Skip to content

Διαρκώς Μετα-κινούμενοι: Ένας Προσωπικός Απολογισμός του 9ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Σύρου!

DATE

SHARE THIS ARTICLE

Λίγες ημέρες μετά την ολοκλήρωση του φετινού Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Σύρου (SIFF) (22-26 Ιουλίου 2021) –με τον θεματικό άξονα Off-Season/Εκτός Εποχής να μας συνοδεύει– αναλογίζομαι τις πολλαπλές δυνατότητες που προσέφερε για άλλη μια χρονιά η διοργάνωση, εντός μιας συνθήκης-εξαίρεσης.

Η ίδια η επέκταση μιας θεματικής που αφορά τόσο άμεσα την έννοια του χρόνου –περιορισμένος, στατικός, ελεύθερος, προσωπικός, χρόνος γεμάτος αναμνήσεις και ενίοτε νοσταλγικός (με τη Svetlana Boym κατά νου)– είναι δηλωτική της ίδιας μας της ανάγκης για διαφυγή. Πράγματι, οι ταχύτητες του Φεστιβάλ κατόρθωσαν να μας φέρουν πιο κοντά στη διαφυγή εκείνη που σχετίζεται με το συναίσθημα, την εικόνα και τους ήχους: από τον βωβό και τον κλασικό κινηματογράφο στον σύγχρονο πειραματικό και από περφόρμανς σε εργαστήρια, εγκαταστάσεις και συζητήσεις.

Το φεστιβάλ ξεκίνησε με την προβολή του Daughters of the Dust (1991) της Τζούλι Ντας, μια διεισδυτική ματιά στη ζωής μιας πολυγενεακής οικογένειας από την κοινότητα Γκάλα στα ανοικτά των ακτών της Νότιας Καρολίνας στις ΗΠΑ που μας καλεί να εμβυθιστούμε στην κυκλική αντίληψη του χρόνου. Καθώς η Ντας ετοιμάζει τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της, μια βιογραφική ταινία της Angela Davis, μας υπενθυμίζει το ρατσιστικό, καπιταλιστικό και τελικά αναποτελεσματικό μοντέλο της κινηματογραφικής βιομηχανίας – όπως διαβάζουμε στο Without Living in the Folds of Our Wounds: A Conversation with Julie Dash. [1]

Η πρώτη βραδιά έκλεισε με το Χειρόγραφον [Cheirographon] (2021), μια ιδέα του μουσικού και μουσικοσυλλέκτη Ian Nagoski, που σε συνεργασία με τον Harout Arakelian επανανοηματοδότησε ποιητικά αρχειακό υλικό και ταινίες μυθοπλασίας μέσω παράλληλης ζωντανής αφήγησης αποσπασμάτων. Η προβολή πραγματοποιήθηκε σε ένα χώρο στάθμευσης –εκεί, όπου θα έβρισκε κανείς τον παλιό θερινό κινηματογράφο «Αθηνά».

Ιδιαίτερη αναφορά ίσως αξίζει στην εισαγωγή εγκαταστάσεων στο πρόγραμμα του Φεστιβάλ –με το Τελετή Καθέλκυσης [Launching Ceremony] (2021), μία τοπο-ειδική οπτικοακουστική εγκατάσταση που δημιούργησε η κινηματογραφίστρια και εικαστική καλλιτέχνις Μαρίνα Γιώτη με τη συνοδεία ζωντανής μουσικής περφόρμανς από τη συνθέτρια και θερεμινίστρια May Roosevelt, να αναπτύσσεται στο Ναυπηγείο Ταρσανάς. Πρόκειται για μία ανάθεση που παροντοποιεί την έννοια του «αρχείου», αναδομώντας την αλληγορία του ταξιδιού και τη φαντασμαγορία των τελετουργικών καθελκύσεων μέσα από ένα φιλμικό κολάζ ελληνικών και διεθνών επίκαιρων και φιλμ από τα μέσα του αιώνα.

Την παρουσίαση του Launching Ceremony ακολούθησε στις 23 του μήνα μια σειρά ταινιών μικρού μήκους γύρω από την έννοια της χειρονομίας [gesture], σωματικών διεργασιών, εντυπώσεων και εναλλασσόμενων τοπίων· μια ανακάλυψη τελικά της ίδιας της κινηματογραφικής διαδικασίας αλλά και ένα σχόλιο για τη στάση του ενεργού θεατή σε αυτό που θα μπορούσαμε να δηλώσουμε ως «συλλογική θέαση».

