Create Your Short Story: Η δική σου συνέχεια στην ιστορία «Έρωτας στην εποχή των ελαστικών».
Το #CreateYourShortStory είναι μια ελληνική ψηφιακή πρωτοβουλία κοινωνικού και πολιτιστικού προφίλ με την μορφή Pocket Size Storytelling.
Εσύ – που θέλεις να αποσυνδεθείς από οτιδήποτε σε κάνει να αισθάνεσαι αρκετά πιο αμήχανα – και αυτόματα να συνδεθείς με την μετάδοση μιας φρέσκιας μυθοπλαστικής αφήγησης, το #CreateYourShortStory είναι ο καλύτερος και πιο αχώριστος φίλος των ημερών στην καραντίνα.
Αν νιώθεις πως το μυαλό χρειάζεται να μεταφερθεί σε ένα περιβάλλον γεμάτο φαντασία, άσε την παραγωγή ερεθισμάτων που θα αισθανθείς από τις πρώτες κιόλας γραμμές κειμένου του #CreateYourShortStory να γράψουν την καλύτερη σύντομη ιστορία με αποτέλεσμα να έχεις την ευκαιρία να παρουσιάσεις τη δική σου εκδοχή ως δημιουργός συγγραφικού περιεχομένου.
Εμείς, λίγες μέρες μετά την αρχική δημοσίευση της κάθε «δικής μας» αρχής, θα επιλέγουμε και θα δημοσιεύουμε την συγγραφική τοποθέτηση στη «δική σου» συνέχεια σχετικά με το λογοτεχνικό κείμενο του Γιάννη Μυλόπουλου.
Δες τις υπόλοιπες ιστορίες και τις απαντήσεις τους εδώ!
Τέταρτη ιστορία: Έρωτας στην εποχή των ελαστικών
Το ραδιόφωνο έπαιζε μια γνωστή μουσική που δε θυμόταν αν την είχε ακούσει. Φωνητικά γυναικεία και γλυκές μελωδικές νότες λες και ήταν βγαλμένες από ψηφιακό ξυλόφωνο. Η έκτη ταχύτητα είναι η καλύτερη ταχύτητα! Ξεκούραστη, γρήγορη αλλά και συμπυκνωμένη με όλη την ιπποδύναμη της μηχανής να φροντίζει για τη θαυμάσια οδηγική εμπειρία της νέας μικρής BMW σειρά 1. «Καλορίζικο και με ευτυχισμένες βόλτες», τριγυρνούσε συνέχεια στο μυαλό της Άσπας η τελευταία φράση που είπε ο αψεγάδιαστος κύριος Παναγιώτου. Πήγαινε κάθε εβδομάδα για δυο μήνες. Της άρεσε πολύ η εξυπηρέτηση και γενικότερα περνούσε πολύ ωραία στην αντιπροσωπεία. Δεν έπαιρνε απόφαση για την τελική αγορά, μέχρι την προηγούμενη Δευτέρα που ο κύριος Παναγιώτου της έκανε ένα φοβερό κομπλιμέντο για το στιλ και τον αέρα που αποπνέει η Άσπα ως γυναίκα.
«Εσείς συγκεκριμένα δε θα μπορούσατε να ζητήσετε τίποτα λιγότερο παρά μόνο ένα τόσο στιλάτο και μοντέρνο αυτοκίνητο. Θεωρώ πως είναι μια φυσική εξέλιξη του εαυτού σας με μια ζωγραφισμένη αυτοπεποίθηση. Τι λέτε, είστε έτοιμη να μην έχετε ανάγκη από ημίμετρα;».
Η Άσπα δεν ήταν αυτό ακριβώς που περιέγραφε ο κύριος Παναγιώτου αλλά το κοκτέιλ αυτοεκτίμησης έπαιζε σαν μια ζωτική ανάγκη μετά από τα όσα συνέβησαν το τελευταίο εξάμηνο στη ζωή της. Σαν να το επιδίωκε, να το διεκδικούσε και να το αναζητούσε. Το αυτοκίνητο ήταν η αφορμή μετά από κάποια στιγμή. Ξεκάθαρα. Δεν το παραδέχτηκε φανερά, αλλά μετά από την τρίτη επίσκεψη είχε βρει ένα κανονικό νόημα στη ζωή της. Να πηγαίνει στην αντιπροσωπεία κάθε εβδομάδα και να συζητάει με τον κύριο Παναγιώτου για την νέα πιθανή αγορά της λευκής BMW. Έρωτας στην εποχή των ελαστικών θα μπορούσε να είναι ο τίτλος από το φλερτ που εξελίσσονταν με όμορφη τακτική…
Η δική σου συνέχεια
Γράφει η Δώρα Καρακεχαΐδου
Ήξερε πολύ καλά πόσο επικίνδυνο ήταν αυτό το παιχνίδι που είχε ξεκινήσει με τον κύριο Παναγιώτου. Το είχε νιώσει στο πετσί της άλλωστε, όταν ένα χρόνο πριν είχε μπει στη ζωή της ο Ντίνος. Καμία σχέση με τον «τέλειο» κύριο Παναγιώτου. Ούτε κοστούμι φορούσε, ούτε ευγενικός ήταν ούτε και τόσο διακριτικός στο φλερτ του. Ο Ντίνος ήταν κυνηγός. Ωμός, άγριος, γεννημένος για την αδρεναλίνη. Και της κόστισε. Της κόστισε τόσο πολύ που έχασε τον εαυτό της.
