Skip to content

Bιβλιοπροτάσεις #4: 2+2+1(για αρχάριους, advanced και έμπειρους αναγνώστες)

DATE

SHARE THIS ARTICLE

Έχοντας ακόμα την μεθυστική αύρα της αγαπημένης μου Κρήτης και της ακόμα πιο αγαπημένης μου Γαύδου να μου ρευστοποιεί με έναν παράδοξα ερωτικό τρόπο τον νου (που ακόμα δεν έχει αποδεχθεί την επιστροφή μου στο μικρό μου αστικό κελί και σε μια πραγματικότητα που με θέλει δέσμιο διαδικασιών και υποχρεώσεων), έρχομαι να σας παρουσιάσω τις προτάσεις του μήνα, εστιάζοντας αποκλειστικά σε Έλληνες – Ελληνίδες δημιουργούς και σε βιβλία που διάβασα κατά τη διάρκεια αυτού του μήνα. 

______________________

Αναμνήσεις του ανύπαρκτου (Σοφία Χατζηπασχάλη) 

Μια σειρά κειμένων που ακροβατούν μεταξύ ποίησης και πεζού. Μία ιστορία χωρισμένη σε μέρη ή μια αλληλουχία ιστοριών με κοινό τόπο το ανύπαρκτο, δηλαδή τον τρόπο που επιδρά ο έρωτας και η αγάπη στον άνθρωπο. Τι είναι άλλωστε τα τελευταία παρά μια εμμονή μας, μια διαρκή μας προσπάθεια να συντηρήσουμε μια εξωπραγματική κατάσταση του νου που δίνει νόημα στη ζωή (εξω-πραγματική κυριολεκτικά, μια κατάσταση που μας αποσπά από τη μέτρια πραγματικότητα), εν τέλει ένας σημασιολογικός (και φαντασιακός) κόσμος τον οποίο πλάθουμε από την πρώτη στιγμή που κάτι θα σκιρτήσει μέσα μας (μετά από ένα άγγιγμα, μια ματιά, μια βραδιά ατενίζοντας τον απαστράπτοντα καλοκαιρινό ουρανό) χάρη στην επιθυμητή ‘εισβολή’ του Άλλου, μόνο και μόνο επειδή προσφέρει ένα απρόβλεπτο νόημα στη ζωή μας; Η συντοπίτισσα μου συγγραφέας παρουσιάζει με ιδιαίτερα όμορφο και συγκινητικά ποιητικό τρόπο μία ερωτική ιστορία (ή πολλές – χωρίς να είμαι βέβαιος αν ήταν στόχος της συγγραφέως, έχω την αίσθηση ότι η νοηματική συνέχεια μεταξύ των κειμένων είναι θολή κι αυτό το αναφέρω ως θετικό στοιχείο του αναγνώσματος) πραγματευόμενη κυρίως την επίδραση του έρωτα στους ανθρώπους και την επίγευση που αφήνει η ερωτική ματαίωση, καθώς και η αναπόφευκτη μελαγχολία του ανεκπλήρωτου. Ένα ευανάγνωστο, σύντομο βιβλίο στις γραμμές του οποίου μπορούν όλοι να βρουν στοιχεία από προσωπικά τους βιώματα ή συναισθήματα.

______________________

Έρωτας στον καιρό της ειρωνείας (Αγγέλα Καστρινάκη)

Ερωτικών ιστοριών συνέχεια. Ακόμα ένα βιβλίο το οποίο πραγματεύεται το ζήτημα του έρωτα, αλλά και της πολυπλοκότητας των ανθρώπινων σχέσεων. Του έρωτα; Μμ, δεν είμαι τόσο σίγουρος. Η συγγραφέας προσεγγίζει το ζήτημα παρουσιάζοντας την ιστορία δύο ανθρώπων άνω των 35, όταν και ο σαρωτικός ερωτικός άνεμος αρχίζει να πνέει κάπως πιο ασθενικά, οι οποίοι γνωρίζονται τυχαία και αναπτύσσουν μια σχέση διαδικτυακή, μέσω emails, διαφυγή από την βαλτωμένη οικογενειακή τους ζωή (και οι δύο συζευγμένοι με παιδιά). Οι περιγραφές δεν χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερο πάθος, χωρίς να στερούνται λυρικότητας, επιτρέποντας με αυτόν τον τρόπο να ιχνηλατήσουμε με έναν αρκετά ρεαλιστικό τρόπο το ξεδίπλωμα των συναισθημάτων δύο διαφορετικών ανθρώπων που αναζητούν καταφύγιο ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, δίχως αυτό να εγείρει αξιώσεις αβάσταχτου πόθου ή αγιάτρευτου έρωτα, όπως επίσης και να κατανοήσουμε τους δισταγμούς, τα διλήμματα, ίσως και τις αποφάσεις τους. Παρόλο που προφανώς το θέμα δεν είναι πρωτότυπο και παρά τις διαφωνίες μου σχετικά με την λογοτεχνική προσέγγιση της συγγραφέως που νομίζω ότι δεν καταφέρνει να διαφύγει της ακαδημαϊκής της ιδιότητας (κάτι που φαίνεται τόσο στη σχετικά στείρα, πλην γλαφυρή, γραφή, όσο και στα παρεμβαλόμενα – κάπως αυτάρεσκα – μέρη που διακόπτουν την αφήγηση), προτείνω αυτό το βιβλίο ως ένα πολύ ρεαλιστικό, καλογραμμένο κι όμορφο κείμενο για τον έρωτα στην εποχή μας, έναν έρωτα που αφορά καθημερινούς (μικρο)αστούς ανθρώπους, ένα συναίσθημα αδιαχώριστο από την ιστορική γραμμή και την εμπειρία που ακολουθεί δύο σχετικά ώριμους ανθρώπους, καθώς και από τα αδιέξοδα στα οποία τους οδηγεί η ίδια η ζωή. Αλήθεια, τι θα πει ωριμότητα και τι την χαρακτηρίζει;  

