Η ιστορία του Άγη, της Εύης και της καραντίνας τους. Μέρος ΙΙ
Φωτογραφία εξωφύλλου: Χρήστος Βιδούρας
Πάτα play και διάβασε.
Η μέρα είχε προχωρήσει. Ο Άγης είχε επιστρέψει στη θέση που είχε καταλάβει από το πρωί δίπλα στο καλοριφέρ. Η Εύη παρέμενε στην άλλη άκρη του καναπέ. Τα γυαλιά του Άγη είχαν κυλήσει στη μύτη του, τα χέρια της Εύης είχαν πέσει πάνω στα μαζεμένα γόνατα της. Ο Άγης είχε γυρίσει στο δεξί του πλευρό και τα χέρια του, τεντωμένα κι ίσια, κρατούσαν ακόμα το βιβλίο και το μολύβι. Η Εύη, χωρίς να αλλάξει τη στάση της – τα πόδια της κουλουριασμένα, τα χέρια της μαζεμένα κάτω από το σαγόνι της – βυθιζόταν όλο και περισσότερο στα μαξιλάρια στη γωνία του καναπέ. Η Εύη ήταν στη σκιά και σχεδόν δε φαινόταν κι ο Άγης ήταν σκεπασμένος από τον ήλιο που έφτανε, πια, βαθιά στο σαλόνι, μέχρι τον καναπέ. Το στόρι από το παράθυρο ήταν ανεβασμένο κι οι κουρτίνες ήταν τραβηγμένες στις άκρες. Το φως έμπαινε όσο μπορούσε να μπει κι η μέρα έδειχνε στη φλούδα του ουρανού όλα τα χρώματά της: ένα ροδάκινο που, από άγουρο και σκληρό, γινόταν ώριμο και μαλακό, που, από κίτρινο με αίσθηση στιγμιαία κι οξεία, γινόταν κόκκινο με αίσθηση διαρκή και ζουμερή· το μεσημέρι βασίλευε.
Στο δωμάτιο δεν ακουγόταν τίποτα. Ο πυκνός βόμβος, όπου σωρευόταν ό,τι περίσσευε από τις αργές αναπνοές των δύο, από τα μαξιλάρια που υποδεχόταν τις αλλαγές στις στάσεις του Άγη και της Εύης, από τις ηλεκτρικές συσκευές, από τη διαστολή στα ξύλα του παρκέ, από το χορό από τις τεμπέλικες κλωστές πάνω από το λεπτό χαλί, ελκόταν από ένα σημείο στο κέντρο του δωματίου. Η ησυχία, τα πλήρη από κενό χαλαρωμένα χαρακτηριστικά της, πλήρωναν τα κενά της αραιωμένης ατμόσφαιρας, κι έστελναν τις διαστάσεις του δωματίου στις γωνίες του σαλονιού. Το δωμάτιο, εκείνη τη στιγμή ήταν τέσσερις αδρές γωνίες στις άκρες από ένα πυκνό κέντρο, ενωμένες με χορδές, που έσφιγγαν, στο μέτρο που ένα κελάηδισμα από κάποιο πουλί έφτανε μέσα, ενώ, όσο τις ζέσταινε ο ήλιος, ξεκουρδιζόταν περαιτέρω.
“Δεν έδωσαν σημασία στο ότι, όπως μια σύμπτωση επέτρεψε ένα συμβάν – οι δυο τους, μόνοι τους στο τραπέζι – να αναδυθεί πάνω από όλα τα «τι φάση;», ανάλογα μια άλλη σύμπτωση θα μπορούσε να επιβάλλει σε ένα παρόμοιο συμβάν – τους δυο τους, μόνους τους στην παραλία – να βυθιθεί κάτω από όλα τα «γιατί».”
Ο ήλιος, στο τέρμα του ορίζοντα, ετοίμαζε τα σύννεφα σε υψηλές θερμοκρασίες, και τ’ άφηνε να ξεκινήσουν, να φτάσουν στη μέση της μέρας, να ανέβουν ψηλά στο κόκκινο στερέωμα, να συγχρονιστούν με την κίνηση της ατμόσφαιρας. Εκεί, κόχλαζαν σαν οξείδωση, χώριζαν το μπλε στο κέλυφος, από το κόκκινο που είχε πλημμυρίσει το θόλο, βουρβούριζαν ανάποδα στη βαρύτητα σαν κόκκινος καπνός που είχε παγιδευτεί σε μια λεπτή επιφάνεια. Κι όσο η Γη γυρνούσε προς την άκρη της μέρας και το ηλιοβασίλεμα ερχόταν στη μέση της, το άγριο ανάγλυφο από τα σύννεφα ημέρευε, γινόταν πλάτωμα με φρύγανα, σχίνους και κουμαριές που σιγοκαίγανε, κι όσο οι ακτίνες περνούσαν τα σύννεφα, μαλάκωναν. Τότε ανέβαιναν σα ξεθυμασμένο κύμα στα πόδια της Εύης και περνούσαν σαν κόκκινο φιλμ πάνω στο πρόσωπο του Άγη. Έτσι, η μέρα τους γυρνούσε προς το τέλος της και το σήμερα κυλούσε αργά, όπως κι οι δυο τους αποκοιμιόταν μέσα στο ζεστό φως, προς την αρχή τους.
