφλός είσαι; Για τον αναπτήρα δεν έβριζες; Ε, πάρε αναπτήρα και σταμάτα την γκρίνια, πια!»

Δεν της απάντησε ποτέ ο μπαμπάς. Γύρισε μία φορά τον αναπτήρα στο χέρι του και τον έβαλε στην τσέπη χωρίς δεύτερη κουβέντα. Έχασε πολλούς αναπτήρες μέχρι να το κόψει οριστικά το τσιγάρο. Πάντα, όμως, ζητούσε πίσω τον αναπτήρα αυτό.

«Ορίστε;» Η ξαφνιασμένη φωνή της άγνωστης γυναίκας με έφερε στο παρόν.

«Ε, συγγνώμη, αλλά πρέπει να φύγω. Με περιμένουν». Χωρίς δεύτερη σκέψη άρπαξα το πεταμένο στη διπλανή καρέκλα παλτό μου και άφησα την διπλωμένη εφημερίδα επάνω στο μαύρο τραπεζάκι του μαγαζιού. Δεν με ενδιαφέρει να μάθω τι ήθελε να μου πει. Δεν με ενδιαφέρει να μάθω τίποτα για τη ζωή ενός ανθρώπου που για εμένα έχει πεθάνει.


Γράφει η Δώρα Καρακεχαΐδου

«Παρακαλώ. Καθίστε» της είπα. Απόρησα κι εγώ με την πρόσκληση αυτή. Υπό άλλες συνθήκες θα την αγνοούσα και θα συνέχιζα την ανάγνωσή μου. Όμως το βλέμμα της είχε ένα μυστήριο που έπρεπε να εξιχνιάσω.

Ίσιωσε το πράσινο της φόρεμα και έκατσε προσεκτικά στην απέναντι καρέκλα. Τα ξανθά μαλλιά της ήταν κολλημένα με λακ, θυμίζοντας μια άλλη δεκαετία. Το βλέμμα της ήταν οικείο αλλά όχι γνωστό. Σαν να την ήξερα χρόνια. Στα δευτερόλεπτα σιωπής που ακολούθησαν προσπάθησα να ανατρέξω στα παλιά οικογενειακά άλμπουμ που κατά καιρούς μου άρεσε να χαζεύω. Τίποτα. Καμία ανάμνηση της μυστηριώδους γυναίκας, που τώρα με κοιτούσε αμήχανα.

«Λοιπόν; Τι μπορώ να κάνω για εσάς;» της είπα, προσπαθώντας να την κάνω να μιλήσει. Ίσως η φωνή της να μου θύμιζε κάτι.

«Σίγουρα θα αναρωτιέστε με τι θράσος ήρθα να σας μιλήσω. Δεν πρόκειται όμως για θράσος. Πιο πολύ εσωτερική ανάγκη θα το έλεγα.»

«Σας ακούω. Μα πρώτα να συστηθούμε. Είμαι ο Γιώργος.» Καθώς σήκωσε το δεξί της χέρι να μου ανταποδώσει την χειραψία, είδα και κάτι ακόμα που ανήκε στον πατέρα μου. Το παλιό εκείνο δαχτυλίδι που είχα να δω πολλά χρόνια. Ήταν πεταμένο μέσα στην κούτα με τα παλιοπράγματα που πήραμε από το σπίτι της μητέρας του, όταν πέθανε.

Την θυμάμαι εκείνη την ιστορία. Είχε περάσει σχεδόν ένας χρόνος από τον θάνατο της κυρά-Μαρίας, όπως συνήθιζε να την φωνάζει ο πατέρας μου, όταν μια Κυριακή η μητέρα μου αποφάσισε να καθαρίσει την αποθήκη. Ο πατέρας μου είχε βρει επιτέλους την δύναμη να ανοίξει εκείνη την κούτα. Στον πάτο της υπήρχε ένα βελούδινο μπλε κουτάκι. Θυμάμαι την έκπληξή του. Τα μάτια του γέμισαν και το πρόσωπό του έσπασε. Δεν τόλμησα να ρωτήσω. Το άνοιξε κι από μέσα έπεσε ένα χιλιοδιπλομένο τραπουλόχαρτο. Το σήκωσα και το άνοιξα. Ήταν μια ντάμα καρό. Το βλέμμα του γέμισε με νοσταλγία. Χαμογέλασε. «Η κυρά-Μαρία ήταν πολύ μυστήρια γυναίκα τελικά.» Δεν μου εξήγησε ποτέ τι ήταν όλο αυτό. Ούτε και που ρώτησα. Να όμως τώρα που έφτασε το πλήρωμα του χρόνου. Να ήταν αυτή η Ντάμα καρό;

«Εγώ είμαι η Λίνα και είμαι αδερφή του πατέρα σου», είπε και με κοίταξε με αγωνία.

