Skip to content

Cinematic Odyssey #53: Οι ταινίες της εβδομάδας!

DATE

SHARE THIS ARTICLE

Στις ταινίες της εβδομάδας, η πόλη γίνεται καθρέφτης που δεν επιστρέφει την εικόνα του ανθρώπου καθαρή αλλά την θρυμματίζει σε κομμάτια, και σε κάθε θραύσμα διακρίνεις έναν ήρωα που δεν ξέρει πλέον ποιος είναι, ή, χειρότερα, που ξέρει πολύ καλά ποιος είναι και το μίσος του για τη μη-ύπαρξή του τον οδηγεί σε πράξεις που θέλουν να επαναπροσδιορίσουν το νόημα. Μέσα σε αυτό το σκοτάδι οι ταινίες Taxi Driver (1976), Naked (1993) και Rosetta (1999) δεν αντιγράφουν η μία την άλλη, αλλά συνομιλούν ως τρεις διαφορετικές απαντήσεις στην ίδια ερώτηση: τι γίνεται όταν το κοινωνικό σύστημα, το ψυχικό τραύμα και η οικονομική απόγνωση συστρέφονται ώστε ο άνθρωπος να χάσει τη γλώσσα της αφήγησης που τον κράταγε ανθρώπινο;

Taxi Driver (1976, Martin Scorsese)

Στην ταινία “Taxi Driver” έπος του Scorsese, ο Travis Bickle, ένας αποστρατευμένος βετεράνος με αϋπνίες και αίσθημα βαθιάς κοινωνικής αποστέρησης, γίνεται ταξιτζής στις νυχτερινές λεωφόρους της Νέας Υόρκης. Μέσα στην πόλη αυτή, που μυρίζει διάλυση και παρακμή, ο πρωταγωνιστής παρατηρώντας το θόρυβο και την τριβή των αντικειμένων, σαν να είναι μικροσκοπικά βιολογικά δείγματα, προσκολλάται ιδεολογικά και ψυχολογικά σε εικόνες λύτρωσης και εκδίκησης, επιχειρώντας με βίαιο τρόπο (μέσα από σχέδια δολοφονίας και απόπειρες σωτήριας διάσωσης) να επιβάλλει μια νέα τάξη, όχι μόνο της πόλης αλλά κυρίως της δικής του εσωτερικής κάθαρσης. Καθώς η κάμερα γλιστρά μέσα από τα κόκκινα φώτα και τη νυχτερινή εφίδρωση της πόλης, ο Travis μεταμορφώνεται σταδιακά σε φάντασμα. Μεταμορφώνεται λοιπόν σε έναν άνθρωπο που κοιτάζει τον κόσμο χωρίς να τον συγκινεί, έναν καθρέφτη που αρνείται την αντανάκλαση του. Το ταξί του γίνεται σαν ένα μεταλλικό κουκούλι, ένα όπου η πόλη λειτουργεί σαν μια σειρά από εικόνες χωρίς ουσία. 

Η ψυχή του Travis είναι το πεδίο μάχης ανάμεσα στην ανάγκη για καθαρότητα και στην ακατάσχετη έλξη της βίας, είναι το υπόλειμμα ενός συστήματος που δημιούργησε στρατιώτες για έναν πόλεμο χωρίς νόημα, και τους επέστρεψε σε έναν αστικό πόλεμο ακόμη πιο αόρατο. Το Taxi Driver μπορεί να διαβαστεί σαν μια ντοστογιεφσκική εξομολόγηση, σαν ένα φιλοσοφικό πείραμα πάνω στο ερώτημα αν η βία μπορεί να λειτουργήσει όχι ως καταστροφή, αλλά ως απελπισμένο μέσο επικοινωνίας με τον Θεό. Ο Travis, εγκλωβισμένος σε αυτή την ανυπόφορη σιωπή του Θεού, μοιάζει να δοκιμάζει τα όρια της ανθρώπινης λύπης: προσπαθεί να καθαρίσει τον κόσμο γιατί δεν μπορεί να καθαρίσει τον εαυτό του. Η βία του δεν είναι μόνο ένα ξέσπασμα ενάντια στους άλλους, αλλά μια απόπειρα να σπάσει το αδιαπέραστο τείχος που τον χωρίζει από την κατανόηση, από την αγάπη, από εκείνη την αίσθηση ότι υπάρχει ακόμη κάτι που μπορεί να τον ακούσει. Κι ίσως, στο τέλος, όταν το αίμα απλώνεται στα χαλιά και ο κόσμος τον ανακηρύσσει ήρωα χωρίς να ξέρει γιατί, η ταινία να μην κλείνει με μια κάθαρση αλλά με μια σιωπή, τη σιωπή του Θεού που δεν απαντά ποτέ, αλλά επιτρέπει στον άνθρωπο να φανερώσει μέχρι πού μπορεί να φτάσει για να Τον αναγκάσει να μιλήσει.

