«Τυφλή εποχή», το ποιήμα της Παρασκευής.
Κάτω
στο βάθος
τόσα πέλματα βαριά
τόση βουή με καταρράχτες
ακούγονται να σπάζουν επιφάνειες
κατρακυλάν στις φλέβες μας ποτάμια –
εγώ
με φωτεινό το μέτωπο να χάνομαι
να μην μπορώ να καταλάβω
πώς γίνηκε ν’ αναζητάμε όραμα
τώρα που όλα στερεώθηκαν επίσημα
τώρα που ένας πρίγκιπας επέθανε
τώρα που οι δείχτες ύψωσαν τα φέρετρα
κει που βουλιάζουν οι αετοί τις ώρες.
Δείξε μας δείξε μας το μπόι σου
μέρα με τις πληγές ορθές στο βάδισμά σου
εγώ μαζί με το Βλαδίμηρο
θα σε στεγάσουμε
να μη φοβάσαι
οι άλλοι πέτρωσαν δίπλα στους χωροφύλακες
έντρομοι θα σαλπίσουν
θα κλείσουν οι πύλες
θα κλείσουν τα τείχη
θα παρατάξουν τα στρατεύματα
εσύ θα τους διαπερνάς αθόρυβα
θα προβαδίζεις
και πίσω θα σ’ ακολουθούν
οι Ασσύριοι οι Βαβυλώνιοι οι Ιουδαίοι
οι Ισπανοί πριν προδοθούν τα όνειρα
οι Γάλλοι μεταλλωρύχοι
ο σύντροφός μου Γκαρώ πριν γίνει διευθυντήριο
οι πρόεδροι θ’ αλλάξουν έντρομοι τα διατάγματα
οι άλλοι θα υποκρίνονται τους έμπιστους
εγώ μαζί με την ακολουθία μου
θ’ ανακηρύσσομαι ήρωας
το αργυρό σπαθί των ιπποτών θα λάμπει
ο πρίγκιπας ένα χλωμό παιδί με πορφυρούν χιτώνα
πάλι θα στερεώνονται οι αυλοκόλακες
κ’ εγώ θα φεύγω
θ’ αναζητάω έντρομος την όψη σου.
Κάτω
στο βάθος
τόσα πέλματα βαριά.
Ακούω να ’ρχεται καινούργιο βήμα.
Μιχάλης Κατσαρός, «Τυφλή Εποχή»