______________________

Γκιακ (Δημοσθένης Παπαμάρκος)    

“Γκιακ” θα πει αίμα, δεσμός συγγένειας, φόνος για λόγους εκδίκησης, φυλή. Οι ήρωες στα διηγήματα του Παπαμάρκου, στρατιώτες που πολέμησαν στα άγρια πεδία των μαχών στη Μικρά Ασία, επιστρέφουν οριστικά αλλαγμένοι στον τόπο τους στη Λοκρίδα. Καθορισμένοι από ό,τι οφείλουν να κάνουν για την τιμή της κοινότητας, σύμφωνα με τον βαρύ νόμο του αίματος στο αυστηρό εθιμικό δίκαιο της κλειστής κοινωνίας τους, γίνονται θύτες και είναι ταυτοχρόνως θύματα. Αποσιωπημένα εγκλήματα και τραύματα, καταστροφή και αφανισμός, βιασμοί και δολοφονίες, στοιχειά και δαίμονες, ηθικές δοκιμασίες – ιστορίες ανομολόγητων πράξεων, στην προφορική γλώσσα του ρουμελιώτικου ιδιώματος, που εντέλει οδηγούν, έστω βίαια, τους ήρωες σε σύγκρουση με την κοινότητά τους και στην αναθεώρηση της ταυτότητάς τους.» (από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Νομίζω ότι πρόκειται για ένα από τα πιο γνωστά κείμενα σύγχρονων συγγραφέων. Η παραπάνω περιγραφή από το οπισθόφυλλο του βιβλίου είναι αρκετά ακριβής. Πρόκειται στην ουσία για μια σειρά διηγημάτων κοινού κοινωνικού και ιστορικού πλαίσιο. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα η χρήση της ιδιωματικής γλώσσας, καταφέρνει να μεταφέρει τον αναγνώστη στον τόπο και τον χρόνο της αφήγησης, σαν να βρίσκεται σε τοπικούς καφενέδες και να ακούει ιστορίες άλλων εποχών κι άλλων ανθρώπων, βιώματα συγκλονιστικά που αγκυλώνονται στην ψυχή τους και το μόνο που τους απομένει είναι να τα ξεβράσουν στην επιφάνεια καταδεικνύοντας κοινά και μη στοιχεία στην ιστορική συνέχεια της γενεαλογικής διαδοχής, αλλά την αναγκαιότητα σύγκρουσης του ανθρώπου με το κοινωνικό του περιβάλλον κατά τη διαρκή πορεία του προς την εφεύρεση ή την εγκαθίδρυση μιας υπαρξιακής ταυτότητας. Ένα κείμενο που σίγουρα αξίζει να διαβαστεί.   

______________________

Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους (Μιχάλης Αλμπάτης) 