Γιατί στην αρχή είχαν δοκιμάσει να κάνουν αυτό που δεν περίμενε κανείς από τους δυο τους, κάτι ανάποδο: ένα κυκλαδίτικο νησί, μόνοι τους. Τέλη Αυγούστου, δέκα μέρες μόνο αφού γνωριστήκαν· «Μια τρέλα» όπως το είχε υποδεχτεί η Εύη ή ένα «Έλα μωρέ, σιγά παρεούλα, χαβαλέ» όπως το είχε υποδεχτεί ο Άγης, ο καθένας στους αντίστοιχους φίλους τους, που τους ρωτούσαν «Τι φάση; Δεν είσαι εσύ έτσι.» Το είχαν αποφασίσει, για όποιο λόγο μπορεί να αποφασίζεται ένα πράγμα όταν δύο άνθρωποι κοιτάζονται στα μάτια, κι ήταν αμετάπειστοι, για όποιο λόγο μπορεί να είναι αμετάπειστοι δύο άνθρωποι που είχαν κοιταχτεί στα μάτια, και δεν είχαν σκεφτεί πραγματικά «τι φάση;», όπως δε σκέφτονται τίποτα πέρα από το τώρα, την αέναη επανάληψη του, δύο άνθρωποι που κοιτάζονται στα μάτια. Και το «πώς είναι» το άφησαν στη διαβολική σύμπτωση που έφερε το βλέμμα της και το δικό του πάνω από τη φωνή του, που ρώτησε για το νησί και την εκδρομή, και τη δικιά της, που είπε «οκ». Δεν έδωσαν σημασία στο ότι, όπως μια σύμπτωση επέτρεψε ένα συμβάν – οι δυο τους, μόνοι τους στο τραπέζι – να αναδυθεί πάνω από όλα τα «τι φάση;», ανάλογα μια άλλη σύμπτωση θα μπορούσε να επιβάλλει σε ένα παρόμοιο συμβάν – τους δυο τους, μόνους τους στην παραλία – να βυθιθεί κάτω από όλα τα «γιατί».
«Συναντήθηκαν στη μέση από μια συστάδα καλαμιών κι άρχιζαν να περιτριγυρίζουν ο ένας τον άλλον, να χαμογελάνε, να φωνάζουν ποιός περίμενε ποιόν, να διαφωνούν για την παραγγελία, για την τελευταία μπουκιά, να κλέβουν το μπουκάλι κρασί, να κοιτιούνται όσο γυρνούσε ο ένας γύρω από τον άλλο, να ζαλίζονται, να πίνουν, να κλείνουν τα μάτια.»
Η Εύη, τότε, είχε καρφώσει τα μάτια της στον Άγη. Δεν τα έπαιρνε, όχι τόσο γιατί δεν πίστευε αυτό που της είπε, άλλωστε σίγουρα το είχε ξανακούσει από κάποιον άλλον, αλλά γιατί δεν είχε τίποτα να του πει. Ήταν σαν εκείνη τη στιγμή, το στοίχημα εκείνο που είχε βάλει χωρίς να το καταλάβει, την ώρα που δέχτηκε να πάει μαζί του διακοπές, να κάνει αυτή την «τρέλα», να της έλεγε κάποιος ότι το έχασε και, με την αδιαφορία των σηκωμένων ώμων, να συμπλήρωνε «συμβαίνουν αυτά» κι ότι «έτσι είναι. Κάποτε χάνεις, κάποτε κερδίζεις». Η Εύη, τότε, δεν είπε τίποτα γιατί, σκέφτηκε, πως ό,τι και να έλεγε θα ήταν σήμα σε εκείνον που σήκωσε τους ώμους, ένα σήμα ότι τελείωσαν όλα, ένα σήμα ότι αποδέχεται ότι έχασε, ότι έκανε τότε λάθος. Η Εύη, μόνο σηκώθηκε, και χωρίς να βγάλει το μπλε φόρεμά της πάνω από το μαγιό, περπάτησε ως τη θάλασσα και στάθηκε στην άκρη· εκεί όπου τα κύματα μόλις που έφταναν να της καλύψουν τα πόδια. Μόλις ένα λεπτό μετά, έβγαλε αυτό που φορούσε και κοίταξε γύρω της κι είδε μόνο τον Άγη, κατακόκκινο στο πρόσωπο από τον ήλιο, να είναι στηριγμένος στον αγκώνα του και να την κοιτάει και, πέρα από αυτόν κανέναν άλλο στην παραλία. Πέταξε το φόρεμα της λίγο πιο πέρα για να μην το φτάνει το κύμα, περπάτησε μέσα στο νερό μέχρι η θάλασσα να καλύψει και τη μέση της και, με μια κίνηση που έφερε μέχρι και τους αστραγάλους της έξω από το νερό, βούτηξε.
