Συνέντευξη με την Ελισάβετ Κωνσταντινίδου.
Φωτογραφίες: Φιληάννα Καραμανλή
Σε μια από τις καλύτερες, ερμηνευτικά, στιγμές της, η Ελισάβετ Κωνσταντινίδου βρίσκεται στην Θεσσαλονίκη, με το έργο της Ελένης Γκασούκα «Εγώ, η Γωγώ». Λιτή, μα ταυτόχρονα πληθωρική ερμηνεία, σε έναν ρόλο που αγγίζει το κοινό, τόσο το γυναικείο, όσο και το ανδρικό. Χωρίς υπερβολές και εξάρσεις, καταφέρνει να βρει την ισορροπία της σε αυτή την «δραματική κωμωδία», όπως η ίδια την χαρακτηρίζει. Μας άνοιξε την πόρτα του σπιτιού της, κέρασε καφέ στο μπαλκόνι και κάναμε μια πολύ ενδιαφέρουσα κουβέντα.
Πώς νιώθετε που βρίσκεστε, για ακόμη μια φορά, στην Θεσσαλονίκη;
Δεν είναι τυχαίο που άφησα την χειμερινή σαιζόν στην Αθήνα, για να έρθω, με αυτό το έργο, στην Θεσσαλονίκη. Είμαι ήσυχη, ήρεμη. Για να είμαι ειλικρινής, είναι η πρώτη φορά που έρχομαι, για να μείνω τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Δημιουργείται, έτσι, μια συνθήκη μονιμότητας. Έχω το καμαρίνι μου, τακτοποιώ τα πράγματά μου, φτιάχνω το «σπιτικό» μου. Ο Θωμάς (Χαρέλας) και όλοι οι άνθρωποι του «Αυλαία», έχουν δημιουργήσει ένα, απίστευτα, οικείο περιβάλλον. Ωστόσο, σου εξομολογούμαι πως νιώθω μια παράξενη μοναξιά. Αυτά έχει ο μονόλογος. Μόνη στην σκηνή, μόνη και στο καμαρίνι, περίεργη αίσθηση.
Πού βρίσκετε τα κοινά σας με την Γωγώ; Και αν την εντοπίζατε στον περίγυρό σας, πώς θα την αντιμετωπίζατε;
Μη νομίζεις ότι θα μπορούσε εύκολα να εντοπίσει κανείς, όχι μόνο γυναίκες, αλλά γενικά ανθρώπους σαν την Γωγώ. Είναι χαρακτήρες που, φαινομενικά, τα καταφέρνουν. Δεν θέλουν να αφήσουν να φανεί ότι κάτι πάει στραβά. Μεγαλώνοντας, όλοι αποκτάμε στοιχεία από την Γωγώ. Ειδικά αν, όταν είναι κανείς νέος, δεν φροντίσει να καταλάβει τον εαυτό του και τους άλλους, ή ακόμα χειρότερα, αγνοεί ορατά προβλήματα. τότε, όσο περνούν τα χρόνια, δεν φαίνεται να υπάρχει άλλη λύση, από τα χάπια ή την ψυχοθεραπεία.
Το «καμπανάκι» της Γωγώς ήταν ένα σφοδρό ατύχημα, με αμφίσημη κατάληξη. Για εσάς, τι μπορεί να ακουστεί σαν «καμπανάκι» και τελικά, αυτά ωθούν ή εμποδίζουν;
Ακούω πολλούς φίλους να λένε: «πάλι έπεσα στον λάθος άνθρωπο» και «πάλι απογοητεύτηκα» και «πώς γίνεται κάθε φορά να συμβαίνει το ίδιο πράγμα». Πρέπει να αναλογιστείς την ευθύνη σου. Δεν φταίνε, πάντα, οι άλλοι αν σε απογοητεύουν, αν τελικά είναι λάθος για σένα. Δεν γίνεται, συνέχεια, οι άλλοι να είναι οι κακοί, που σε εκμεταλλεύονται. Τότε, δεν το ακούς το «καμπανάκι». Είναι εύκολο να παρατηρείς τους άλλους, αλλά το θέμα είναι να παρατηρήσεις τον εαυτό σου. Τα «καμπανάκια» είναι προειδοποιητικά. Ο ρόλος τους δεν είναι, ούτε για να ωθούν, ούτε για να εμποδίζουν. Είναι για να ενημερώνουν. Πρέπει να βλέπουμε τα σημάδια και να αφυπνιζόμαστε.
