Skip to content

Create Your Short Story: Η δική σου συνέχεια στην ιστορία «Η δίκη με τα τακούνια».

AUTHOR

DATE

SHARE THIS ARTICLE

Το #CreateYourShortStory είναι μια ελληνική ψηφιακή πρωτοβουλία κοινωνικού και πολιτιστικού προφίλ με την μορφή Pocket Size Storytelling.

Εσύ – που θέλεις να αποσυνδεθείς από οτιδήποτε σε κάνει να αισθάνεσαι αρκετά πιο αμήχανα – και αυτόματα να συνδεθείς με την μετάδοση μιας φρέσκιας μυθοπλαστικής αφήγησης, το #CreateYourShortStory είναι ο καλύτερος και πιο αχώριστος φίλος των ημερών στην καραντίνα.

Αν νιώθεις πως το μυαλό χρειάζεται να μεταφερθεί σε ένα περιβάλλον γεμάτο φαντασία, άσε την παραγωγή ερεθισμάτων που θα αισθανθείς από τις πρώτες κιόλας γραμμές κειμένου του #CreateYourShortStory να γράψουν την καλύτερη σύντομη ιστορία με αποτέλεσμα να έχεις την ευκαιρία να παρουσιάσεις τη δική σου εκδοχή ως δημιουργός συγγραφικού περιεχομένου.

Εμείς, λίγες μέρες μετά την αρχική δημοσίευση της κάθε «δικής μας» αρχής, θα επιλέγουμε και θα δημοσιεύουμε την συγγραφική τοποθέτηση στη «δική σου» συνέχεια σχετικά με το λογοτεχνικό κείμενο του Γιάννη Μυλόπουλου.

Πρώτη ιστορία: «Η δίκη με τα τακούνια»

Όλα βαίνανε καλώς. Σχεδόν τέλεια. Ότι είχε προγραμματίσει, έδειχνε να της βγαίνει και να ισχύει. Σε μια ιδιαίτερη αρμονία αλλά και κατανόηση. Η Μαίρη δεν αναγκάστηκε ιδιαίτερα να «φορέσει» την πιο χαμογελαστή επαγγελματική της μάσκα μέσα στο σικάτο κουστούμι της υπερασπίζοντας με πραγματική πειθώ την υπόθεση του πελάτη της. Το δικαστήριο ήταν ο δικός της χώρος. Το γήπεδο της. Η φυσική της έδρα. Μέχρι που ο δικαστής είχε άλλη γνώμη. Ακούγοντας την τελική του απόφαση, δεν μπορούσε να κοιτάξει κατάματα κανέναν. Μονάχα το πάτωμα που τριβόταν με μανία από τις μαύρες γόβες της. Ένα δεξί δάκρυ κύλησε στενάχωρα με γρήγορη κατεύθυνση προς τον ψηλό λαιμό της. Ήταν μια λέξη άγνωστη στην μέχρι τώρα πετυχημένη πορεία της. «Ισόβια…»

Η δική σου συνέχεια

Γράφει η Δαμιάνα Κουτσομίχα

Τα γόνατά της άρχισαν να τρέμουν. Δεν έπρεπε να χάσει την ισορροπία της. Οι μαύρες γόβες της ήταν ψιλοτάκουνες. Της έδιναν το φυσικό εκτόπισμα που της έλειπε. Οι κινήσεις έπρεπε να είναι μελετημένες. Δεν θα άντεχε και δεύτερο διασυρμό της φήμης της. Ήδη περνούσαν από μπροστά της οι τίτλοι των άρθρων στον ηλεκτρονικό τύπο.

«Γνωστή δικηγόρος λιποθύμησε στο άκουσμα της απόφασης…»

Μετατόπισε ελαφριά το σώμα της στο δεξί τακούνι. Έσυρε για λίγα εκατοστά μπροστά το αριστερό της πόδι. Άκουσε το ελαφρύ σύρσιμο του παπουτσιού και έδωσε βάρος στην μύτη του. Είχε ήλιο έξω και η μαύρη δερμάτινη γόβα γυάλιζε αστραφτερή σε αντίθεση με το βρώμικο πάτωμα. Ακούμπησε με αυτοπεποίθηση το αριστερό τακούνι κάτω και ακούστηκε ο δυνατός του ήχος «Τακ».