«Κάποιο λάθος κάνετε προφανώς. Ο πατέρας μου ήταν μοναχοπαίδι. Δεν είχε -», με διέκοψε πριν προλάβω να ολοκληρώσω τη φράση μου.

«Άσε με να σου εξηγήσω» είπε, και πήρε μια βαθιά ανάσα. «Η γιαγιά σου, η μητέρα μου δηλαδή, με γέννησε το 1959, δύο χρόνια μετά την γέννηση πατέρα σου. Εκείνα τα χρόνια τα πράγματα ήταν αλλιώς. Ήταν δύσκολα χρόνια και οι αξίες και η λογική των ανθρώπων ήταν τελείως διαφορετική. Πράγματα που σήμερα μας φαίνονται τρελά και αδύνατα, τότε ήταν πάγια τακτική. Η γιαγιά σου είχε μια ακόμη αδερφή, την Κατερίνα. Εκείνη, όσο κι αν προσπάθησε, δεν κατάφερε ποτέ της να αποκτήσει ένα παιδί, παρόλο που είχε άπλετο χρόνο και, κυρίως, χρήμα για να το μεγαλώσει. Την ίδια στιγμή, οι γονείς μου είχαν δύο παιδιά, δούλευαν μέρα – νύχτα και πάλι δεν μας έφταναν.

Θυμάμαι το σπίτι μας. Δύο δωμάτια είχε όλα κι όλα. Κουζίνα και κρεβατοκάμαρα. Η τουαλέτα ήταν έξω. Παίζαμε με ό,τι βρίσκαμε. Ο πατέρας σου μάζευε σπασμένα ξύλα και πάντα κάτι προσπαθούσε να φτιάξει με αυτά. Πότε μια σφεντόνα, πότε ένα σπαθί. Εγώ είχα βρει μια παλιά τράπουλα που της έλειπαν όλες οι φιγούρες. Μόνο μια Ντάμα καρό είχε ξεμείνει. Την είχα για φίλη μου. Την κρατούσα πάντα στο χέρι μου και της έλεγα ιστορίες που έφτιαχνα με το μυαλό μου.

Κάποια μέρα, γύρω στα πέντε θα ήμουν, η κυρά-Μαρία μου ανακοίνωσε ότι θα πάω διακοπές με τη θεία Κατερίνα σε μια πολύ μακρινή χώρα με περίεργα ζώα και θάλασσα. Ο μπαμπάς σου τότε, είχε θυμώσει πάρα πολύ. Ήθελε κι εκείνος να έρθει σ’ αυτή την εξωτική χώρα. Η κυρα-Μαρία του είπε πως δεν γινόταν. Δεν έδωσε καμία περαιτέρω εξήγηση. Σε μένα είπε μόνο, πως εκεί θα περάσω πολύ όμορφα και ότι θα επέστρεφα σύντομα. Μου μάζεψε τα ρούχα σε μια βαλίτσα. Το επόμενο πρωί, ήρθε η θεία Κατερίνα. Τα μάτια της Κυρα-Μαρίας σκοτείνιασαν αμέσως. Με πήρε στην αγκαλιά της και με κράτησε τόσο σφιχτά που μου κόπηκε η ανάσα. Πάντα την θυμάμαι αυτή την αγκαλιά. Ο πατέρας σου ήταν με κατεβασμένα τα μούτρα. Ήταν τόσο αστείος όταν θύμωνε… Δεν ήθελε καν να με χαιρετήσει. Πήρε το ξύλινο σπαθί του και πήγε να παίξει με τα υπόλοιπα παιδιά στην αλάνα.

Μετά από λίγο, η θεία Κατερίνα, έδωσε ένα χαρτί στην μάνα μου να υπογράψει. Ταυτόχρονα, έβγαλε κι εκείνη ένα μικρό μπλοκάκι από την τσάντα της και υπέγραψε κι εκείνη. Ανταλλάξανε τα χαρτιά και δώσανε τα χέρια. Μου φάνηκε τόσο περίεργο όλο αυτό. Η μάνα μου έδειχνε τόσο θυμωμένη και από την άλλη η θεία Κατερίνα κρατούσε με τόση λαχτάρα εκείνο το χαρτί με την υπογραφή της μάνας μου. Δεν μπορούσα να καταλάβω τότε τον θυμό της. Μ’ έσφιξε για ακόμη μία φορά, με φίλησε και μου ευχήθηκε καλή αντάμωση. Η θεία Κατερίνα πήρε την παλιά βαλίτσα με τα πράγματα μου και ξεκινήσαμε για την εξωτική μακρινή χώρα.

