«Αυγουστιάτικος άνεμος», το ποίημα της Παρασκευής.
Είναι τόση η γαλήνη, που δεν ξέρω αν υπάρχουν
καρδιές χωριστές – τόσα μάτια, όσα βλέπουν
αυτή τη στιγμή: ζώα, ψάρια, φυτά και πουλιά
κι αδερφοί το στερέωμα, πάμφωτο, διάφανο, ανάμεσα
στην κάτασπρη γύρη του.
Νιώθω μέσα στο στήθος μου
την καρδιά μου νερό που χορεύει και νιώθω
σα να ‘μαι ένας διάττοντας που πέφτοντας στάθηκε
για λίγο μετέωρος και γύρισε πάλι, φωτεινός και
χαρούμενος, προς τα πάνω.
Ψυχή μου! Τι σε θέλω, ψυχή μου; Τι
κάθεσαι και δε γίνεσαι μέλισσα; Δυο γραμμούλες φωτός,
δυο αστεράκια οι κεραίες σου – πέταξε, πρόλαβε, τρέξε,
ένα γύρο, δυο γύρους, τρεις γύρους, να φέρεις
φωτιά στην κυψέλη σου.
Ψυχή μου, χαρά μου, τι κάθεσαι μέλισσα;
Άνοιξαν όλα τα λουλούδια του σύμπαντος.
Του Νικηφόρου Βρεττάκου, από τη συλλογή «ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ», Τόμος 2ος (Εκδόσεις Θεμέλιο)