Skip to content

Όταν ζήλεψε τον κόσμο όλο.

AUTHOR

DATE

SHARE THIS ARTICLE

Κείμενο: Κωνσταντίνος Αλεξάνδρου
Φωτογραφία εξωφύλλου:
 Χρήστος Βιδούρας

Είχε φέρει μαζί του μία καρέκλα από αυτές που τις βλέπεις στα χαμηλά μπαλκόνια των παραθεριστικών σπιτιών, αυτές που είναι από αλουμίνιο και πανιά και επιβάλλουν στον καθένα, όπως επέβαλλαν σε εκείνον, να κάθεται, χυμένος όπως λένε, με τον πήχη πάνω στον βραχίονα και το χέρι κρεμασμένο από το καρπό, με το τετράγωνο κεφάλι του στραβωμένο στους ώμους, με το φανελάκι του λίγο παραπάνω από εκεί που η κοιλιά του κάλυπτε την αγκράφα της τζιν βερμούδας. Φορούσε πλαστικές παντόφλες κι έπαιζε τα δάχτυλά του πάνω στην επιφάνεια του διπλανού πλυντηρίου. Πριν από δύο λεπτά είχε κατεβάσει τα γυαλιά του για να δει καλύτερα την κυρία που είχε φτάσει και, μέχρι να πάρει τη θέση της και να αφήσει τη τσάντα με τα άπλυτα της, τα είχε αφήσει εκεί, έτοιμα να κυλήσουν δηλαδή τελείως, έτοιμα να πέσουν δηλαδή, όπως το κατάλαβε και σήκωσε το κρεμασμένο χέρι του και τα ξαναπάτησε στην κορυφή της μύτης του. «Καλησπέρα σας κυρία μου» της είπε «Δεν πλένετε σπίτι;» Εκείνη δεν του απάντησε κι εκείνος γυρνώντας προς στην άλλη μεριά είδε στον καθρέφτη των γυαλιών του, να καθρεφτίζεται ολόκληρος – παραθεριστική καρέκλα, χυμένη στάση, χοντρά δάχτυλα, πατικωμένες παντόφλες, ξεβαμένη βερμούδα – στο τζάμι της πόρτα από ένα από τα απέναντι πλυντήρια. Αφέθηκε εκεί, να κοιτά μέσα στην αντανάκλαση την κυρία που είχε μπει πριν λίγο, να του ρίχνει κλεφτές ματιές όσο έβαζε τα ρούχα ένα ένα στον κάδο.


Ο άλλος κόσμος. Ο δικός τους. Εκείνος που δε φτιάχτηκε ποτέ. Εκείνος στα τραγούδια τους, στους νεκρούς τους ποιητές, στους θερμούς τους εναγκαλισμούς – όσο χάιδευαν βιβλία με τα στόματα τους, όσο χάραζαν σκίτσα ο ένας στον άλλο, όσο πίεζαν φιλιά στα χείλια τους.


