Cinematic Odyssey #47: Οι ταινίες της εβδομάδας!
Στον καιρό των απλοϊκών αφηγημάτων, όπου όλα πρέπει να εξηγούνται και να πακετάρονται σε ένα μήνυμα, οι ταινίες της εβδομάδας δεν ζητούν να τις καταλάβεις αλλά να αφεθείς στον παραλογισμό τους, στην αγωνία, στην παράξενη μορφή καλοσύνης που κουβαλούν μέσα από σπασμένα κάτοπτρα. Αν νιώθεις ότι ο κόσμος γύρω σου μοιάζει ολοένα και πιο σκηνοθετημένος, αν οι πράξεις σου μοιάζουν να επαναλαμβάνονται με τελετουργική κούραση, ή αν απλώς νιώθεις ότι το σώμα σου δεν είναι πάντα εσύ, τότε αυτές οι τρεις ταινίες είναι παραμορφωτικοί καθρέφτες όπου για πρώτη φορά θα αναγνωρίσεις το είδωλό σου.
______________________
Synecdoche, New York (2008, Charlie Kaufman)

Σε αυτό το χαοτικό, τρυφερό και εφιαλτικό έπος “Synecdoche”, ο Charlie Kaufman γράφει και σκηνοθετεί μια ωδή στη μοναξιά και την αναζήτηση νοήματος. Ο Caden Cotard είναι ένας θεατρικός σκηνοθέτης που ζει στην Νέα Υόρκη. Παλεύει με την κατάθλιψη, τη σωματική αποσύνθεση και έναν διαλυμένο γάμο. Όταν η γυναίκα του φεύγει με το παιδί τους, αυτός κερδίζει μια υποτροφία για να δημιουργήσει ένα έργο τέχνης. Στο έργο αυτό βλέπουμε στην πραγματικότητα ένα γιγάντιο θεατρικό σκηνικό, μια ρέπλικα της Νέας Υόρκης σε αποθήκη. Σταδιακά ο Caden προσλαμβάνει ηθοποιούς για να αναπαραστήσουν όλες τις πτυχές της ζωής του, με το πέρασμα του χρόνου. Η αφήγηση περιπλέκεται όταν ο Caden προσλαμβάνει έναν ηθοποιό να παίξει τον εαυτό του, κι έπειτα έναν άλλο για να παίξει τον ηθοποιό που τον παίζει κ.ο.κ. Έτσι, ο χρόνος χάνεται, οι ρόλοι καταρρέουν, οι δεκαετίες περνούν σαν να μη συμβαίνει τίποτα και η αναζήτηση ταυτότητας γίνεται ο εφιάλτης του ανθρώπου που δεν αντέχει να μην ελέγχει.
Ο Caden δεν θέλει να καταλάβει τη ζωή, αντιθέτως, θέλει να την αναδημιουργήσει ώστε να την αγαπήσει. Αλλά στο τέλος, όταν έχει πια αδειάσει από εγώ, μόνον ως παρατηρητής μπορεί να δεχτεί την ανθρώπινη παρουσία. Και τότε, μέσα από τη φωνή ενός άλλου, ίσως του Θεού, ίσως της τέχνης, ίσως της ψευδαίσθησης, του ψιθυρίζεται η χαρακτηριστική φράση «You’re not alone.». Συνειδητοποιεί λοιπόν, πως ο μόνος τρόπος να είσαι καλός είναι να πάψεις να ζητάς απαντήσεις και να αρχίσεις να βλέπεις τους άλλους. Ο τίτλος άλλωστε της ταινίας, αναφέρεται στη ρητορική φιγούρα της συνεκδοχής, όπου ένα μέρος αντιπροσωπεύει το όλον. Ο Caden προσπαθεί να αναπαραστήσει την πλήρη αλήθεια της ζωής του μέσω της τέχνης, όμως αυτό απαιτεί απόλυτο έλεγχο. Ο έλεγχος, όμως, διαλύει το αντικείμενο. Αν προσπαθείς να ζήσεις όλα τα πιθανά σενάρια της ζωής, δεν μπορείς να ζήσεις τίποτα.
______________________
Kinds of Kindness (2024, Yorgos Lanthimos)