Όταν έβγαλε το κεφάλι της από το νερό, ένα σύννεφο είχε σταθεί μπροστά στον ήλιο. Το γκρίζο γύρω της την αποπροσανατόλισε. Κολύμπησε μέχρι εκεί που μπορούσε να πατήσει και στάθηκε μόνο με το κεφάλι της να βγαίνει από το νερό. Με τα χέρια της σκούπισε το νερό από το πρόσωπό της και έφερε πίσω τα μαλλιά της. Η μέρα είχε κρυώσει απότομα. Γύρισε να ψάξει τον ήλιο, τον διέκρινε πίσω από το σύννεφο. Ήταν χαμηλά στον ορίζοντα και θυμήθηκε ότι όπου να ‘ναι θα νύχτωνε. Κοίταξε στην παραλία κι είδε ότι ήταν άδεια. Ο Άγης έλειπε αλλά οι πετσέτες τους ήταν εκεί, αν και τώρα, η άμμος όπου αυτές ήταν, είχε γίνει λιγότερο ξανθή, σχεδόν καφέ στο γκρίζο φως. Κολύμπησε βγήκε έξω, σήκωσε κι έβαλε το φόρεμα της και κοίταξε πίσω της. Το σύννεφο φαινόταν ότι ακολουθούσε τον ήλιο μέχρι τη θάλασσα. Σκέφτηκε ότι κρύωνε ακόμα και τώρα που φόρεσε το φόρεμα της. Περπάτησε πάνω στην άμμο που, σ’ αυτή τη θερμοκρασία, δεν ήταν ψιλή όπως όταν έκανε την αντίθετη διαδρομή προς τη θάλασσα, αλλά είχαν γίνει συσσωματώματα από κόκκους όπου το πόδι της βυθιζόταν εύκολα. «Η υγρασία», σκέφτηκε. Πέρασε δίπλα από τις πετσέτες τους, αλλά απέρριψε τη σκέψη να τις περάσει στους ώμους της, μιας και σκέφτηκε ότι μετά από τόση ώρα στην κρύα άμμο θα ήταν πια μούσκεμα. Έτριψε τα μπράτσα της με τις παλάμες της και γύρισε ακόμα μια φορά προς τον ήλιο. Ήταν κρυμμένος πίσω από το σύννεφο και μόνο ένα θαμπό φως ήταν γύρω. Λίγο πίσω από τις πετσέτες τους άρχιζε ένα μονοπάτι που φαινόταν ότι ανέβαζε πάνω στο ύψωμα που αγκάλιαζε την παραλία. Άρχισε να ανεβαίνει, έχοντας ξεχάσει ότι ο Άγης έλειπε και σίγουρα – εντελώς – αυτό που της είχε πει. Το μόνο που είχε στο μυαλό της ήταν ότι εκεί πάνω, στο ύψωμα που ανέβαινε αυτό το σύννεφο (το μόνο σύννεφο που υπήρχε στον ουρανό) δε θα έκρυβε τον ήλιο. Όταν έφτασε, έφτανε κι ο Άγης που ανέβαινε από την απέναντι πλευρά. Ο ήλιος όντως ζέσταινε. Συναντήθηκαν στη μέση από μια συστάδα καλαμιών κι άρχιζαν να περιτριγυρίζουν ο ένας τον άλλον, να χαμογελάνε, να φωνάζουν ποιός περίμενε ποιόν, να διαφωνούν για την παραγγελία, για την τελευταία μπουκιά, να κλέβουν το μπουκάλι κρασί, να κοιτιούνται όσο γυρνούσε ο ένας γύρω από τον άλλο, να ζαλίζονται, να πίνουν, να κλείνουν τα μάτια. Τη μοναδική φορά που ο Άγης πήγε να την αγγίξει, η Εύη την κατάλαβε χωρίς να τον δει. Το διαισθάνθηκε μόνο γιατί ένιωσε το χέρι του να πλησιάζει το μάγουλο της για να διώξει, όπως σκέφτηκε εκείνη, δύο λεπτά φύλλα από καλάμι που είχαν κολλήσει εκεί.
Η ιστορία του Άγη, της Εύης και της καραντίνας τους. Μέρος Ι
Άνοιξε τα μάτια της και τον είδε να της χαμογελάει, ένιωσε το χέρι του που είχε αφήσει με όλη την παλάμη του στις άκρες των μαλλιών της. Έβαλε τη δική της παλάμη πάνω στο χέρι του, το κράτησε για ένα μικρό λεπτό έτσι, και μετά το γλίστρησε μέχρι την άκρη του προσώπου της χωρίς να το αφήσει. Ξύπνησε εντελώς, τον άκουσε να της ψιθυρίζει ότι είχαν αποκοιμηθεί κι ότι είχε φτάσει βράδυ κι αν θέλει να δουν μια ταινία και του απάντησε το «Εκείνο το καλοκαίρι», εκείνος απόρησε, «Κι εσύ;», εκείνη του γούρλωσε τα μάτια, εκείνος έστρεψε λίγο το κεφάλι του και έσμιξε τα φρύδια του, εκείνη σήκωσε τους ώμους, είπε «Ναι» κι έβαλαν τα γέλια.