Ο Γιώργος Μαρκάκης για το EX: Αποδοχή, θεραπεία και ηδονή.
Στο πλαίσιο του φετινού 62ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης συνάντησα τον Γιώργο Μαρκάκη και συζητήσαμε με αφορμή την ταινία EX για τις μετακινήσεις, την αποδοχή, τη θεραπεία και την ηδονή.
Ξεκινήσαμε με ταξίδια και μετακινήσεις. Δε θα μπορούσα να μη σε ρωτήσω λοιπόν για τις δικές σου μετακινήσεις και την πρώτη σου επαφή ουσιαστικά με το χώρο του κινηματογράφου.
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Ηράκλειο της Κρήτης. Έφυγα στα 18 και ήρθα στη Θεσσαλονίκη, αυτή ήταν η πρώτη μου απόδραση, και λίγο αργότερα, στα 20, εγκαταστάθηκα στην Αθήνα. Όταν ξεκίνησα στη Σχολή Σταυράκου, 27 πλέον, δούλευα παράλληλα το πρωί σε τράπεζα. Είμαι πολύ τυχερός γιατί ήδη τη δεύτερη χρονιά βρήκα δουλειά σαν βοηθός σε ταινία και σε καλή παραγωγή. Δούλεψα πολλά χρόνια σαν βοηθός σκηνοθέτη. Έχω κάνει και μία μικρού μήκους –το Γενέθλια Μέρα– και με αφορμή αυτή την ταινία πηγαίνω στη Νέα Υόρκη. Βρήκα τον εαυτό μου εκεί. Έπρεπε να γυρίσω πίσω στην Ελλάδα όμως, γιατί είχα κλείσει ένα σίριαλ όπου θα δούλευα ως βοηθός σκηνοθέτη. Κάνω λοιπόν το σίριαλ, δίνω όλα τα πράγματά μου bazaar σε φίλους και φεύγω ξανά για Νέα Υόρκη. 7 Μαρτίου: χιόνια παντού, με μία βαλίτσα. Αυτό. Ελευθερία. Τα πράγματα πήγαν πολύ καλά εκεί και η αλήθεια είναι πως δε θα έφευγα. Με πήραν για να δουλέψω σε ένα σήριαλ με τη Σοφία Καρβέλα τότε, το Στους 31 δρόμους, και έγιναν όλα με βίζα από το Mega. Μετά από αυτό, και ξαφνικά η αλήθεια είναι, καλούμαι να φύγω. Αρχικά όμως πήγα στο Βερολίνο για έξι μήνες και κατέληξα να είμαι εκεί 10 χρόνια τώρα.
Στο Βερολίνο όμως είναι που ξεκίνησε ουσιαστικά η πιο ανεξάρτητη πορεία σου ως σκηνοθέτης, έτσι δεν είναι;
Ναι, εκεί έγινα ανεξάρτητος κινηματογραφιστής και άρχισα να είμαι περισσότερο ο εαυτός μου. Καλλιτεχνικά μου επέτρεψε δηλαδή το Βερολίνο να αναπτύξω τις δικές μου ιδέες και να είμαι πραγματικά ανεξάρτητος.
Πόσο εύκολη ήταν η μετάβαση στο Βερολίνο; Η πρώτη ταινία ήρθε σίγουρα λίγο μετά, το 2013.
Η αλήθεια είναι πως ξαφνικά βρέθηκα στο Βερολίνο, χειμώνα, άφραγκος, σε ένα τεράστιο σπίτι με έναν Γερμανό και δυο γάτες που συνεχώς ουρλιάζανε. Υπήρχε μεγάλη διαφορά μεταξύ Νέας Υόρκης και Βερολίνου ως προς τη διάθεση: στη Νέα Υόρκη είχαν όλοι πάντα ένα χαμόγελο – στη Γερμανία η συναναστροφή ήταν πολύ διαφορετική. Βλέποντάς το τώρα, από απόσταση, συνειδητοποιώ πως, ναι, έτσι έπρεπε να γίνει – έπρεπε δηλαδή να βρεθώ στο Βερολίνο. Στην αρχή η εμπειρία ήταν κάπως σοκαριστική, διατηρούσα ακόμη μια αθωότητα ίσως. Στο Βερολίνο οι άνθρωποι σου λένε τα πράγματα ακριβώς όπως έχουν. Και είναι σκληρό αυτό, αλλά σίγουρα δε χάνεις χρόνο. Είχα πάντα με το Βερολίνο μια σχέση αγάπης και μίσους. Και ίσως να την έχω ακόμα.