______________________

Naked (1993, Mike Leigh) 

Στην ταινία “Naked” ο Johnny, ένας φυγάς από μια καταρρέουσα ζωή, περιπλανιέται στο Λονδίνο, κουβαλώντας δύο σημαντικά εφόδια μαζί του: την ειρωνεία και την ευφυΐα του. Οι νύχτες του είναι γεμάτες συναντήσεις: γυναίκες που ερωτεύονται την ευγλωττία του, άντρες που τρομάζουν από την επιθετική του διαύγεια, διάφορες μοναχικές φιγούρες που αντικατοπτρίζουν τις δικές του ρωγμές. Περνά από υπόγεια, σκοτεινά διαμερίσματα, δρόμους χωρίς κατεύθυνση, οδηγώντας μας στο συμπέρασμα πως,  ολόκληρη η πόλη μοιάζει να είναι μια απέραντη ψυχογεωγραφία της απελπισίας του.
Ο Johnny μιλά ασταμάτητα, χλευάζει, φιλοσοφεί, βλασφημεί, σαν να επιδιώκει κάθε του φράση να είναι μια μαχαιριά στον ίδιο του τον νου. Μα όσο περισσότερο μιλά, τόσο περισσότερο χάνεται, σαν να διαλύεται μέσα στις ίδιες του τις λέξεις. Στο Naked, οι άνθρωποι μιλάνε ο ένας πάνω στον άλλον, όχι ο ένας στον άλλον, σαν να λειτουργούν οι λέξεις όχι με σκοπό να ενώσουν, αλλά για να μην ακουστεί η σιωπή.

Η ταινία είναι σαν ένας καθρέφτης του μεταμοντέρνου κόσμου γεμάτος επιφανειακές σχέσεις, ανούσιες συζητήσεις, ειρωνεία που παραπλανητικά παριστάνει την σοφία. Κάθε χαρακτήρας ψάχνει κάτι που δεν μπορεί να το ονομάσει πλήρως, μπορεί να είναι αγάπη, νόημα, ή ακόμα και επαφή. Ο Johnny, από την άλλη, αντί να τολμήσει να το ζητήσει, το καταστρέφει. Προτιμά να χαθεί μέσα στην ειρωνεία του παρά να ρισκάρει μια πραγματική οικειότητα. Ο κυνισμός του είναι η πανοπλία του, όμως η ταινία τον ξεγυμνώνει σιγά σιγά, μέχρι που μένει μόνος, εξαντλημένος, χωρίς κοινό, χωρίς θεό, χωρίς ακροατή. Μία από τις κατευθύνσεις της ταινίας είναι πιθανώς να δείξει, πώς η  ευφυΐα, όταν δεν έχει που να στραφεί, μετατρέπεται σε δηλητήριο. Για το πώς ο άνθρωπος, όσο περισσότερο καταλαβαίνει τον κόσμο, τόσο πιο αδύνατο του φαίνεται να τον αγαπήσει. Παρόλα αυτά, μέσα σε όλο αυτό το σκοτάδι, αχνοφαίνεται μια παράξενη ανθρωπιά: μια αίσθηση ότι κάτω από το στρώμα της ειρωνείας υπάρχει ακόμη η ανάγκη για τρυφερότητα  απλώς κανείς δεν ξέρει πώς να τη δείξει πια.

