Τέρατα
Μιλάμε γι’ αυτούς και οι φωνές μας φτάνουν ως τον Άδη και ξυπνούν οι δολοφονημένες, οι πνιγμένες, αυτές που φύγανε νωρίς γιατί αντισταθήκαν γιατί είπαν όχι.
Προσπαθούν να καλυφθούν με το πέπλο του πόθου, του έρωτα, της ζήλειας. Ο πόθος μεταμορφώνεται σε όπλο, σε μαχαίρι, σε δυο γυμνά χέρια που πάνω τους έχουν ακόμα πιτσιλιές από αίμα. Από πότε αυτός που αφανίζει, που καταστρέφει αυτό που δεν μπορεί να έχει μπορεί να μιλά για ελαφρυντικά;
Την έλεγαν Σάρα, Πινάρ, Ελένη, στο χέρι της κρατούσε σπίρτα, θυμόταν να τα ανάβει συχνά, να φωτίζουν τον δρόμο της, να διώχνει τα τέρατα μακριά. Βράχηκαν όμως μια μέρα με δυνατή βροχή και έμεινε μόνη της να περπατά στο σκοτάδι.
Την βρήκαν μέρες μετά να κλαίει κάτω από μια άσπρη πέτρα, «νομίζω πως δεν αναπνέω» τους είπε και εκείνες την αγκάλιασαν και κλάψανε μαζί της.