Κάθε βράδυ, κάνετε τον κόσμο να γελάει, να συγκινείται, να αισθάνεται. Γενικά, υπάρχει ενέργεια. Εσείς από πού αντλείτε την ενέργεια, την οποία, απλόχερα, καλείστε να προσφέρετε;
Δεν θεωρώ ότι προσφέρω ενέργεια, αλλά ότι ανταλλάσσω. Όταν νιώθω ότι το κοινό πάλλεται, συμμετέχει, καταλαβαίνει, ανατροφοδοτούμαι κι εγώ με αυτήν την ενέργεια. Είναι, ξέρεις, άλλη η ακινησία του «παρακολουθώ», και άλλη η ακινησία του «βαριέμαι και λίγο και περιμένω να περάσει η ώρα». Επίσης, κάνω πράγματα που με ευχαριστούν. Προσπαθώ να κάνω έναν κόπο να αγαπήσω τον εαυτό μου, να με φροντίσω.
Άρα, σε αντίθεση με την Γωγώ, που δεν αγαπούσε τον εαυτό της, η Ελισάβετ τον αγαπάει;
Μη νομίζεις! (Γέλια) Προσπάθεια κάνω! Δεν λέω ότι έχω καταφέρει να αγαπήσω, πλήρως, τον εαυτό μου.
Ποιες είναι οι μικρές πράξεις αγάπης προς τον εαυτό σας;
Οπωσδήποτε, δυο φορές μες στην εβδομάδα μου, κανονίζω να βγω από το σπίτι, χωρίς να έχω καμία δουλειά, αλλά για βόλτα, να χαλαρώσω, να δω φίλους, να πιω καφέ. Επίσης, κάνω ρεφλεξολογία και μασάζ. Κάπως έτσι με φροντίζω. Είναι σαν να μπαίνω σε μια αγκαλιά. Μου αρέσει πολύ να διαβάζω. Με ηρεμεί. Και σίγουρα, η μεγαλύτερη πράξη αγάπης προς τον εαυτό μου, είναι η ψυχοθεραπεία που κάνω με μεγάλο κόπο.
Τι σας αρέσει να διαβάζετε;
Δεν διαβάζω οτιδήποτε πέφτει στα χέρια μου στην τύχη. Επιλέγω να διαβάσω ό,τι με δυσκολεύει. Μου αρέσει να με εκπλήσσει το κείμενο και να χρειάζεται, ίσως, και να το ξαναδιαβάσω για να το κατανοήσω. Επανέρχομαι, πάντα, στον Προυστ. Τώρα, συγκεκριμένα, διαβάζω το «η ζωή στο δάσος» του Θορώ.
Πού εντοπίζονται οι πιο κρυφοί φόβοι σας;
Πίσω από τους πολλούς φόβους, κρύβεται, στην ουσία, ένας φόβος για τον θάνατο. Για εμένα, ωστόσο, δεν υπάρχει θάνατος, αλλά «μετάβαση» σε ένα γνώριμο μέρος, και οδεύω στο να κατακτήσω αυτή την πεποίθηση. Έτσι, ίσως θα μπορούσα να πω ότι δεν έχω άλλους φόβους. Επαγγελματικά, δεν φοβάμαι. Είμαι τυχερή και η πορεία μου, με τα λάθη μου και τα σωστά μου, με έχει φέρει σε ένα σημείο, να αισθάνομαι σίγουρη για τις επιλογές που έχω κάνει. Το θέατρο, ο κινηματογράφος και, ενίοτε, η τηλεόραση, είναι χώροι που μου δίνουν ασφάλεια.
Δε νιώθετε, δηλαδή, ανασφάλεια, σχετικά με την ανταπόκριση του κοινού;
Δεν γίνεται να αρέσουν όλα σε όλους και σε μεγάλο βαθμό. Είναι λογικό, κάποιες δουλειές μου να είναι πιο πετυχημένες εμπορικά από κάποιες άλλες. Ωστόσο, καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια για το καλύτερο αποτέλεσμα.
Ένοχες απολαύσεις υπάρχουν;
Ε, φαίνονται νομίζω, όχι; Περισσότερο από όλα, το παγωτό. Χειμώνα, καλοκαίρι, πεθαίνω για παγωτό.
Υπάρχει κάτι που το έχετε ανάγκη περισσότερο όσο μεγαλώνετε, παρά τα προηγούμενα χρόνια;
Κάτι που δεν είχα ανάγκη παλιά, αλλά πλέον είναι ζωτικής σημασίας για μένα, είναι να μένω μόνη μου. Ώρες για μένα. Συνήθως, ξοδευόμουν, αλλά σήμερα έχει ενδιαφέρον να μένω μόνη μου και μπορώ να το κάνω. Επιζητώ πολύ περισσότερο τις μέρες που μπορώ να πάω στο «καταφύγιο» μου, στην Αίγινα. Την αγαπάω την γωνιά στην βεράντα μου, όπου μπορώ να διαβάσω και να χαζέψω την θάλασσα.
