«Οι υφάντρες», το ποίημα της Παρασκευής.
Τα μαλλιά τους αλωνίζουν κυνηγοί κεφαλών.
Και στο στόμα λεπίδι, η ποινή στον αγρότη,
πνιγαλίων κι ο φόβος, χρηματίζει σαν φίλος.
Την ηχώ τους φιμώνει ο Φωνομέτρης χαφιές.
Ήχοι είναι, θα πούνε· δεν ακούγονται όλοι.
Τα παράθυρα κλείνουν και οι πόρτες κλειδώνουν
και ο τάφος πλευρίζει τον τυχαίο διαβάτη.
Μόνο η τραγωδός η σοπράνο
τον κουρέα αγγέλλει εφιάλτη.
Το χέρι υφάντρας θα υψώνει,
που το νέο της σώμα διασχίζει
ο ροζ σατράπης σταυρός.
Στου Μεχίκο τ’ αφιόνι, ερημιά και αλάνες.
Είναι βρόχι ο σπόρος, το λαρύγγι τους σφίγγει.
Λαναρίζονται νύφες και στο μάτι μπαμπάκι.
Στη φωνή σου η άμετρη θλίψη. Κι ο Μπαχ.
της Ευτυχίας Παναγιώτου, βιβλίο «Χορευτές», Εκδόσεις Κέδρος 2014
Tο ποίημα «Οι υφάντρες» αναφέρεται στη βία (βιασμούς, δολοφονίες) εις βάρος νέων γυναικών στην πόλη Χουάρες του Μεξικού (από τη δεκαετία του ’90 έως σήμερα). Η πόλη είναι γνωστή πια και ως «Πόλη των γυναικών» (ειρωνικός τίτλος). Ροζ σταυροί υποδέχονται τους επισκέπτες της, δεν αποτελεί ποιητική μεταφορά.