Ημέρα της Γυναίκας: Γιορτάζουμε με μεγάλες Ελληνίδες ποιήτριες!
Από την αρχαιότητα, έχουν αναγνωριστεί μερικές γυναίκες ποιήτριες, όπως η Σαπφώ, μια από τις πιο αναγνωρισμένες ποιήτριες παγκοσμίως, η οποία έγραψε τα ποιήματά της για τις γυναίκες και τα κορίτσια που λάτρευαν, όπως εκείνη, την Αφροδίτη. Προετοίμαζε τα κορίτσια για τα μεγάλα ορόσημα της γυναικείας φύσης: την εφηβεία, τον γάμο και τον τοκετό, κάτι που ήταν αρκετά κοινό εκείνη την εποχή για τη Λέσβο.
Έπειτα, βρίσκονταν στη σκιά των αντρών συναδέλφων τους ιδίως κατά την περίοδο του Διαφωτισμού έως και τις αρχές του προηγούμενου αιώνα, όποτε έκαναν και την εμφάνιση τους. Στα τέλη του 18ου αιώνα, γίνονται γνωστές οι Φαναριώτισσες Υψηλάντη και Κατίνκω, τη δεκαετία του 1840 με την πρώτη καταγραφή μαχών της εξέγερσης της Κρήτης το 1821 η πρωτοπόρος Καμπουράκη. Η μεγάλη έκρηξη των Ελληνίδων ποιητριών γίνεται τη δεκαετία 1850-1860. Από το 1909, γίνεται γνωστή η Πηνελόπη Δέλτα και με τη γενιά του 1920 η Μαρία Πολυδούρη.
Τα τελευταία χρόνια οι Ελληνίδες ποιήτριες που γνωρίζουν επιτυχία όλο και πληθαίνουν. Το 2020 αποδείχτηκε μια δύσκολη χρονιά που αναγκαστήκαμε να αποχαιρετήσουμε την Κική Δημουλά και την Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ που πλέον πέρασαν στην αιωνιότητα.
Ας θυμηθούμε μερικά από τα πιο σημαντικά ποιήματα από Ελληνίδες ποιήτριες.
Μαρία Πολυδούρη
[Και στάθηκα μπροστά…]
…………………………………………………………………
Καὶ στάθηκα μπροστὰ σὲ δυὸ μάτια μὲ δίχως ταίρια,
ὡραῖα σὰ λωτολούλουδα, μάτια νοσταλγικά,
ποὺ μοῦ μηνοῦσαν τὴν αὐγή, μὰ ὠιμένα ἦταν ἀστέρια
ποὺ μοῦ εἶχαν ρίξει λίγο φῶς κι᾿ αὐτὸ διαβατικά.
Κική Δημουλά
Υπό την απειλή του θέλω
Σοῦ ἔτεινα προσέγγιση
ἀλλὰ ἤδη χαιρετισμὸ μοῦ ἔστελνε τὸ χέρι σου
ἀπογειωμένο σὲ ὕψος ἀσφαλείας του
πάνω ἀπὸ δυὸ χιλιάδες πόδια ὑπολογίζω.
Ἄξιον ἀπορίας τὰ κατάφερα
τηλαισθαντικὸς ἀεροπειρατὴς νὰ μπῶ
στὸν ἐναέριο χῶρο του
καὶ σημαδεύοντας τὸ μὲ μακρύκανο
κυνηγετικὸν αἰφνιδιασμὸ
νὰ χάσει ὕψος τὸ ἀνάγκασα
καὶ μὲς στὸ χέρι μου νὰ προσγειωθεῖ.
Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ
Η ανορεξία της ύπαρξης
Δεν πεινάω, δεν πονάω, δε βρωμάω
ίσως κάπου βαθιά να υποφέρω και να μην το ξέρω
κάνω πως γελάω
δεν επιθυμώ το αδύνατο
ούτε το δυνατό
τα απαγορευμένα για μένα σώματα
δε μου χορταίνουν τη ματιά.
Τον ουρανό καμιά φορά
κοιτάω με λαχτάρα
την ώρα που ο ήλιος σβήνει τη λάμψη του
κι ο γαλανός εραστής παραδίνεται
στη γοητεία της νύχτας.
Η μόνη μου συμμετοχή
στο στροβίλισμα του κόσμου
είναι η ανάσα μου που βγαίνει σταθερή.
Αλλά νιώθω και μια άλλη
παράξενη συμμετοχή∙
αγωνία με πιάνει ξαφνικά
για τον ανθρώπινο πόνο.
Απλώνεται πάνω στη γη
σαν τελετουργικό τραπεζομάντιλο
που μουσκεμένο στο αίμα
σκεπάζει μύθους και θεούς
αιώνια αναγεννιέται
και με τη ζωή ταυτίζεται.
Ναι, τώρα θέλω να κλάψω
αλλά στέρεψε ως και των δακρύων μου η πηγή.
Κατερίνα Γώγου
Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά
Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά
πού κάνουν τραμπάλα στις ταράτσες ετοιμόρροπων σπιτιών
Εξάρχεια Πατήσια Μεταξουργείο Μέτς.
Κάνουν ότι λάχει.
Πλασιέ τσελεμεντέδων και εγκυκλοπαιδειών
φτιάχνουν δρόμους και ενώνουν ερήμους
διερμηνείς σε καμπαρέ τής Ζήνωνος
επαγγελματίες επαναστάτες
παλιά τούς στρίμωξαν και τά κατέβασαν
τώρα παίρνουν χάπια και οινόπνευμα να κοιμηθούν
αλλά βλέπουν όνειρα και δέν κοιμούνται.