Ο Λάνθιμος, έπειτα από την επιτυχία του Poor Things, επιστρέφει με ένα σπονδυλωτό τρίπτυχο “Kinds of Kindness” : τρεις ιστορίες, τρεις εκδοχές μιας χειραγωγημένης καλοσύνης. Ένας άντρας ζει απόλυτα υποταγμένος στον εργοδότη/μέντορά του, ο οποίος ελέγχει κάθε λεπτομέρεια της ζωής του: από το τι τρώει, μέχρι και με ποια γυναίκα κοιμάται. Όταν του ζητείται να προκαλέσει ένα δυστύχημα με ανθρώπινα θύματα, διστάζει και τιμωρείται με εξοστρακισμό. Τότε βυθίζεται σε υπαρξιακή κρίση και προσπαθεί να βρει ανεξαρτησία. Στην δεύτερη ιστορία, μια γυναίκα επιστρέφει από την εξαφάνισή της, αλλά ο άντρας της αρχίζει να πιστεύει πως δεν είναι “η ίδια”. Η υποψία τον οδηγεί σε ψύχωση, καθώς θέλει την πραγματική γυναίκα του, όχι αυτή που παριστάνει. Το θέμα εδώ είναι η αποτυχία της καλοσύνης μέσα από την αδυναμία του να δεχτεί τον Άλλον όπως είναι τώρα. Στην τελευταία ιστορία, δύο μέλη μιας ομάδας αναζητούν έναν πνευματικό οδηγό, έναν άνθρωπο που θα φέρει τη λύτρωση μέσα από την υποταγή. Όταν νομίζουν ότι τον βρίσκουν, ξεκινά μια παραισθησιογόνα διαδικασία δοκιμών, εμμονής, και κακοποίησης. Η καλοσύνη εδώ έχει γίνει θεολογική εξουσία, μιας και ο καλός είναι αυτός που υπομένει χωρίς να αντιμιλά.
Το “Kinds of Kindness” είναι μια αναπαράσταση διαφορετικών μορφών υπακοής, με φόντο μια σύγχρονη κοινωνία όπου η καλοσύνη δεν είναι αυθόρμητη αλλά εντολοδοτούμενη. Και κάπου εκεί, στην επανάληψη του ελέγχου, η ταινία μας προκαλεί ένα εύλογο ερώτημα: μήπως η καλοσύνη είναι απλώς ένα άλλο εργαλείο κυριαρχίας; Αν ο Kaufman προτείνει ότι η καλοσύνη είναι η ήσυχη πράξη της παρατήρησης, ο Γιώργος Λάνθιμος στο Kinds of Kindness την παρουσιάζει ως σαδομαζοχιστικό συμβόλαιο. Η καλοσύνη εδώ συνδέεται με την ικανότητα να αντέχεις τον έλεγχο χωρίς να σπάσεις. Κανένας δεν είναι αυθεντικά καλός αλλά απλώς εκπαιδευμένος. Έτσι, η καλοσύνη δεν είναι ενσυναίσθηση· είναι αποδοχή της εξουσίας.
______________________
The Substance (2024, Coralie Fargeat)

Μία αμφιλεγόμενη body-horror φεμινιστική έκρηξη, το “The Substance”, ξεχώρισε για την ειλικρινή και αυθάδη αναπαράσταση της σύγχρονης κοινωνίας. Η Elizabeth Sparkle (υποδυόμενη από την Demi Moore) είναι μια τηλεοπτική παρουσιάστρια, κλασική “βασίλισσα ομορφιάς” που ο κόσμος έχει εγκαταλείψει. Για να επανέλθει από την περίοδο παρακμής που διανύει, της προτείνεται το “Substance”, ένα βιοτεχνολογικό σκεύασμα που δημιουργεί μια νέα, ανανεωμένη εκδοχή του εαυτού σου, το τέλειο σώμα, τη νέα αρχή. Αυτή η νέα εκδοχή (Margaret Qualley) βγαίνει στον κόσμο αντί για σένα. Το πείραμα ξεφεύγει όταν η νέα Elizabeth αρχίζει να αποκτά συνείδηση, επιθυμία, να απαιτεί τη ζωή που της αρμόζει, με παρορμητικό και επιβλαβή τρόπο για την Elizabeth. H αρχική Elizabeth, μεγαλώνοντας έχει μάθει να είναι καλή: όμορφη, προσιτή, διακριτική, υποχωρητική. Όλη της η ζωή βασίζεται σε αυτό που οι άλλοι περιμένουν από εκείνη να είναι. Όταν κυριολεκτικά δημιουργεί μια εκδοχή της που ικανοποιεί αυτές τις ανάγκες, αντιλαμβάνεται πως αυτή η καλοσύνη την εξοντώνει. Στην πραγματικότητα, το σώμα γίνεται πεδίο μάχης, μεταξύ του παλιού και του νέου, του φυσικού και του κατασκευασμένου.
Το The Substance είναι μία ταινία έντονα εμπνευσμένη από την αισθητική και την φιλοσοφία του Cronenberg, και συγκεκριμένα από την κληρονομιά του body horror ως εύπλαστου, διαρκώς μεταβαλλόμενου χώρου τραύματος, επιθυμίας και εξουσίας. Αυτό που κάνει την ταινία να ξεχωρίζει είναι η άρνησή της να προσφέρει κάθαρση. Δεν υπάρχει λύτρωση, δεν υπάρχει συμφιλίωση. Υπάρχει μόνο το κόστος της αναγνώρισης: ότι η καλοσύνη ως υποταγή δεν είναι αρετή, αλλά μορφή αυτοκαταστροφής. Η φεμινιστική διάσταση της ταινίας δεν εκφράζεται μέσω δηλώσεων ή χαρακτήρων-συμβόλων, αλλά μέσα από το ίδιο το αίμα και τη σάρκα που ανασυντάσσεται στην οθόνη. Η Coralie Fargeat δεν επιδιώκει μόνο να καταγγείλλει την σημασία της εμφάνισης και πόσο αυστηρά αντιμετωπίζεται, αλλά κυρίως να τονίσει την εσωτερίκευσή της από τις ίδιες τις γυναίκες. Και αυτή η παραδοχή είναι ίσως η πιο ανατριχιαστική αλήθεια όλων, μιας και στο τέλος, το πιο απόκοσμο τέρας δεν γεννιέται από την επιστήμη, αλλά από τη βαθιά, αργή βία του να σε μαθαίνουν να χαμογελάς την ώρα που εξαφανίζεσαι.
______________________