Την τρίτη ημέρα, η βραδιά ξεκίνησε με ένα Ζήτημα ζωής και θανάτου (1946), όπως μας ενημέρωνε ήδη ο τίτλος της ταινίας των Michael Powell και Emeric Pressburge (ή αλλιώς The Archers). Παρά την έμφαση που μπορεί να δώσει κανείς στη ρομαντική περιπέτεια που εκτυλίσσεται, η ταινία των Powell και Pressburger αποτελεί σχόλιο για τη θέση της Βρετανίας στον κόσμο –που παραμένει μάλιστα ζωντανή– και πόσο μάλλον σε σχέση με την Αμερική.

Ακολούθησε η προβολή του Backyard with a View [Πίσω αυλή με θέα], μιας μικρού μήκους ταινίας από την εικαστική καλλιτέχνη Δήμητρα Κονδυλάτου που επεξεργάζεται ιστορικές πληροφορίες, αποσπασματικές καταγραφές και θραύσματα στο Λαζαρέτο της Σύρου υπό την οπτική του «τουριστικού βλέμματος». Η ταινία δημιουργήθηκε στο πλαίσιο του εργαστηρίου Εναλλακτικά μονοπάτια [Alternative paths], το οποίο πραγματοποιήθηκε κατά την 8η διοργάνωση του Φεστιβάλ τον Σεπτέμβριο του 2020. Αξίζει να σημειωθεί πως η καλλιτέχνις έχει μοιραστεί μέρος των ερευνητικών της ενδιαφερόντων και μέσω του εκδοτικού εγχειρήματος kyklàda.press. [2]

Η βραδιά έκλεισε στην Ποσειδωνία/Ντελαγκράτσια με μια αποδόμηση της αρρενωπότητας και της εθνικής ταυτότητας, όπως αυτή αναπτύσσεται στο Beau Travail (1999) της Claire Denis, ένα λυρικό πολεμικό δράμα εσωτερικής ενηλικίωσης, που αντλεί έμπνευση από τη νουβέλα του Χέρμαν Μέλβιλ Μπίλι Μπαντ – η οποία μάλιστα κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Αντίποδας. Τολμώ να πω πως αν το Ball του Sven Grünberg ήταν ο περσινός μας ήχος-φάντασμα, το The Rhythm of the Night της Corona και η αυτοσχεδιαστική – όπως αποκαλύπτει ο ίδιος ο Denis Lavant– χορογραφία στο τέλος της ταινίας δίνει με σιγουριά τον ρυθμό της φετινής χρονιάς.

Την τέταρτη ημέρα, σε ένα νέο χώρο για το φεστιβάλ, το Κολυμβητήριο του Αθλητικού Κέντρου «Δημήτριος Βικέλας» στην Ερμούπολη, το πρόγραμμα προβολών ξεκίνησε με το The Hills are Alive [Οι λόφοι είναι ζωντανοί] (2019) της Anouk Nier-Nantes· μια προσπάθεια ανάδειξης εναλλακτικών τρόπων περιπλάνησης και συνύπαρξης σε τρεις λόφους της Αθήνας: τα Τουρκοβούνια, την Αλεπότρυπα και τον Λυκαβηττό. Ιδιαίτερα ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος που η ίδια προσεγγίζει τους λόφους –σαν νησιά που αναδύονται μέσα από την πόλη, λέει η ίδια. Και αυτή η υπόγεια υπόστασή τους, η μυστικότητα υπό ανάδυση, μου φέρνει έντονα στο νου τη νουβέλα της Άντζελας Δημητρακάκη, Τέσσερις μαρτυρίες για την εκταφή του ποταμού Ερρινυού (Εστία, 2016).

Ένα τραυματικό μυστικό βασανίζει όμως και την Ηλέκτρα στην ταινία Τα χρόνια της μεγάλης ζέστης (1992) της Φρίντα Λιάππα, που εξακολουθεί να προβληματίζει στη θέασή της. Ευρηματικά, ο καύσωνας ως ιός που καταστρέφει τη μνήμη γίνεται σώμα ποιητικό που προϊδεάζει το αιματηρό τέλος, συνδέοντάς μας με αναζητήσεις του εαυτού, όπως στο στίχο «Δε θέλω να μ’ ερωτευτείς, να με γλιτώσεις απ’ τον εαυτό μου ζητάω.» [3]

Και από τον εαυτό στην ανασύνθεση του πολιτικού διαμέσου ηχογραφήσεων του συνθέτη Κωστή Δρυγιανάκη – μια συνομιλία με την ταινία Αλάτι για τη Σβανέτια (1930) στην Ελλάδα το 2021. «Οι γλώσσες», μας λέει ο ίδιος, «είναι καθοριστικό ερώτημα» και ως ακροατές και θεατές συνάμα αντιλαμβανόμαστε την πολιτική διάσταση της ταινίας εν μέρει βάση ενός συλλογικού ασυνείδητου που συχνά οφείλει να κλονίζεται. Η έλλειψη υποτίτλων –μετάφρασης ουσιαστικά των προτάσεων που κοσμούν σημεία στο Αλάτι για τη Σβανέτια– βοηθά σε αυτή την κατεύθυνση, δίνει χώρο και χρόνο, θα λέγαμε, στο οπτικοακουστικό. Παρακολουθώντας το, αναρωτήθηκα αν απoπολιτικοποείται το περιεχόμενο, η εικόνα, το κείμενο. Σκέφτομαι, καθώς γράφω αυτό το κείμενο, πως ίσως αποκτά μια άλλη πολιτική υπόσταση – το ηχητικό σχόλιο στο τέλος για τα gulag στη Ρωσία συμβάλλει σίγουρα σε μια διαφορετική θεώρηση.