Το ταξίδι ήταν μεγάλο. Όταν φτάσαμε πια στην Αυστραλία, όλα μου φαίνονταν μαγικά. Για κατοικίδιο είχαμε έναν μεγάλο άσπρο παπαγάλο. Ήταν πανέμορφος. Οι μέρες περνούσαν κι εγώ ένιωθα σαν βασίλισσα στο σπίτι της θείας, όμως κάθε μέρα τη ρωτούσα πότε θα γυρίσουμε πίσω. Κάθε μέρα. Ώσπου μου είπε πως εκεί ήταν τώρα η νέα μου πατρίδα. Δεν θα γυρνούσαμε ξανά πίσω. Έχασα τη γη κάτω απ’ τα πόδια μου. Πιο πολύ με πονούσε πως δεν πρόλαβα ποτέ να χαιρετίσω τον αδερφό μου. Ήμουν θυμωμένη για καιρό, που τόλμησε να με πάρει μακριά από την οικογένειά μου. Εκείνη κάθε μέρα σκαρφιζόταν και κάτι καινούργιο για να μου φτιάξει τη διάθεση. Μου φερόταν πάντα πολύ όμορφα. Μέχρι που σταμάτησα πια να είμαι θυμωμένη μαζί της και την ένιωσα πια μαμά μου. Το μόνο που μου έλειπε από την Ελλάδα, ήταν ο πατέρας σου. Μόνο γι’ αυτόν λυπόμουν που είχε μείνει πίσω με δύο γονείς που ίσως να μην έπρεπε να γίνουν ποτέ γονείς.

Δεν κρατήσαμε καμία επαφή. Ήταν κι αυτός ένας όρος στο «ιδιωτικό συμβόλαιο» της υιοθεσίας μου. Πάντα τον σκεφτόμουν τον πατέρα σου. Πάντα μου έλειπε. Ήταν ένα κομμάτι δικό μου. Πραγματικά δικό μου. Ήθελα πολύ να τον ξαναδώ. Ήξερα όμως πως αν το έκανα, θα πλήγωνα την μάνα μου. Γιατί μάνα είναι αυτή που σε μεγαλώνει. Αυτή ένιωθα μάνα. Άφησα, λοιπόν τα χρόνια να περάσουν, κι όταν πια έφυγε απ’ τη ζωή, έψαξα να βρω τον πατέρα σου. Όταν τον βρήκα, είχε ήδη αρρωστήσει. Δεν πρόλαβα να έρθω να τον δω. Μου έστειλε όμως ένα πακέτο. Μέσα σ’ αυτό το πακέτο κατάφερε να κλείσει τη ζωή του όλα αυτά τα χρόνια. Μου έστειλε φωτογραφίες απ’ όλες τις σημαντικές στιγμές της ζωής του. Τα εφηβικά του χρόνια, τον γάμο του, την γέννηση σου… Και μέσα σ’ όλα κι αυτά. Το δαχτυλίδι, τον αναπτήρα και την Ντάμα καρό.»

Δεν ήξερα τι να πω. Είχα μείνει να την κοιτάω. «Δεν καταλαβαίνω. Γιατί; Γιατί δεν μας είπε τίποτα; Τι σημασία έχουν όλα αυτά τα αντικείμενα;»

«Το δαχτυλίδι ήταν της γιαγιάς σου. Οικογενειακό κειμήλιο. Πήγαινε από μάνα σε κόρη την ημέρα του γάμου της. Η Ντάμα ήταν το μοναδικό δικό μου αντικείμενο που έμεινε πίσω. Το παιχνίδι μου, η φίλη μου. Κι ο αναπτήρας για να έχω κάτι να πιαστώ. Ήξερε ότι θα φύγει. Ένιωθε πως δεν θα τον προλάβω. Και όντως. Έτσι έγινε. Ξέρω, καταλαβαίνω δηλαδή πως ίσως σου ακούγονται τρέλα όλα αυτά, μα είναι η αλήθεια. Θα ήθελα πολύ να -»

«Εγώ πρέπει να πηγαίνω τώρα», της είπα και πετάχτηκα από την καρέκλα. Δεν άντεχα να ακούσω άλλα. «Δεν ξέρω τι να πω. Χρειάζομαι χρόνο.»

«Το καταλαβαίνω», είπε και κατέβασε το βλέμμα. «Εδώ, σου γράφω το τηλέφωνό μου. Αν θελήσεις, μπορείς να μου τηλεφωνήσεις. Θα μείνω στην Ελλάδα για καιρό.» Έβγαλε ένα στυλό από την τσάντα της και κάτω από τον τίτλο «Εντάσεις στη Βουλή για το ασφαλιστικό» έγραψε το τηλέφωνο της.

AUTHOR

Beater.gr

Loading...
Οι Radiohead θα ανεβάζουν στο YouTube συναυλίες τους από το παρελθόν!
Δες την μικρού μήκους ταινία «Ο Ελβις Είναι Νεκρός» του Στέργιου Πάσχου εδώ!