Τα παιδιά ήταν ακόμη στο ταξί. Στο τούνελ, όπου η ταχύτητα του φωτισμού ένωνε τους κυλινδρικούς λαμπτήρες της οροφής σε μια συνεχόμενη φλέβα από μπλε φως. Η κοπέλα είχε ξαπλώσει πάνω του, εκείνος στήριζε το κεφάλι του στο κλειστό παράθυρο κι όταν δεν κοιτούσε τα φώτα που έφευγαν προς τα πίσω, έβλεπε τον ταξιτζή να του ρίχνει κλεφτές ματιές στον καθρέφτη. Σιωπηλός στράφηκε προς το ήρεμο κεφάλι της και της χάιδεψε τα άλουστα μαλλιά της. Φορούσε το μπλουζάκι του κι εκείνος πρέπει να φορούσε ένα δικό της. Ο θόρυβος του αυτοκινήτου χαμήλωσε όταν βγήκαν από το τούνελ και τον έφερε στο μέσο μιας ιστορίας όπου ο ταξιτζής, πρωταγωνιστής κι αφηγητής, ήταν επιστήμονας και με πτυχία που ποτέ δε χρησιμοποίησε, που αλλιώς τα ήθελε, που να πάνε να γαμηθούνε, και που θα τους τα έβαζε στο κώλο, αλλά που δεν είναι τελικά τέτοιος άνθρωπος και γι’ αυτό, αλλά και για άλλα που – πού να καταλάβει εκείνος νέο παιδί, έπιασε, ναι, δεν τα γάμησε όλα, έβαλε μυαλό κι έπιασε το ταξί του αδερφού του πατέρα του, που αυτός να πάει να γαμηθεί που παράτησε γυναίκα και παιδιά για την γκόμενα, κι έτσι είναι, τι να κάνεις, είπε, όπως τα βρίσκει κανείς, όπως του τα φέρνει η ζωή, αρκεί να μην πέσει εκεί που πέφτει κανείς, σε καμιά ξεκωλιάρα που εμφανίζεται σε αυτόν που δεν ξέρει να κάνει όταν πρέπει, και να την κάνει, όταν δεν πρέπει. Αλλά αυτός στο πίσω κάθισμα μόνο έγνεφε και δεν άκουγε. Σκεφτόταν το χέρι του, το χέρι της μέσα στο χέρι του, τη τσάντα στο χέρι της, το βιβλίο στη τσάντα, τη σελίδα στο βιβλίο, το τσάκισμα στη σελίδα, το στυλό της που κρατούσε τη σελίδα, τη σελίδα που στο περιθώριό της εκείνη του είχε μεταφράσει «Ήταν χρήστες. Ήταν χρήστες. Αυτό ήταν κι αυτοί δεν ήταν τίποτα περισσότερο από αυτό κι, αυτό, τίποτα λιγότερο από αλήθεια. Ήταν. Κάτω από τον κανόνα μιας βίαιης κι όμως φυσικής συνειδητότητας. Μακριά από τα πάντα, ζούσαν γι’ αυτό και δεν τους ένοιαζε τίποτα λιγότερο από αυτό. Μόνο αυτό να είναι εκεί και για τα άλλα, τα βόλευαν· ήταν υπόλοιπα: ένα στρώμα, φως, ίσως ένα κουτί, μια σόμπα, κάποιες καρέκλες. Ήταν όμορφο. Χαμένοι. Χωρίς να έχουν ένα μέρος να πάνε. Μόνο χαμένοι. Χωρίς να έχουν να πάνε σε ένα μέρος. Χαμένοι. Μόνο εκείνη, εκείνος, αυτό, το όνειρο αυτό που ποτέ δεν έγινε. Ο άλλος κόσμος. Ο δικός τους. Εκείνος που δε φτιάχτηκε ποτέ. Εκείνος στα τραγούδια τους, στους νεκρούς τους ποιητές, στους θερμούς τους εναγκαλισμούς – όσο χάιδευαν βιβλία με τα στόματα τους, όσο χάραζαν σκίτσα ο ένας στον άλλο, όσο πίεζαν φιλιά στα χείλια τους. Έτσι ήταν απομονωμένοι στο θόρυβο, κι όταν κάποιο γέλιο τους τους τρόμαζε, ο ήλιος ερχόταν και το γέλιο μύριζε λουλούδια, υψώνοντας τους στο χώρο και στο χρόνο.»