Η απελευθέρωση είναι βέβαια ένα πολύ σημαντικό κομμάτι που συνοδεύει το Βερολίνο: αυτός ήταν ένας βασικός λόγος για τον οποίο έφυγα εξαρχής από την Ελλάδα, το γεγονός δηλαδή πως έπρεπε να το αντιμετωπίζω καθημερινά. Εκεί είναι σαν να ξέρεις πως αν ακολουθήσεις συγκεκριμένα βήματα θα πάρεις και το αντίστοιχο αποτέλεσμα. Κάτι που δεν ισχύει στην Ελλάδα. Υπήρχε φυσικά εκτίμηση και εδώ, μετά από φοβερή προσπάθεια βέβαια. Λίγο πριν φύγω για τη Νέα Υόρκη όμως συνειδητοποίησα πως είχα αρχίσει να παραπονιέμαι, πως γκρίνιαζα όπως όλοι. Με το που άρχισα να νιώθω έτσι, εκεί είναι που είπα πως πρέπει να φύγεις.
Νιώθεις ίσως πως στη Ελλάδα η νοοτροπία του ότι η τέχνη ή ο κινηματογράφος είναι κάτι απόμακρο, έξω από την πραγματικότητα εξακολουθεί να επικρατεί; Αναρωτιέμαι αν ήταν και αυτός ένας λόγος πίσω από την ανάγκη σου να ζήσεις στο εξωτερικό.
Έχεις απόλυτο δίκιο. Αυτό το απομακρυσμένο το νιώθεις σε όλα τα επίπεδα. Είναι σαν να υπάρχει απόσταση μεταξύ των ανθρώπων, σαν να χρειάζεται να δημιουργήσεις άλλη μία φούσκα γύρω σου προκειμένου να επιβιώσεις. Και μιλάμε για πράγματα που έξω είναι δεδομένα. Ξέρεις, ένας από τους λόγους που θέλω πάρα πολύ να παιχτεί η ταινία στην Ελλάδα είναι αυτός: θέλω να δουν οι νοικοκυρές την ταινία αυτή, οι οικογένειες, να δουν πως υπάρχει και αυτό. Και να υπάρξει μια κατανόηση, μια αποδοχή μέσα από και για αυτό.
Πόσο καιρό δούλευες την ιδέα πίσω από αυτή την ταινία; Παρατηρώ πως υπάρχει ένα κενό από το 2013, την πρώτη σου ταινία, μέχρι το EX. Πώς προέκυψε λοιπόν;
Ξεκίνησα πράγματι από το India Blues, που απέδιδε αυτή την ησυχία, αν θέλεις, του Βερολίνου, κάτι που δεν είχα ζήσει στα υπόλοιπα μέρη. Πρέπει να σου πω βέβαια πως την περίοδο εκείνη δεν έκανα ιδιαίτερο clubbing. Πάντα μου άρεσε η techno μουσική, αλλά το Βερολίνο στην αρχή δε μου άρεσε ιδιαίτερα. Ήταν σαν να έφερα ακόμη μαζί μου τη νοοτροπία ή το περιβάλλον της Νέας Υόρκης. Και περισσότερο θεωρώ πως αυτό ισχύει επειδή δεν ήταν επιλογή για μένα το Βερολίνο. Ήταν περισσότερο μία λύση ανάγκης. Υπήρξε έμπνευση όμως.
Καθώς συζητούσαμε την ιδέα για το EX με τον παραγωγό, ανακάλυπτα παράλληλα το Βερολίνο και τον εαυτό μου. Όταν πια βρέθηκα στις τουαλέτες των club, συνειδητοποίησα πόσο φανταστικό είναι, γιατί δεν είμαι ιδιαίτερα ανοιχτός άνθρωπος, μάλλον κλειστός θα έλεγα. Έπαθα σοκ, ήταν για μένα μια αποκάλυψη. Και βρέθηκα με ανθρώπους που δεν τους ήξερα, σε έναν πολύ μικρό χώρο, όπου χωρίς δυνατότητα διαφυγής καλείσαι να έρθεις αντιμέτωπος με πολλά διαφορετικά συναισθήματα: ανασφάλεια, πόθο, ηδονή, περιέργεια… Και όλα αυτά σε ένα πολύ συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο και σε συγκεκριμένο χώρο. Αυτό που ένωνε τα πάντα ήταν η μουσική. Εγώ δεν ακολουθούσα όμως, δηλαδή δεν πήγαινα στο after parties. Ήμουνα λίγο outsider, μέσα και έξω από όλο αυτό.
Αποδεχόμενος λοιπόν πως δε θα μπορούσε να γίνει μια ταινία του ενός εκατομμυρίου, επέστρεψα πίσω στην αρχική ιδέα που ήταν ο χώρος της τουαλέτας –το συζήτησα και το προχώρησα με τον παραγωγό. Η ιδέα ήθελα να αναπτύσσεται γύρω από πραγματικούς θαμώνες, δε θα μπορούσε να γίνει με ηθοποιούς. Θεωρώ πως αυτό θα ήταν και προσβολή για τους ίδιους. Γνωριζόμασταν, λοιπόν, με τους θαμώνες –όχι τόσο καλά αλλά με ξέρανε.