«Άραγε τι να κάνει αυτό το κουμπί;» αναρωτήθηκε, προσπαθώντας να πάρει το μυαλό της μακριά απ’ το παρελθόν της. Ήταν σίγουρη πως της το είχε δείξει ο κύριος Παναγιώτου, αλλά τα είχε χάσει με όλες αυτές τις δυνατότητες του καινούργιου της αποκτήματος. Το πάτησε και αυτομάτως άρχισε να ανοίγει η ηλιοροφή του αυτοκινήτου. Αχ μα πως το είχε ξεχάσει αυτό; Η ηλιοροφή ήταν ένας από τους βασικούς λόγους που είχε επιλέξει αυτό το μοντέλο, πέραν του φλερτ του κυρίου Παναγιώτου.
Το δροσερό ανοιξιάτικο αεράκι ανακάτεψε τα καστανά μαλλιά της. Ο ήλιος είχε χαμηλώσει και το φως του ουρανού είχε ήδη αλλάξει σε εκείνο το απαλό πορτοκαλί που λάτρευε. Ήταν η ιδανική ώρα για την πρώτη της βόλτα με το καινούργιο της αυτοκίνητο. Ο δρόμος ήταν άδειος κι έτσι δεν έχανε την ευκαιρία να ρίχνει κλεφτές ματιές από το παράθυρο. Από το υψόμετρο που ήταν, μπορούσε να δει την όμορφη πόλη της από άκρη σε άκρη και να χαζέψει τη θεϊκή ένωση του ήλιου με την θάλασσα.
Την διαδρομή την ήξερε καλά. Κι όσες φορές κι αν είχε ορκίσει τον εαυτό της να μην την ξανακάνει, πάντα έβρισκε μια καλή δικαιολογία να πει στον εαυτό της για να πατήσει τον όρκο της χωρίς ενοχές. Εκεί την είχε πάει πρώτη φορά ο Ντίνος με το δικό του καινούργιο αυτοκίνητο. Να και κάτι κοινό που είχε ο Ντίνος με το καινούργιο της φλερτ: την αγάπη για τους τέσσερις τροχούς. «Είναι η ιδανική διαδρομή για να στρώσεις ένα καινούργιο αμάξι. Ανοιχτός δρόμος χωρίς πολύ-πολύ κίνηση» της είχε πει τότε κρατώντας το τιμόνι με το ένα χέρι ενώ περνούσε το άλλο ανάμεσα από το μαλλιά του με μπόλικη ωραιοπάθεια. Η εικόνα του ήρθε μπροστά στα μάτια της και σαν να κοιτούσε σε καθρέφτη πέρασε κι εκείνη τα δάχτυλά ανάμεσα από τα μαλλιά της. Μόλις το συνειδητοποίησε πήρε απότομα το χέρι της και κοίταξε στον κεντρικό καθρέφτη την αντανάκλαση των ματιών της, σαν να προσπαθούσε να ξορκίσει τον δαίμονα της με την πραγματικότητα. Τώρα ήταν αυτή στην θέση του οδηγού του αυτοκινήτου, αλλά κυρίως της ζωής της.
Έριξε μια γρήγορη ματιά στην θέση του συνοδηγού όπου είχε αφήσει την τσάντα της. Έβαλε μέσα το χέρι της και άρχισε να ψάχνει για τα τσιγάρα της. Άνοιξε το πακέτο και έβαλε ένα στο στόμα της. Βάλθηκε να ψάχνει πιο βαθιά στην τσάντα της για τον αναπτήρα. Μα που στο καλό; Τι κακό κι αυτό; Δεν μπορούσε να κρατήσει αναπτήρα πάνω από μήνα. Αυτή την φορά όμως δεν τον είχε χάσει. Άναψε το τσιγάρο και πήρε μια γερή ρουφηξιά. Η νικοτίνη ήταν ό,τι χρειαζόταν για να θολώσει κι άλλο το μυαλό της και να της επιτρέψει να γυρίσει πάλι πίσω στις αναμνήσεις που εδώ και έξι μήνες προσπαθούσε να αποφύγει.