______________________

Rosetta (1999, Luc and Jean-Pierre Dardenne)

Η 17χρονη “Rosetta”, ζει σε ένα τροχόσπιτο με τη αλκοολική μητέρα της όπου παλεύει με τους δικούς της δαίμονες, και ολόκληρη η ζωή της καθορίζεται από την ανάγκη να κρατηθεί όρθια, να βρει δουλειά, να διατηρήσει την αξιοπρέπεια και την ανεξαρτησία της, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει να κάνει πράξεις που την δοκιμάζουν ηθικά και ψυχικά. Κάθε της βήμα είναι μια μικρή μάχη, ξεκινώντας από τα πρωινά γεμάτα άγχος για μια θέση εργασίας, με τις  ώρες γεμάτες σωματική κούραση και ηθική ένταση, καθώς και από τις σχέσεις της με τους άλλους ανθρώπους που αποπνέουν  αβεβαιότητα και φόβο απόρριψης. Σαν να εξελίσσονται όλα σαν ένα συνεχές τρέξιμο που μοιάζει να μην έχει τέλος. Η κάμερα την ακολουθεί ασφυκτικά, σαν να θέλει να νιώσει μαζί μας το βάρος των κινήσεών της, το ιδρώτα, την κούραση, τη μικρή νίκη κάθε φορά που κατορθώνει κάτι. Στην ταινία επικρατεί η αίσθηση της σκληρής πραγματικότητας, ωστόσο μέσα σε αυτό το κλίμα, βλέπουμε την Rosetta όχι ως στατιστικό δείγμα φτώχειας αλλά ως έναν ζωντανό οργανισμό, όπου κάθε χειρονομία, κάθε μικρή νίκη ή ήττα έχει την ένταση μιας ολοκληρωμένης ζωής.

Οι Dardenne δεν μας αφήνουν να ειδωλοποιήσουμε την Rosetta, αντίθετα, μας αναγκάζουν να νιώσουμε τη σωματική κούραση και μέσα σε αυτό το βάρος, ακόμα και η πιο μικρή χειρονομία, η πιο ασήμαντη νίκη ή ήττα αγγίζει τον θεατή σαν μια μορφή ανθρωπιάς σχεδόν θαυματουργή, σαν υπενθύμιση ότι η αξιοπρέπεια και η δύναμη του ανθρώπου κρύβονται στα πιο καθημερινά, ασήμαντα βήματα, σε έναν κόσμο που συχνά ξεχνά να τα παρατηρήσει. Και καθώς η Rosetta ψάχνει δουλειά, προσπαθεί να επιβιώσει με ό,τι βρίσκει, ακόμη και όταν αναγκάζεται να κλέψει φαγητό για να καλύψει τις ανάγκες της, κάθε επιλογή και κίνηση δείχνει πόσο εύθραυστη αλλά και αποφασιστική είναι η προσπάθεια ενός νέου ανθρώπου να κρατήσει τη θέση του στον κόσμο και να μην χαθεί μέσα στην καθημερινή πίεση.

______________________

AUTHOR

Ιωάννα Λογάρου

Το αγαπημένο της χρώμα είναι το κόκκινο, εξού και η προτίμηση της για τον Αλμοδοβάρ. Εμπνευσμένη από την υπαρξιακή αγωνία του Καμύ, η Ιωάννα είναι μία φοιτήτρια μοριακής βιολογίας που μέσα από τα άρθρα της εξερευνά την συσχέτιση των ταινιών με την φιλοσοφία και τις υπόλοιπες τέχνες.

Loading...
«Ο Ριχάρδος στη Γάζα»: H τραγική μεταμόρφωση του θύματος, σε θύτη.
Ο Beater.gr στα εγκαίνια της έκθεσης «Αυτόπτες Μάρτυρες» – 33 χρόνια Θερμαϊκός Bar!