Γράφει η Στυλιανή Παπασαραφιανού

Όλα πήγαν στραβά… «Τί έφταιξε;» Επέμενε να παιδεύει τον εαυτό της μ’ αυτή τη φράση. Το ερώτημα ξεπηδούσε με πείσμα από μέσα της όπως ένα μπαλάκι που εκσφενδονίζεις με φόρα στον τοίχο και αυτό γυρνάει πάντα πίσω με ορμή. Η ετυμηγορία αντηχούσε μέσα της σαν το πιο φάλτσο πράγμα που είχε ακούσει ποτέ στη ζωή της. Κι όμως ήταν σίγουρη ότι όλα θα πήγαιναν καλά… Το προηγούμενο βράδυ είχε ξενυχτήσει πάνω από δεκάδες σελίδες δικόγραφα. Είχε προβάρει με αυτοπεποίθηση τα επιμελώς δουλεμένα λόγια που θα αγόρευε στο δικαστήριο. Δεν έβαλε ούτε για μια στιγμή με τον νου της ότι το αποτέλεσμα δεν θα δικαίωνε ούτε εκείνη ούτε τον πελάτη της.

Για περίπου μισό λεπτό μεσολάβησε αβάσταχτη σιωπή στην αίθουσα. Οι δείκτες του μεγάλου ρολογιού που κρεμόταν στον, κιτρινισμένο από τα χρόνια, λευκό τοίχο συνέχιζαν να μετρούν με αυστηρή ακρίβεια τα δευτερόλεπτα. Έπειτα, αντιλήφθηκε έναν βαθύ αναστεναγμό να βγαίνει από τα χείλη του ατόμου που υπερασπιζόταν. Κάθισε ξανά δίπλα του. Το δεξί του χέρι άγγιξε αμήχανα το σαγόνι του και έπειτα κάλυψε το μέτωπό του. Και έμεινε έτσι εκεί για λίγο αμίλητος, ανέκφραστος, ακίνητος.

«Θα κάνουμε έφεση! Δεν χάθηκε τίποτα ακόμη», του είπε θέλοντας να τον καθησυχάσει αλλά κι αυτές οι κουβέντες έμοιαζαν άσκοπες, χωρίς κανένα νόημα.

Μπορεί να μην είχε αρθρώσει λέξη μέχρι τότε αλλά η εκκωφαντική σιγή του σε συνδυασμό με το βλέμμα του στο κενό πρόδιδε ότι εντός του φούντωνε μία θύελλα θυμού, λύπης και απογοήτευσης. Εκείνος ένευσε αρνητικά και έπειτα σηκώθηκε. Έσυρε απρόθυμα τα βήματά του προς την κατεύθυνση των αστυνομικών που ήδη ζύγωναν προς το μέρος τους.

Εξερχόμενη από την αίθουσα μαζί τους, τον παρατηρούσε ενώ εκείνος κατέβαινε με τους φρουρούς τις σκάλες γοργά, μηχανικά, χωρίς να φέρει καμιά αντίσταση. Ύστερα ενώ περνούσε το κατώφλι της εξόδου προς τα έξω, τον είδε να γυρίζει το κεφάλι του στιγμιαία πίσω και να την κοιτάζει.

Ξαφνικά, η ματιά του της φάνηκε σαν να είχε φορτιστεί με κάτι άλλο, μία σπιρτάδα, μία αποφασιστικότητα αλλιώτικη. Και ενδόμυχά της ήταν σαν να ήξερε ήδη τί σήμαινε αυτό. Ο φόβος πάγωσε κάθε λογισμό που βομβάρδιζε το μυαλό της εκείνη την ώρα. Η ανάσα της βγήκε κοφτή από τον λαιμό της. Τί θα γινόταν αν;… Όχι, όχι! Αποκλείεται!

Ενστικτωδώς άνοιξε την τσάντα της. Πλέον, ένιωθε να περπατάει πάνω σε καρφιά, ενώ άλλοτε βάδιζε με απίστευτη άνεση και χάρη πάνω στις ψηλές, στιλάτες γόβες της. Κοντοστάθηκε. Έψαξε τα τσιγάρα και τον αναπτήρα της. «Πού πήγαν πάλι τα αναθεματισμένα!» Πάντα χάνονταν όποτε τα είχε περισσότερο ανάγκη! Ακούμπησε τους αγκώνες της στα σιδερένια κάγκελα. Ένιωσε τη δροσιά τους σαν ένα ευχάριστο, δροσερό καλωσόρισμα πάνω στο φλογισμένο δέρμα της. Η ζέστη ήταν αφόρητη αν και ο ήλιος κόντευε να δύσει. Ένα λεπτό στρώμα ιδρώτα κάλυπτε τώρα το στέρνο της. Η βοή του δρόμου, οι κόρνες από τα αυτοκίνητα που έσκιζαν διαρκώς την άσφαλτο δεν την άφηνε να αφουγκραστεί καθαρά τις σκέψεις της. Έσβησε το τσιγάρο στο σταχτοδοχείο του κάδου που είχε κοντά της και άφησε και την τελευταία τολύπα καπνού να βγει αργά από τα χείλη της σε έναν σχηματισμό δαχτυλιδιού. Μπήκε στο αυτοκίνητό της και έβαλε μπρος.

