Skip to content

Cinematic Odyssey #56: Οι ταινίες της εβδομάδας!

DATE

SHARE THIS ARTICLE

Στις ταινίες της εβδομάδας, η αστική πραγματικότητα γίνεται σκηνή θεατρική. Οι ήρωες, άλλοτε εξαντλημένοι, άλλοτε μυημένοι, άλλοτε τυφλωμένοι από τις ίδιες τους τις φαντασιώσεις, αναζητούν μια χαραμάδα φωτός μέσα στους τοίχους που οι ίδιοι έχτισαν γύρω τους. Κάθε ταινία απογυμνώνει το ανθρώπινο τοπίο από το περιττό, αποκαλύπτοντας την εσωτερική παλίρροια που διαπερνά τους ανθρώπους όταν παύουν να παίζουν ρόλους.

American Beauty (1999, Sam Mendes)

Η ταινία “American Beauty” εκτυλίσσεται στα αμερικανικά προάστια, εκεί όπου τα σπίτια ευθυγραμμίζονται σαν μικρές πολιτείες κανονικότητας, με άψογα κουρεμένους κήπους και χαρούμενες οικογένειες. Πίσω από αυτή την φαινομενικά τέλεια εικόνα όμως, κρύβεται μία βουβή αποσύνθεση. Ο Λέστερ Μπέρναμ, είναι ένα οικογενειάρχης, που ξαφνικά ένα πρωινό συνειδητοποιεί ότι δεν θυμάται πότε ζήτησε τελευταία φορά κάτι αληθινό για τον εαυτό του. Η ζωή του έχει γίνει μια πανοπλία από ρουτίνα, επαγγελματικό καθωσπρεπισμό και οικογενειακές χειρονομίες που έχουν χάσει κάθε νόημα. Η κόρη του τον κοιτά σαν ξένο, ενώ η γυναίκα του τον αντιμετωπίζει ως εμπόδιο στην προσωπική της φιλοδοξία. Και μέσα σε αυτό το κενό, μια σπίθα επιθυμίας, πρωτόγονης, άβολης, σχεδόν παροξυσμικής, τον αναγκάζει να δει τον κόσμο με καινούρια μάτια.

Στο επίκεντρο της ταινίας δεν βλέπουμε έναν άνθρωπο που αλλάζει, αλλά κάποιον που αφυπνίζεται. Η πλοκή μοιάζει να τον οδηγεί προς μια προσωπική επανάσταση που κανείς δεν ζήτησε από εκείνον, μια εξέγερση της ζωής ενάντια στην αστική ακαμψία. Ο Λέστερ αποφασίζει να αποτινάξει όλα όσα τον κρατούσαν ακινητοποιημένο: τη δουλειά, τη συζυγική υποκρισία, τον ρόλο του καλού πατέρα και ξαναπιάνει έτσι το νήμα της ζωής από εκεί όπου το είχε αφήσει όταν ήταν ακόμη νέος, γεμάτος λαχτάρα. Κι όμως, μέσα στην ελευθερία αυτή υπάρχει και το φως και η σκιά. Γιατί η επιθυμία μπορεί να είναι καθαρτική, αλλά μπορεί και να τυφλώνει. Η ομορφιά που αντικρίζει ο Λέστερ είναι εύθραυστη, σαν το θρόισμα μιας πλαστικής σακούλας που ο άνεμος τη μετατρέπει σε χορό. Αυτή η εικόνα, η πλαστική σακούλα που στροβιλίζεται στον αέρα, δεν είναι μόνο μια ποιητική λεπτομέρεια, αλλά η ίδια η ατμόσφαιρα της ταινίας: ένας κόσμος όπου το τυχαίο αγγίζει το υπερβατικό, όπου πίσω από τα άχρωμα χρώματα των προαστίων κρύβεται μια μυστική, λεπτή μαγεία. Στον δρόμο λοιπόν προς αυτή την ανακάλυψης της μαγείας, καθώς ο Λέστερ πλησιάζει την επιθυμία του, αυτή την ιδεατή, σχεδόν φαντασιακή εικόνα ενός νεανικού, ανέμελου έρωτα ο θεατής αντιλαμβάνεται πως αυτό που κυνηγά ίσως δεν είναι πραγματικό. Δεν είναι η κοπέλα, δεν είναι η σαγήνη της νιότης της, αλλά ο ίδιος του ο χαμένος εαυτός. Συνειδητοποιούμε λοιπόν, πως η ταινία δεν καταδικάζει την επιθυμία, αλλά την απογυμνώνει. Μας δείχνει πόσο συχνά μπερδεύουμε αυτό που νομίζουμε ότι θέλουμε με αυτό που πραγματικά αναζητούμε: όχι μια ερωτική φαντασίωση, αλλά την απόδειξη πως είμαστε ικανοί ακόμη να επιθυμήσουμε, να συγκινηθούμε, να αναπνεύσουμε ελεύθερα.