Το Φεστιβάλ ολοκληρώθηκε με μια σειρά από δράσεις και παρουσιάσεις. Μεταξύ αυτών, η Περιφερειακή Όραση [Peripheral Vision], ένα υβριδικό –διαδικτυακό και επιτόπιο– εργαστήριο που εστίασε σε «διαμεσικές ερμηνευτικές στρατηγικές για οπτικοακουστικά αρχεία». Κατά συναρπαστικό τρόπο, έμπνευση για πολλές ταινίες που δημιουργήθηκαν στο πλαίσιο του εργαστηρίου αποτέλεσε ένα τρίωρο «σούπερ 8» βίντεο από μια οικογένεια στη Σύρο στα τέλη της δεκαετίας του 1960 –όπως βρέθηκε στο Ιστορικό Αρχείο της Σύρου (ΓΑΚ).

Ξεχωριστή θέση όμως, κρατώ επίσης, για το εν εξελίξει συμμετοχικό αρχείο «ΝΑIAS – Νέο Αρχείο Ιστοριών Ανθρώπων Σύρου», μια σύλληψη της Αλεξάνδρας Σαλίμπα: κατά τη διαμόρφωση του αρχείου άνθρωποι που σχετίζονται με το νησί της Σύρου κλήθηκαν να αρχειοθετήσουν τις αναμνήσεις τους, «υπερβαίνοντας», όπως αναφέρεται στο συνοδευτικό κείμενο, «τις τυπικές αρχειοθετικές πρακτικές και ενθέτοντας στο αρχείο συναισθήματα, αισθήσεις, χρώματα, προσωπικές αφηγήσεις, ανείπωτες ή ακόμα και επινοημένες ιστορίες, καθώς και άλλα εφήμερα, συνήθη, υποκειμενικά και εύθραυστα υλικά μνήμης.»

Παράλληλα, βέβαια, η οπτικοακουστική εγκατάσταση Recontextualized Ambiances [Αναπλαισιώνοντας τις ατμόσφαιρες] της Άννας Λιόκα, μια επιλογή υλικού από το αρχείο του κέντρου Cimatheque του Καΐρου και των Ηχητικών Συναντήσεων Σύρου, πλαισιώθηκε δημιουργικά από μία σειρά έγχρωμων και ασπρόμαυρων φωτογραφιών στο παλαιό βυρσοδεψείο Κορνηλάκη –εκεί, όπου σήμερα στεγάζεται και η Λέσχη Φωτογραφίας-Κινηματογράφου Σύρου.

Δε θα μπορούσα να παραλείψω –μεταξύ της πληθώρας εργαστηρίων και δράσεων του Φεστιβάλ– μια αναφορά στο «Εργαστήριο Νεαροί προγραμματιστές ταινιών: Προβολή για παιδιά και νέους», κατά το οποίο οι συμμετέχοντες, παρακολουθώντας ταινίες που αναφέρονται στη θεματική του Φεστιβάλ και αναλογιζόμενοι των ποικίλων συσχετίσεων μεταξύ του κινηματογράφου και άλλων τεχνών, κλήθηκαν να συνεργαστούν δημιουργικά.

Εν αναμονή της δέκατης διοργάνωσης, παρατηρώ (από κοντά) πως το Φεστιβάλ αφήνει ίχνη ορατά· όχι μόνο αναπαραστατικά αλλά και ουσιαστικά στο κομμάτι της παραγωγής, της δημιουργίας, της ενεργούς θέασης, της συνεργασίας και της επικοινωνίας – ίχνη που μας βοηθούν να επαναορίσουμε την ίδια μας τη μετα-κίνηση, σε ορισμένα ή μη σημεία, Εκτός Εποχής.

AUTHOR

Γιάννης Ανδρονικίδης

Από την ιστορία και τη θεωρία της τέχνης στις πρακτικές και τις πολιτικές του φακού.

Loading...
«Έρωτας κι έρωτας ξανά», το ποίημα της Παρασκευής.
Οι φωνητικοί χρωματισμοί της Coco-Paloma «ταξιδεύουν» με τα beats του Héctor Oaks!