Album Review: Belle and Sebastian – Girls In Peacetime Want To Dance
Υπάρχουν ημέρες νωχελικές, συνήθως Κυριακές, που θέλεις να χαλαρώσεις και ψάχνεις το κατάλληλο soundtrack για την απογευματινή σου ραστώνη. Η μουσική των Belle and Sebastian ενδείκνυται για αυτές τις ημέρες. Ονειρική dream pop, ντροπαλά φωνητικά, διακριτικές, γοητευτικές μελωδίες , απαλοί ήχοι και ενδιαφέροντες στίχοι απαρτίζουν το μωσαϊκό της εναλλακτικής pop που πρεσβεύουν οι Belle and Sebastian. To συγκρότημα που καθιέρωσε και διαμόρφωσε την indie pop ξεκίνησε κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’90 με το “Tigermilk” και έκτοτε ακολούθησε μια πλούσια δισκογραφία, η οποία σε όλη της την έκταση διατήρησε το χαρακτηριστικό ύφος των Belle and Sebastian. Η εικοσάχρονη ομοιόμορφη μουσική τους πορεία δεν προδιέγραφε καμία ηχητική μετάλλαξη. Και όμως εν έτει 2015 οι Belle and Sebastian επέστρεψαν μετά από πέντε χρόνια απουσίας για να ταράξουν τη χαρακτηριστική ομοιομορφία τους. Το τελευταίο τους πόνημα τιτλοφορείται “Girls In Peacetime Want To Dance” και ίσως αποτελεί την πιο πειραματική κυκλοφορία τους μέχρι σήμερα.
Στο ένατο album τους οι Belle and Sebastian θέλησαν να απομακρυνθούν από τον συνηθισμένο ακουστικό ήχο τους και να διευρύνουν τους μουσικούς τους ορίζοντες προχωρώντας σε ηλεκτρονικά χορευτικά μονοπάτια. Το “Girls In Peacetime Want To Dance” σηματοδοτεί την αναγέννηση του συγκροτήματος μέσα από νέα ήδη και διαθέσεις. Στο προηγούμενο album του συγκροτήματος, “Write About Love”, υπήρξαν κάποια δείγματα αλλαγής, ωστόσο η ολοκληρωτική μουσική μεταβολή επήλθε στην τελευταία τους κυκλοφορία. Στο “Girls In Peacetime Want To Dance” οι Belle and Sebastian συνεργάστηκαν με τον Ben H. Allen III, γεγονός που επηρέασε σημαντικά την κατεύθυνση του δίσκου.
Στο εναρκτήριο “Nobody’s Empire”, ο ακροατής αναζητεί την διαφορετική αυτή μουσική κατεύθυνση του συγκροτήματος αλλά αδυνατεί να την εντοπίσει. Πρόκειται για ένα τραγούδι που αν και συνάδει με την παλαιότερη μουσική φόρμα του συγκροτήματος, καταφέρνει να θριαμβεύσει και να ξεχωρίσει λόγω του έντονου προσωπικού στοιχείου που διαθέτει. Περνώντας στο “Allie” ο ήχος γίνεται περισσότερο έντονος, ενώ παράλληλα ο ακροατής εκπλήσσεται από τους πολιτικοποιημένους στίχους του. Η μετάβαση σε ηλεκτρονικούς χορευτικούς ήχους γίνεται με το “The Party Line”, το οποίο πρωτοακούσαμε πέρσι. Η μετάβαση αυτή μπορεί να προκαλέσει αμηχανία σε πολλούς καθώς εδώ εγείρεται το ερώτημα αν οι Belle and Sebastian είναι κατάλληλοι για αυτό το είδος μουσικής. Το “The Party Line” συγκαταλέγεται σε αυτά τα τραγούδια που μετατρέπονται σε ραδιοφωνικές επιτυχίες, χωρίς να αποτελούν το καλύτερο δείγμα του album. Στον ίδιο χορευτικό ρυθμό βρίσκεται και το επτάλεπτο σχεδόν “Enter Sylvia Plath”. Το συγκεκριμένο τραγούδι θα μπορούσε να συμπεριληφθεί στις άτυχες στιγμές του album, καθώς το επαναλαμβανόμενο μοτίβο των synths το καθιστά «παλιομοδίτικο». Στα ίδια πλαίσια κινείται και το “Play For Today”, στα φωνητικά του οποίου συμμετέχει και η Dee Dee Penny των Dum Dum Girls. Το τραγούδι που συνδυάζει την παλαιότερη και τη σύγχρονη αισθητική των Belle and Sebastian είναι το “Ever Had A Little Faith”. H απαλή φωνή του Murdoch έρχεται σε πρώτο πλάνο και συνδυάζεται αρμονικά με την ονειρική μελωδία της κιθάρας. Το album κλείνει με το “Today (This Army’s For Peace)” δημιουργώντας στον ακροατή ένα αίσθημα γλυκιάς μελαγχολίας.
Εν κατακλείδι, το “Girls In Peacetime Want To Dance” στο σύνολό του είναι ένα ενδιαφέρον και ιδιόμορφο album. Σε ορισμένα σημεία η συνοχή του απουσιάζει και φέρνει σε αμηχανία τον ακροατή. Σε άλλες πάλι στιγμές, ο υποτονικός indie pop ήχος του συγκροτήματος συνδυάζεται αναπάντεχα αποτελεσματικά με τον πομπώδη disco ρυθμό δικαιώνοντας τον πειραματισμό των Belle and Sebastian. Πρόκειται για μια αξιοπρόσεκτη προσπάθεια του συγκροτήματος να ενστερνιστεί την αλλαγή διατηρώντας τα κλασικά του στοιχεία μέσα από ένα διασκεδαστικό album.