‘Εμένα οι φίλες μου είναι σύρματα τεντωμένα
στις ταράτσες παλιών σπιτιών
Εξάρχεια Βικτώρια Κουκάκι Γκύζη.
πάνω τους έχετε καρφώσει εκατομμύρια σιδερένια
μανταλάκια
τις ενοχές σας αποφάσεις συνεδρίων δανεικά φουστάνια
σημάδια από καύτρες περίεργες ημικρανίες
απειλητικές σιωπές κολπίτιδες
ερωτεύονται ομοφυλόφιλους
τριχομονάδες καθυστέρηση
το τηλέφωνο το τηλέφωνο το τηλέφωνο
σπασμένα γυαλιά το ασθενοφόρο κανείς.
Κάνουν ό,τι λάχει.
Όλο ταξιδεύουν οι φίλοι μου
γιατί δεν τούς αφήσατε σπιθαμή για σπιθαμή.
Όλοι οι φίλοι μου ζωγραφίζουνε με μαύρο χρώμα
γιατί τούς ρημάξατε το κόκκινο
γράφουνε σε συνθηματική γλώσσα
γιατί ή δική σας μόνο για γλείψιμο κάνει.
Οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά και σύρματα
στα χέρια σας. Στο λαιμό σας.
Οι φίλοι μου.
Μάτση Χατζηλαζάρου
Έρως μελαχρινός
Σκέπτουμαι μια ζωή που θα ‘τανε βαριά σα σήμερα,
μονάχα αν έλειπες ταξίδι. Το πρωί σκέπτουμαι
τα μέλη σου σφιχτοδεμένα – εκεί κάπως εντοπίζω
την αγκαλιά σου. Το βράδυ βλέπω τα χείλια σου σαν
το δαγκωμένο φρούτο.
Έλα, η μέρα είναι τόσο ωραία – τα ποιήματα που
αγαπώ θέλω να τα ζήσω μαζί σου. Μπορούσα τόσα πράματα
να τα μετατρέψω σε χαρά και να σ’ τα δώσω.
Κάθε στιγμή μπορούσα να σου την κάνω μουσική
πρωτόγονη, γούνα μαλακιά, ζεστή, ηλεκτρισμένη, που
βουλιάζει βαθιά μέσα. Χορός τέλεια ελεύθερος, αντί από
μέλη να ‘χεις φτερά, και πάλι φτερά ονείρου. Ή μυρουδιές
—μήπως θέλεις μυρουδιές; Τότε θα ‘ναι μυρουδιές δροσερές,
σαν μικροί καταρράκτες όλο πολυτρίχι – ή σαν γιαλός
το πρωινό όπου βγαίνει και λιάζεται το φύκι, ο σταυρός,
ο αχινός – και το κύμα στην αμμουδιά δεν είναι σοβαρό,
μα παίζει. Πέρα βέβαια η θάλασσα έχει μιαν απαλή τραγικότητα.
Θεώνη Δρακοπούλου (Μυρτιώτισσα)
Σ’ αγαπώ
Σ’ αγαπώ, δεν μπορώ
Τίποτ’ άλλο να πω
Πιο βαθύ, πιο απλό
Πιο μεγάλο!
Μπρος στα πόδια σου εδώ
Με λαχτάρα σκορπώ
Τον πολύφυλλο ανθό
Της ζωής μου
Τα δυο χέρια μου, να…
Στα προσφέρω δετά
Για να γείρεις γλυκά
Το κεφάλι
Κι η καρδιά μου σκιρτά
Κι όλη ζήλια ζητά
Να σου γίνει ως αυτά
Προσκεφάλι
Ω μελίσσι μου, πιες
Απ’ αυτόν τις γλυκές
Τις αγνές ευωδιές
Της ψυχής μου!
Σ’ αγαπώ τι μπορώ
Ακριβέ να σου πω
Πιο βαθύ, πιο απλό
Πιο μεγάλο;
Μαρία Αρχιμανδρίτη
Η μοναξιά της καμπύλης
Τρεις τελείες,
ή μία ακολουθεί την άλλη.
Όλες σκυφτές, ταπεινωμένες.
Η μια κοιτά την πλάτη της άλλης,
όλες έκπληκτες, ξαφνιασμένες.
Δεν περίμεναν το τέλος
τόσο γρήγορα, τόσο αιφνίδια.
Κι ήταν τόσο όμορφες οι λέξεις.
Μια απ’ αυτές ήταν «ελπίδα».
Τι χαρά, θυμούνται με δάκρυα στα μάτια,
τι έμφαση, ο τόνος και η ουσία.
[…] Όλες σιωπηλές, συρρικνωμένες.
[…] Όχι μοιρολόι. «Ποτέ», φωνάζουν
Και τραβούν τα μαλλιά τους […]
Ελένη Παρασκευά
Γλέντι τρελό
Μη μου μιλάς για τους αγώνες, δράση,
πόλεμο και νίκες.
Μη μου μιλάς για κατορθώματα,
τιμές, ταρίφες.
Άσε τα μεγαλόστομα εκείνα ρήματα,
ξέχνα και τα δυσεύρετα επίθετα
από τεχνίτες γλωσσοπλάστες σμιλεμένα.
Για τις κοιλάδες μίλα μου,
ελιές, πεύκα κι αμπελώνες,
για την παλίρροια και τις θάλασσες,
τους κάβους, τα καράβια, τα λιμάνια.
Μίλα μου για τη δίνη στον ωκεανό
και τα προϊστορικά θηρία
που ντροπαλά αναδύονται στο λυκόφωτο
από τις άγριες λίμνες.
Και ξέχνα όλα εκείνα τα ψεύτικα.