Εκείνη την μέρα έτρεχε σαν τρελή. Είχε πατήσει πολλές φορές αναβολή στο ξυπνητήρι κι όταν πια άνοιξε τα μάτια της, είχε ήδη χάσει ένα τέταρτο. Έβαλε τα ρούχα της που είχε ετοιμάσει από την προηγούμενη το βράδυ, ευχαριστώντας την μητέρα της που της είχε περάσει αυτή τη συνήθεια, πήρε την τσάντα και το μπουφάν της και έφυγε τρέχοντας. Έψαχνε στις τσέπες της για ψιλά. Τίποτα. Άνοιξε το πορτοφόλι της, τίποτα κι εκεί. Κατευθύνθηκε προς το περίπτερο δίπλα στη στάση. Μόλις που πρόλαβε να πάρει τα εισιτήρια και να μπει στο λεωφορείο. Πήρε μια βαθιά ανάσα ανακούφισης και κάθισε στην αγαπημένη της θέση. Είκοσι λεπτά μετά είχε φτάσει στον προορισμό της. Έβαλε το χέρι της στην τσέπη του μπουφάν της για κάνει ένα γρήγορο τσιγάρο μέχρι να φτάσει στο γραφείο. Αναπτήρας πουθενά. «Πάλι τον έχασα γαμώτο.» Κι εκείνη τη στιγμή άκουσε για πρώτη φορά την φωνή του: “Κοπελιά! Δικό σου δεν είναι αυτός; σου έπεσε στο περίπτερο” και της έδειξε τον αναπτήρα.
«Α ναι! Σ’ ευχαριστώ. Καλά έκανες τόσο δρόμο πίσω από ένα λεωφορείο για να μου δώσεις έναν αναπτήρα που κάνει 1 ευρώ;» του είπε με ειρωνεία.
«Όχι βέβαια. Το έκανα για να σε γνωρίσω και να νιώσεις υποχρεωμένη για το καλό που σου έκανα. Πάμε για καφέ;» της είπε κάπως αδιάφορα και γεμάτος αυτοπεποίθηση. Μα ποιος νομίζει πως είναι τέλος πάντων. Σιγά μην την έριχνε με τέτοιες βλακείες.
«Σ’ ευχαριστώ για τον αναπτήρα, αν και δεν ήταν ανάγκη, αλλά δεν έχω καθόλου χρόνο για καφέδες», του απάντησε ειρωνικά και πήρε απότομα τον αναπτήρα απ’ το χέρι του για να ανάψει το τσιγάρο της. Πριν προλάβει όμως, ο Ντίνος με μια γρήγορη κίνηση τον είχε πάρει πάλι πίσω και στην θέση του είχε βάλει την κάρτα με το τηλέφωνό του.
«Οκ. Φεύγω τότε», της απάντησε πηγαίνοντας προς την πόρτα του οδηγού ενώ εκείνη έμεινε συνοφρυωμένη να κοιτάζει μία την κάρτα στο χέρι της, μία τον άγνωστο τύπο. «Αν το μετανιώσεις πάρε τηλέφωνο. Σχολάω στις πέντε.» Με το κλείσιμο της πόρτας κατάφερε επιτέλους κι εκείνη να κλείσει το στόμα της. Έμεινε να κοιτάει το μαύρο Audi να απομακρύνεται. Κοίταξε πάλι την κάρτα: Ντίνος Αντωνίου Συνεργείο Αυτοκινήτων. Μα ποιος βάζει τη σήμερον ημέρα το υποκοριστικό του ως όνομα για το μαγαζί του; Άκου εκεί Ντίνος… Αν και είχε πολλή δουλειά, στο μυαλό της γύριζε συνέχεια η στιχομυθία τους. Το ένστικτό της, της έλεγε ότι ο τύπος ήταν μπελάς, αλλά από την άλλη είχε ανάγκη κάτι να της ταράξει την αφόρητα αδιάφορη ζωή της. Κι αν έπαιζε καλά το παιχνίδι, ίσως να μην έβγαινε ζημιωμένη.