Εκεί γνώρισα και τη Diana, η οποία έχει καταβολές από Ρωσία, από καλλιτεχνική οικογένεια, ο πατέρας της ήταν γκέι, κάτι που αναφέρει και στην ταινία. Η ίδια περνά ένα διάστημα στην Ιταλία, όπου δημιουργεί σκάνδαλα, γίνεται celebrity… συνειδητοποιεί όμως γρήγορα πως δεν της ταιριάζει όλο αυτό. Ζει τη δημοσιότητα εκεί τέσσερα χρόνια και αποφασίζει να φύγει. Σίγουρα έφταιγε και η αρνητική κριτική που λάμβανε. Όσο δυνατή και να είσαι κάποια στιγμή δεν το αντέχεις. Έρχεται λοιπόν στο Βερολίνο και εκεί είναι που βρίσκει τον εαυτό της. Πρέπει να σου πω πως αυτό είναι η ταινία: ήθελα να μιλήσω για την απόρριψη. Επειδή το έχω ζήσει και εγώ πολύ έντονα.
Έχει ενδιαφέρον βέβαια ο τρόπος που μίλησες για την απόρριψη: μέσω της αποδοχής, ίσως, που υπάρχει σε αυτούς τους χώρους.
Ακριβώς. Για αυτό και το διεθνές στοιχείο, οι συζητήσεις σε πολλές γλώσσες…
Οι συζητήσεις αναπτύσσονται με απόλυτη αυθεντικότητα. Η όπερα, η μίξη θεάτρου-μουσικής, η απαγγελία. Και στη βάση η ανθρώπινη επαφή, η διάδραση. Τι είναι αυτό που κρατάμε τελικά;
Μια κατάσταση ντελίριο, ναι. Η όπερα, οι συζητήσεις των θαμώνων… Η παρουσία της Diana ήταν συνδετικός κρίκος σε όλο αυτό. Και φυσικά όσοι συμμετείχαν στην ταινία, άνθρωποι που έρχονταν μετά από clubbing, που περνούσαν σε ανύποπτο χρόνο και έδωσαν όλα αυτά που περιγράφεις -όλα αυτά που είναι τελικά το EX.
Και η ηδονή όμως διατρέχει τις συζητήσεις αλλά και την ίδια την ταινία. Αναρωτιέμαι αν το EX παρουσιάζει τελικά την ηδονή ως αυτοκαταστροφή ή ως κάτι απελευθερωτικό;
Όλα μπορούν να είναι αυτοκαταστροφή. Έτσι και η ηδονή. Συχνά η ηδονή κρύβει μέσα της και μια ανασφάλεια, θα έλεγα εγώ. Είναι σαν να προσπαθείς να καλύψεις ορισμένα πράγματα. Ακριβώς γιατί δε θέλεις να τα διαχειριστείς άμεσα. Θα μπορούσε ίσως να είναι και σκέτη καταστροφή η ηδονή. Βέβαια πολλές φορές ακριβώς επειδή βρίσκεσαι υπό την επήρεια ουσιών, δεν μπορείς να το ελέγξεις, γίνεται και αυθόρμητο. Μπορεί να έχει και το φόβο του μη συνειδητοποιημένου. Οπότε, θα έλεγα πως είναι όλα αυτά μαζί. Ίσως είναι και ένα ρίσκο τελικά. Αποφασίζεις αν θα κολυμπήσεις ή όχι. Όσοι δεν κολυμπάνε παραμένουν στο σπίτι τους, σε μια ζώνη ασφαλείας, σε ένα χρυσό κλουβί και όλα είναι οκ.
Η όλη εμπειρία όμως [αυτού που περιγράφεις και της ταινίας] γίνεται και λίγο θεραπευτική, έτσι δεν είναι;
Σίγουρα. Το έχουμε γράψει και στην περιγραφή της ταινίας -θεραπευτικό ήταν πράγματι για όλους μας, ακόμα και οι άνθρωποι που μιλούσαν στη Diana αλλά και εγώ ο ίδιος συνειδητοποίησα την πρώτη ημέρα τι ήταν αυτό που πήγαινε να συμβεί. Ίσως τα πιο σημαντικό τελικά να είναι η στήριξη, η κατανόηση, η απλή ερώτηση είσαι καλά [are you okay?].
Ποια είναι τα επόμενα βήματα λοιπόν;
Μπορώ να το μοιραστώ μαζί σου με μερικούς τίτλους προς το παρόν: Covid-25, new normality που είναι normality, social distance, back to the roots, μια επιστροφή στη φύση δηλαδή, μια γείωση. Αυτά θα ήθελα να συζητήσω στην επόμενη ταινία.
______________________
Μάθετε περισσότερα για την ταινία του Γιώργου Μαρκάκη: www.exthemovie.com