Πριν 2 χρόνια, τέτοια εποχή, καλεσμένη σε τηλεοπτική εκπομπή, είχατε ερωτηθεί σχετικά με την μετακόμιση της κόρης σας στην Θεσσαλονίκη για σπουδές και δακρύσατε. Σήμερα πώς το διαχειρίζεστε;
Το γεγονός αυτό, ήταν από τα πιο δύσκολα που μου έχουν συμβεί. Δεν το φανταζόμουν. Με την λογική, φυσικά, καταλάβαινα ότι η κόρη μου, κάποια στιγμή, θα έφευγε από το σπίτι, αλλά η καρδιά μου δεν συμβάδιζε. Έκανα πολύ κόπο για να διαχειριστώ τον φόβο που ένιωθα, ακριβώς επειδή βρισκόταν κάπου μακριά μου. Όσο μέναμε μαζί, ήξερα πως, κάποια στιγμή, θα γύριζε στο σπίτι, θα την έβλεπα. Όταν μένει, όμως, μακριά, είναι αλλιώς. Μου είναι δύσκολο να χάνω τον έλεγχο και όταν αναγκάστηκα, πήρα ένα μεγάλο μάθημα. Έμαθα να μην παίρνω 20 τηλέφωνα την ημέρα. Η κόρη μου, με έκανε να συνειδητοποιήσω κάτι, που βαθιά μέσα μου ήξερα. Ότι τα παιδιά δεν μας ανήκουν.
Πώς θα περάσει ο χειμώνας;
23 Οκτωβρίου βγαίνει η κινηματογραφική ταινία «Στα καλά καθούμενα», του Νίκου Ζαπατίνα, στην οποία συμμετέχω, και την «Γωγώ» έχουμε σκοπό να μην την παρουσιάσουμε μόνο στην Θεσσαλονίκη, αλλά και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Θα πάμε στην Κρήτη, στην Καβάλα και σε άλλα πολλά μέρη. Μου αρέσουν οι περιοδείες, γιατί βλέπω τόπους που, ίσως, να μην μου δινόταν αλλιώς η ευκαιρία. Καλώς ή κακώς, για τις διακοπές μας επιλέγουμε συγκεκριμένους προορισμούς, αλλά, μέσα από περιοδείες, αγάπησα την Αλεξανδρούπολη και ερωτεύτηκα την Καστοριά. Δυο φορές τον μήνα, να παίζω κάπου την «Γωγώ», θα είμαι ευχαριστημένη και θα έχω χρόνο να δω άλλες παραστάσεις και ταινίες. Πεθαίνω για τον κινηματογράφο.
Τι έχετε αποκομίσει από την συνεργασία σας με την κυρία Γκασούκα;
Με την Ελένη, δημιουργήθηκε δεσμός πια, σαν να έχουμε κάνει μαζί φαντάροι (γέλια). Με δυσκόλεψε, με ξεβόλεψε από την ευκολία μου. Πήρε εμένα, ένα υλικό που ήξερε, αλλά ήθελε να βγάλει κάτι νέο από μέσα μου. Με πήγε από άλλους δρόμους. Η Ελένη αγαπάει τους ηθοποιούς και ο ηθοποιός, που έχει ανάγκη την αγάπη, το καταλαβαίνει. Την σέβομαι, την εκτιμώ και πιστεύω ότι θα ξανασυνεργαστούμε στο μέλλον.
Φτάσαμε και στην τελευταία ερώτηση. Ποια θεωρείτε την πιο δύσκολη σκηνή του έργου; Μια σκηνή, που από την πρόβα σας δυσκόλεψε να την μάθετε, αλλά και στις παραστάσεις υπάρχει συναισθηματικός φόρτος, όταν φτάνετε σ’ εκείνο το σημείο.
Το φινάλε. Μπορεί να έχουν περάσει 60 λεπτά ακατάπαυστης ομιλίας, αλλά το τελευταίο δεκάλεπτο του φινάλε μου είναι, κάθε φορά, το πιο δύσκολο. Έχει παράξενα περάσματα. Μιλάω με τον εαυτό μου και θέλει απόλυτη αλήθεια. Τη λιγότερη χρήση των μέσων, μόνο με απλότητα και καθαρότητα. Μέχρι και λίγο πριν την πρεμιέρα, δεν μπορούσα να μάθω τα λόγια. Κάθε φορά που φθάνει αυτό το σημείο κι έχεις την φόρα των 60 λεπτών, έρχεσαι με γκάζια. Πρέπει να αφαιρέσεις και να μείνεις γυμνός. Απότομο φρενάρισμα. Αλλά εκεί, στα δύσκολα, είναι η ομορφιά!