Η σχέση τους ήταν πολύ σύντομη. Αν μπορεί κανείς να το πει σχέση αυτό που είχανε. Βρισκόταν στα κρυφά και μόνο όταν μπορούσε εκείνος, μιας και δεν σκόπευε να χαλάσει τη μακροχρόνια σχέση του. Εκείνη είχε τον ρόλο της ερωμένης και το μόνο θετικό που έβρισκε στην όλη κατάσταση, ήταν πως η ζωή της μόνο αδιάφορη δεν ήταν πια. Την έτρωγε όμως. Πάντα ήταν υπέρ των κανόνων. Όλη της η ζωή ήταν τακτοποιημένη σε κουτάκια και πάντα ακολουθούσε την πεπατημένη. Ποτέ της μέχρι τότε δεν είχε τολμήσει να βγει έξω από τη ζώνη ασφαλείας της και είχε μια αντιπάθεια προς όλους αυτούς που δεν ακολουθούσαν τους κανόνες της «έννομης ηθικής τάξης». Όσο το ζούσε, προσπαθούσε να μην το σκέφτεται και είχε βαλθεί να κερδίσει το παιχνίδι ενάντια στον αντίπαλο εραστή της. Να καταφέρει να βγει αλώβητη απ’ όλη αυτή την παράνοια.
Πόσο λάθος είχε κάνει… Το παιχνίδι ήταν δικό του από την αρχή. Βαθιά μέσα της το ήξερε. Δεν το παραδέχτηκε ποτέ. Γι’ αυτόν ήταν απλώς μία ακόμα γυναίκα που πέρασε απ’ τη ζωή του για εκείνη όμως ήταν ό,τι πιο δυνατό είχε νιώσει ποτέ. Έξι μήνες πριν, του το παραδέχτηκε και ήταν και το τελευταίο πράγμα που του είπε πριν τον διαγράψει οριστικά απ’ τη ζωή της. «Δεν χρειάζεται να εξηγήσεις κάτι. Καταλαβαίνω. Σου τελείωσε. Δεν σου το έχω πει και, θεωρητικά, δεν έχει και κανένα νόημα να στο πω τώρα, αλλά δεν έχω ξανανιώσει έτσι. Και σ’ ευχαριστώ γι’ αυτό. Δεν στο λέω για να ταΐσω το Εγώ σου. Το λέω γιατί όφειλα να το παραδεχτώ στον εαυτό μου.» Ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπε να ξαφνιάζεται. Το βλέμμα του όμως είχε και κάτι ακόμα. Είχε ντροπή. Δεν μίλησε κανείς τους. Πήρε την επιβεβαίωση που της έδωσε με το βλέμμα του κι έφυγε.
Ο ήλιος είχε πια βυθιστεί στη θάλασσα. Ο αέρας που έμπαινε από την ανοιχτή ηλιοροφή πιο κρύος από πριν την έκανε να ανατριχιάσει. Κατέβασε ταχύτητα, έβγαλε φλας και πήρε την πορεία της επιστροφής. Φτάνει το μνημόσυνο. Κοίταξε το είδωλο της στον καθρέφτη και θαύμασε την τέλεια γραμμή που είχε καταφέρει επιτέλους να κάνει στο περίγραμμα των χειλιών της. Δεν τα πήγαινε και πολύ καλά με το make up. Την σκέψη της διέκοψε ο ήχος κλήσης του κινητού της. Έριξε μια κλεφτή ματιά στην οθόνη. Ήταν ο κύριος Παναγιώτου, που αν και της είχε ζητήσει να τον αποκαλεί απλά Άρη, εκείνη επέμενε στο «Κύριος Παναγιώτου». Το έβρισκε χαριτωμένο. Για μερικά δευτερόλεπτα τα έχασε, προσπαθώντας να βρει το σωστό κουμπί στο τιμόνι του αυτοκινήτου για να απαντήσει στην κλήση. Ίσως τελικά να δεχόταν την πρόσκληση του για ποτό.
Πάτησε το κουμπί και η καμπίνα του αυτοκινήτου γέμισε με την φωνή του κυρίου Παναγιώτου. Τα μάτια της τώρα χαμογελούσαν.
-Καλησπέρα! Ο Άρης είμαι.
-Καλησπέρα σας κύριε Παναγιώτου. Πως είστε;
-Αν συνεχίσεις να μου μιλάς στον πληθυντικό, όχι και τόσο καλά.
-Μα γιατί; εγώ το βρίσκω χαριτωμένο.
-Εγώ πάλι αστείο. Αλλά πάλι αφού το θες έτσι θα μιλήσω αυστηρά επαγγελματικά και θα ρωτήσω: πως σας φαίνεται το καινούργιο σας αυτοκίνητο; είστε ικανοποιημένη με τις επιδόσεις του;
-Απόλυτα! Είναι κάπως πολύπλοκο βέβαια και ακόμα δεν μπορώ να θυμηθώ τι κάνει κάθε κουμπί εδώ μέσα.
-Α δεν είναι τίποτα. Θα μπορούσαμε αν θέλετε να βρεθούμε κατά τις 22.00 να σας υπενθυμίσω τα βασικά.
-Υπέροχα. Γειά σου Άρη. Τα λέμε στις 22.00.