______________________

La grande bellezza (2013, Paolo Sorrentino)

Σε μία από τις σπουδαιότερες ταινίες του Σορεντίνο “La grande bellezza”, η Ρώμη αναπαρίσταται μπροστά μας σαν ένα μνημείο που μοιάζει να κοιτά τον άνθρωπο αφ’ υψηλού. Σ’ αυτή την πόλη που είναι εκθαμβωτική μέρα και φάντασμα τη νύχτα, ζει ο Τζεπ Γκαμπαρντέλα, ένας άνδρας που έχει γίνει ο βασιλιάς των επιφανειακών πάρτι, των εύκολων συναναστροφών και της στολισμένης κενότητας. Έτσι λοιπόν, στα 65 του, μετά από δεκαετίες κοσμικής περιπλάνησης, ανακαλύπτει ένα κενό που τον ανοίγει στα δύο, μιας και κάποτε έγραψε ένα και μόνο μυθιστόρημα που τον έκανε διάσημο, αλλά δεν ξαναέγραψε τίποτα, σαν να φοβήθηκε οτιδήποτε αληθινό. Έζησε, μα δεν άφησε τίποτα να τον διαπεράσει. Η πλοκή κυλά σαν βραδινή περιπλάνηση στα στενά της πόλης. Γινόμαστε μάρτυρες σε πάρτι που μοιάζουν με θορυβώδεις τελετές χωρίς νόημα, παρατηρούμε ανθρώπους που τρέχουν να προλάβουν την επόμενη δόση κοινωνικής ευφορίας, πρόσωπα που φωνάζουν για να μην ακούσουν την εσωτερική τους σιωπή. Ο Τζεπ, παρατηρητής και άλλοτε συμμετέχων, στέκει κάπου ανάμεσα, σαν να έχει γίνει ένα καθρέφτης της πόλης, λαμπερός και φθαρμένος μαζί.

Η ταινία μάς δείχνει τις ακρότητες της σύγχρονης τέχνης, όχι με ύφος κοροϊδευτικό, αλλά περισσότερο σαν μέσο για να εκθέσει τη μεγάλη υπαρξιακή μας δυσκολία και το πόσο έχουμε χάσει τον τρόπο να δούμε το ουσιώδες. Παρουσιάζει λοιπόν, μια τέχνη που προσπαθεί απελπισμένα να εντυπωσιάσει, να σοκάρει, να προκαλέσει συγκίνηση με τρόπους ολοένα και πιο ακραίους, ακριβώς επειδή η εποχή δεν φαίνεται πια ικανή να νιώσει. Σαν ένας οργανισμός που έχει χάσει την ευαισθησία του, η κοινωνία του Σορεντίνο αναζητά ερεθίσματα όλο και πιο έντονα για να βεβαιωθεί ότι είναι ακόμη ζωντανή. Μέσα σ’ αυτό το χαοτικό τοπίο, ο Τζεπ ψάχνει το νόημα. Αναρωτιέται πότε η ζωή έπαψε να έχει βάθος, πότε η αλήθεια θάφτηκε κάτω από σκόνη και λάμψη. Και καθώς κοιτάζει γύρω του, γεννιέται η αμείλικτη ερώτηση: μήπως ο άνθρωπος, παγιδευμένος στην ανάγκη να εντυπωσιάζει, να δείχνει, να καταγράφει κάθε στιγμή με υπερβολή, έχει χάσει την ικανότητα να νιώσει το ουσιώδες; Μήπως η ίδια η αναζήτηση του νοήματος γίνεται σήμερα μια επιφανειακή κίνηση, ένα παιχνίδι σκιών πάνω σε τοίχους που κάποτε φωτίζονταν από αληθινό φως; Η μεγάλη ομορφιά, λοιπόν, συνειδητοποιεί πως είναι αυτή που δεν επιβάλλεται με φασαρία, αλλά εμφανίζεται εκεί όπου ο άνθρωπος τολμά να κοιτάξει πέρα από το θέαμα, πέρα από την επιφάνεια, μέσα στον ίδιο του τον εαυτό.