Το “Self Service Laundry” ήταν τοποθετημένο ανάμεσα από δύο δρόμους. Είκοσι μέτρα μακρύτερα, ο δρόμος χωριζόταν σε δύο μονόδρομους, κι έτσι, το πεζοδρόμιο από τη βορινή είσοδό του, ήταν στην κατεύθυνση από όπου έρχονταν τα αυτοκίνητα και το πεζοδρόμιο από τη νότια, στην κατεύθυνση που πήγαιναν. Όταν βράδιασε και τα αυτοκίνητα σταμάτησαν να περνάνε, εκείνος, χωρίς να σηκωθεί, είχε βάλει το χέρι ανάμεσα από τα πόδια του κ έπιασε και τράβηξε την καρέκλα μέχρι τη νότια είσοδο. Η κυρία, αφηρημένη, δεν αντέδρασε στο θόρυβο που έκανε το αλουμίνιο πάνω στο λευκό πλακάκι και συνέχισε, όρθια να βγάζει τα στεγνά ρούχα και να τα βάζει στη τσάντα της. Το δικό του πλυντήριο ήταν δίπλα και το κόκκινο φωτάκι αναβόσβηνε. «Βλέπω έχετε γάτα» είπε. Εκείνος γύρισε και την κοίταξε. Όμως δεν είπε τίποτα. Πέρασε μόνο το μπράτσο πάνω από την πλάτη της καρέκλας, γύρισε και την κοίταξε. Εκείνη, σαν να ντράπηκε, έμεινε ακίνητη και δείχνοντας με το άπλυτο μπλουζάκι που κρατούσε προς τη πόρτα του πλυντηρίου, είπε «Οι τρίχες… είναι παντού». Εκείνος χαμογέλασε και ξαναγύρισε εκεί που κοιτούσε. «Οι τρίχες είναι όπου είναι η κι γάτα» είπε. «Και μπορείτε με τόσες τρίχες;» ξαναρώτησε εκείνη σκύβοντας περισσότερο στο τζάμι από το πλυντήριο. «Ε, τόσα χρόνια όλα μου τα ρούχα είναι και δικά της. Δε με πειράζει, όχι.» Εκείνη τον άκουσε κι έφερε τη μπλούζα της μπροστά στο στήθος της. «Δεν είχαμε ποτέ κάποιο κατοικίδιο στο σπίτι». Εκείνος πρώτα, πριν γυρίσει να την κοιτάξει, έβγαλε ένα μικρό γέλιο ακόμα στραμμένος προς τα έξω, ακόμα καθισμένος με τον χυμένο τρόπο του στην καρέκλα μπροστά από τη μεγάλη τζαμαρία που πιεζόταν η μεταλλική επιφάνεια του τελευταίου πλυντηρίου. Έξω δεν είχε αυτοκίνητα και το φως από το μόνο φανοστάτη, παγιδευμένο στο βρώμικο τζάμι, έκανε θαμπάδα γύρω από το πρόσωπο της πάνω στη τζαμαρία όταν συμπλήρωσε «Δηλαδή μόνο όταν ήμουν μικρή, αλλά όχι για πολύ. Μικρό ήταν. Πολύ μικρό. Δε θυμάμαι. Δε νομίζω να έδινε κανείς σημασία. Εκτός αν μας ενοχλούσε, τότε, θα έπρεπε να βγει έξω. Στον κήπο. Να χαθεί στα φύλλα, να ανέβει στα δέντρα. Σκεφτόμουν έπειτα, σκεφτόμουν ότι θα ήθελα ένα στα πόδια μου, να είναι μαζί μου, να είναι στο σπίτι όταν γυρνάω, αλλά δεν έτυχε. Πέρασαν και τα χρόνια και δεν έδινε και κανείς σημασία και στο τέλος σταμάτησα κι εγώ. Δε βαριέσαι.» Έσκυψε για ένα λεπτό και χαμογέλασε, το φως σα να βρήκε τη σωστή γωνία και το πρόσωπο της άνοιξε σαν να ήξερε ακριβώς ότι τα πράγματα θα ήταν έτσι όπως τα ρώτησε «Είστε όλος της ο κόσμος;» «Ναι» είπε αυτός απλά, «τώρα πια μείναμε οι δυο μας».


 Σε μία κίνηση που έβαζε μέσα της ένα «τι να κάνεις» για τον κόσμο όλο, έδειξε με τα φρύδια τα παιδιά και της χαμογέλασε.


Το ταξί με τα παιδιά σταμάτησε από το δρόμο και κατέβηκαν. Κατέβηκαν, ένα κουβάρι, αυτή ανεβασμένη στην πλάτη του, τα χέρια της κρεμασμένα από το λαιμό του, αυτός με δύο τσάντες που με το ζόρι έκλειναν, περασμένες στους ώμους του, να κρέμονται στα χέρια του. Πλήρωσε και έκανε τα δύο βήματα μέχρι τη τζαμαρία. Εκεί, στο πεζοδρόμιο, με μια κίνηση τέντωσε τα χέρια του κι οι τσάντες έπεσαν. Έπειτα, έγειρε το κεφάλι του κι αφού έστρεψε τον κορμό του, το έβαλε κάτω από το λαιμό της και τη γύρισε μέσα στην αγκαλιά του. Την άφησε με προσοχή στο σκαλάκι δίπλα στην πόρτα. Τη φίλησε, τίναξε τα μαλλιά του κι άνοιξε την πόρτα από το κατάστημα.

«Κλείνει σε ένα τέταρτο» ακούστηκε από την καρέκλα αλλά δεν κατάλαβε τη γλώσσα και στράφηκε ερωτηματικά στο μέρος της κυρίας στο βάθος. Εκείνη του το επανέλαβε στα αγγλικά, το άκουσε και αμέσως γύρισε να κοιτάξει προς την πόρτα. Η κυρία τον ρώτησε που μένουν, γύρισε στο μέρος της κι απάντησε «Όχι μακριά» και ξαναστράφηκε προς την πόρτα. Έπειτα, απότομα ξαναγύρισε, την κοίταξε και τα μάτια του γυάλισαν. Η κυρία κοίταξε προς εκείνον που καθόταν στην καρέκλα, ο οποίος είχε γυρίσει, είχε κρεμάσει το χέρι από την πλάτη της καρέκλας και παρατηρούσε τη σκηνή. Σε μία κίνηση που έβαζε μέσα της ένα «τι να κάνεις» για τον κόσμο όλο, έδειξε με τα φρύδια τα παιδιά και της χαμογέλασε.

AUTHOR

Beater.gr

Loading...
O Stanley Kubrick αφηγείται την ιστορία της ζωής του στο νέο του trailer.
Οι διαδικτυακές δράσεις του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης για τη Μεγάλη Εβδομάδα!