Όταν έφτασε στο διαμέρισμά της, είχε αρχίσει κιόλας να νυχτώνει. Το γνώριμο νιαούρισμα του «Τότο» την οδήγησε στην κρεβατοκάμαρά της. Μέσα στο μισοσκόταδο είδε δύο κεχριμπαρένια μάτια να είναι στυλωμένα πάνω της και μία γκρι, χνουδωτή μπάλα να σαλεύει μέσα από τα τεράστια, αφράτα μαξιλάρια του κρεβατιού και να κινείται νωχελικά προς το μέρος της.

«Ναι! Και εγώ χαίρομαι που σε βλέπω!», μουρμούρισε η Μαίρη με ένα λοξό χαμόγελο!

Μπήκε στο μπάνιο και άφησε το χλιαρό νερό να πέσει επάνω της. Ήθελε να διώξει από κάθε πόρο του κορμιού της την συσσωρευμένη κούραση, την υπερένταση. Αλλά λαχταρούσε ταυτόχρονα να ξεπλύνει τις τύψεις για το ότι δεν τα κατάφερε. Οι μύες του σφιγμένου αυχένα της επιτέλους άρχισαν να χαλαρώνουν.



Έτριψε σχολαστικά την μάσκαρα από τα βλέφαρά της. Μόλις βγήκε από την μπανιέρα πρόλαβε ελάχιστα να δει το είδωλό της στον καθρέφτη πριν οι ατμοί απλωθούν ολόγυρα και θολώσουν την γυαλιστερή επιφάνειά του. Αισθάνθηκε ανακούφιση όταν δεν μπορούσε πια να διακρίνει καλά την αντανάκλασή της. Παρόλαυτα, είχε προλάβει έστω και αμυδρά να συγκρατήσει τους μαύρους κύκλους που πλαισίωναν από κάτω τα μάτια της, ενθύμιο του τελευταίου 24ώρου που είχε περάσει άυπνη.

Φόρεσε τα άνετα ρούχα με τα οποία συνήθιζε να κυκλοφορεί μες στο σπίτι, έβαλε μία jazz μελωδία να παίζει στο πικάπ και ένα ποτήρι λευκό κρασί. Άνοιξε την τηλεόραση και πάτησε την σίγαση. Έκανε αναζήτηση σε διάφορα κανάλια παρά το ότι ουσιαστικά δεν την ενδιέφερε να παρακολουθήσει τίποτα. Σταμάτησε το ζάπινγκ σε βραδινό talk show. Παράτησε το τηλεκοντρόλ στον καναπέ και στράφηκε προς την κουζίνα. Υποσυνείδητα κάτι εξακολουθούσε να την τριβελίζει.

Το ασύρματο τηλέφωνο κουδούνισε με τον ενοχλητικό, διαπεραστικό του ήχο. Δυσανασχετώντας πλησίασε την συσκευή. Αναπάντεχα αισθάνθηκε ένα κύμα αβεβαιότητας να την κατακλύζει που γρήγορα έδωσε την θέση του στην ανησυχία. Η οθόνη αναβόσβηνε δείχνοντας ότι η μπαταρία του είχε μόνο μία μπάρα. Σήκωσε το ακουστικό διστακτικά.

«Παρακαλώ!», μεσολάβησαν μερικές στιγμές σιωπής ώσπου άκουσε από την άλλη μεριά της γραμμής να της αποκρίνονται…
«Είχες δίκιο. Δεν χάθηκε τίποτα ακόμη». Κατόπιν η κλήση διακόπηκε αιφνίδια.

Η φιγούρα που έδειχνε τώρα η τηλεόραση τράβηξε αυτόματα την προσοχή της. Δυνάμωσε την ένταση. Στο οπτικό της πεδίο εισέβαλλε κυρίαρχος ο τίτλος που κοσμούσε την είδηση του έκτακτου δελτίου: «Απόδραση κατάδικου κατά την μεταγωγή του στη φυλακή». Η δημοσιογράφος συνέχισε να αναγγέλλει εμφατικά το νέο με την καθαρή της άρθρωση: «Ανθρωποκυνηγητό έχουν κηρύξει οι αρχές οι οποίες καταζητούν 43χρονο άνδρα που δραπέτευσε πριν από λίγο…»

AUTHOR

Beater.gr

Loading...
«Το Φως», το ποίημα της Παρασκευής.
Create Your Short Story: Ντάμα Καρό.