______________________

La Belle Époque (2019, Nicolas Bedos) 

H ταινία “La Belle Époque” δίνει την αίσθηση περισσότερο ενός θεατρικού, και συγκεκριμένα μιας θεατρικής παράστασης που υποδύεται τη ζωή. Ο Βίκτορ, ένας άνδρας γύρω στα εξήντα, κουρασμένος από τη διάλυση του γάμου του και από μια εποχή που δεν νιώθει πλέον πως ανήκει, λόγω της βιασύνης και του ψηφιακού της χαρακτήρα, δέχεται μια παράξενη πρόταση: μια εταιρεία που αναπαριστά οποιαδήποτε στιγμή του παρελθόντος μεθοδικά, σαν θεατρική ψευδαίσθηση, του υπόσχεται ότι μπορεί να τον γυρίσει στην ημέρα που γνώρισε τη γυναίκα της ζωής του. Έτσι λοιπόν αρχίζει μία τρυφερή και βαθιά λεπτομερής περιπλάνηση, όταν ο Βίκτορ ξαναμπαίνει σε ένα μπαρ του 1970, με τους ίδιους ήχους, τα ίδια φώτα, τις ίδιες μυρωδιές και συναντά την παλιά γυναίκα που αγαπούσε ή, καλύτερα, μια ηθοποιό που την υποδύεται και ξαναζεί τη στιγμή όπου όλα ήταν ακόμη δυνατά. Η πλοκή κυλά με χιούμορ αλλά και με μια γλυκόπικρη διάθεση, καθώς το όριο ανάμεσα στην αλήθεια και την αναπαράσταση γίνεται όλο και πιο λεπτό. Ο Βίκτορ βυθίζεται ολοένα και περισσότερο στην τεχνητή αυτή πραγματικότητα, όχι για να ξεχάσει τον αληθινό έρωτα, αλλά για να καταλάβει πώς ακριβώς τον έχασε.

Η φιλοσοφία της ταινίας κρύβεται σε μία σημαντική και κοινή διαπίστωση, που πολλές φορές ξεχνάμε: Στην πραγματικότητα, δενθέλουμε το παρελθόν, θέλουμε το συναίσθημα που είχαμε μέσα στο παρελθόν. Έτσι λοιπόν καταλαβαίνουμε πως οΒίκτορ δεν κυνηγά την εποχή, αλλά το βλέμμα της γυναίκας του όταν τον πρωτοείδε, εκείνη τη σπίθα που σταδιακά εξαφανίστηκε μέσα στα χρόνια. Τη συντροφικότητα που φθάρηκε από την καθημερινότητα αλλά κυρίως νοσταλγέι τον ίδιο του τον εαυτό, όπως ήταν τότε: πιο αφελής, πιο αληθινός, γεμάτος υποσχέσεις. Ωστόσο, η ταινία δεν εγκλωβίζεται στη νοσταλγία, αντίθετα, την αποδομεί, μιας και παρακινεί τους θεατές να αναρωτηθούν, μήπως αυτό που θεωρούμε χρυσή εποχή είναι απλώς μια φαντασίωση φροντισμένη από τη μνήμη μας. Ή μήπως αυτό που μας λείπει δεν είναι ο χρόνος, αλλά η ικανότητα να αγαπάμε με γενναιότητα; Μήπως, όπως και ο Βίκτορ, έχουμε ανάγκη να δούμε ξανά τον εαυτό μας όπως ήταν κάποτε για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε; Κι ενώ η ταινία παίζει με το όριο του ρεαλισμού και της θεατρικής ψευδαίσθησης, καταλήγει σε κάτι βαθιά ανθρώπινο, πως η αλήθεια δεν βρίσκεται στην αναπαράσταση του παρελθόντος, αλλά στο ότι κάποια στιγμή πρέπει να το αφήσουμε πίσω για να ξανασυναντήσουμε τον άνθρωπο που είμαστε σήμερα. 

______________________

AUTHOR

Ιωάννα Λογάρου

Το αγαπημένο της χρώμα είναι το κόκκινο, εξού και η προτίμηση της για τον Αλμοδοβάρ. Εμπνευσμένη από την υπαρξιακή αγωνία του Καμύ, η Ιωάννα είναι μία φοιτήτρια μοριακής βιολογίας που μέσα από τα άρθρα της εξερευνά την συσχέτιση των ταινιών με την φιλοσοφία και τις υπόλοιπες τέχνες.

Loading...
What was your very first thought of this world?: Μια ομαδική φωτογραφική εξερεύνηση της πρώτης εντύπωσης!
Το θέατρο ως αντίσταση: Οι δύο ηθοποιοί του «Το Δάνειο» μιλούν για ρόλους, δυσκολίες και όνειρα!