Το συγκεκριμένο βιβλίο αποτέλεσε για μένα μια πολύ ευχάριστη αναγνωστική εμπειρία και έκπληξη, τόσο για το πρωτότυπο του θέματος όσο και για την αριστουργηματική γραφή, στοιχεία που αναδεικνύουν διαχρονικά ερωτήματα του ανθρώπου γύρω από τις σχέσεις του με τους άλλους, την ύπαρξη της ψυχής, αλλά και την ύπαρξη ενός ‘μετά’ τον θάνατο, ο φόβος του οποίου παραμένει καθοριστικός καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Η ιστορία περιστρέφεται γύρω από την τυχαία ανακάλυψη ενός νεαρού εφήβου ότι μπορεί να συνομιλεί με τους νεκρούς ακούγοντας τις σκέψεις τους και την προσπάθεια οικονομικής εκμετάλλευσης αυτής της ικανότητας από έναν θείο του περιφέροντας τον σε όποιο μέρος της τοπικής κοινωνίας (επαρχία Κρήτης, αρχές δεκαετίας ’50) ζητούσαν τις υπηρεσίες τους. Οι εξομολογήσεις των νεκρών, πάντα ειλικρινής, χωρίς να φοβούνται πια τις συνέπειες των λόγων τους (αφού η ύστατη συνέπεια έχει πια παρέλθει), αποκαλύπτουν ανομολόγητες ιστορίες, τραύματα του παρελθόντος τους και αιτήματα για εκπλήρωση τελευταίων επιθυμιών, οδηγώντας πότε σε ιλαρές και πότε σε δραματικές καταστάσεις. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τόσο – όσο το κρητικό ιδίωμα (δίνοντας μια πολύ ευχάριστη και κάπως ‘καζαντζακική’ πνοή στην αφήγηση), ενώ περιγράφει με απαράμιλλα γλαφυρό και παραστατικό τρόπο την κοινωνία, τα ήθη, τις αξίες και τη ζωή της εποχής, όχι τόσο (κατά την ανάγνωση μου) για να προσφέρει ένα λαογραφικό στιγμιότυπο του ‘τότε’ (η αρτιότητα της λαογραφικής απεικόνισης του παρελθόντος δεν μοιάζει στόχος του συγγραφέα), όσο για να υποστηρίξει και να επιτονίσει τη διαχρονικότητα των ζητημάτων που ταλανίζουν τον άνθρωπο, καθώς και για να αναδείξει τις φτενές κοινωνικές συμβάσεις, συχνά επιβεβλημένες, οι οποίες φυλακίζουν τη σκέψη του. Χωρίς καμία διάθεση υπερβολής, ένα από τα πιο αισιόδοξα δείγματα γραφής της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας.

______________________

Χαμογέλα ρε… τι σου ζητάνε; (Χρόνης Μίσσιος) 

Κλείνουμε με ένα βιβλίο (και έναν συγγραφέα) που δεν χρειάζεται συστάσεις. Ένα ανάγνωσμα το οποίο αποτελεί γροθιά στο στομάχι. Ένας τρόπος γραφής όχι αναγκαστικά σαρωτικός, αλλά σίγουρα πολύ ανθρώπινος, πετώντας με βία, αφιλτράριστα, με τραχύτητα, τα συναισθήματα πόνου, οργής και αγανάκτησης για τα χρόνια βασάνων και παρατηρούμενης αδικίας στη μεταπολεμική Ελλάδα. Μέσα από προσωπικά βιώματα και εμπειρίες του συγγραφέα μεταφερόμαστε σε έναν κόσμο όπου τελικά ο στομφώδης λόγος και οι φιοριτούρες περιττεύουν μπροστά στην αφάνταστη αγωνία, τις φυλακίσεις, τον κατατρεγμό, την ασίγαστη πάλη τόσο με εξωτερικούς παράγοντες (εξουσία και μηχανισμοί της) όσο και με τον ίδιο τον εαυτό (την πίστη στα ιδανικά και τις αξίες στις οποίες ο αφηγητής βαφτίζει νοηματικά τη ζωή του – και την καθαγιάζει). Πρόκειται για ένα από τα πιο σκληρά βιβλία που έχει τύχει να διαβάσω, κυρίως λόγω των γεγονότων που περιγράφονται, της απίστευτης νοσηρότητας της εξουσίας και της απάθειας μέρους της κοινωνίας, στοιχεία που σε κάποιον βαθμό αφήνουν στις άκρες των προτάσεων μια επίγευση απογοήτευσης, αλλά όχι παραίτησης. Ένα κείμενο κόλαφος το οποίο προτείνεται ανεπιφύλακτα, όχι επειδή διαβάζεται εύκολα, απνευστί κι άλλες σύγχρονες τρίχες, αλλά επειδή είναι μέρος της ιστορίας μας του οποίου αξίζει και πρέπει να έχουμε γνώση.  

Αγαπητ@ μου, θα χαιρόμουν πολύ αν μου στέλνατε δικές σας προτάσεις, βιβλία που ίσως μου διαφεύγουν κι αξίζει να επικοινωνηθούν ή οποιοδήποτε σχόλιο σας. Επιστροφή με νέες βιβλιοπροτάσεις στο τέλος του ερχόμενου μήνα!

______________________

AUTHOR

Γιάννης Λαδάκης

Του αρέσει να περπατάει και να χάνεται στις σκέψεις του. Παραμένει αισιόδοξα απαισιόδοξος για τον κόσμο ή/και το αντίθετο. Διασκεδάζει με την αποδόμηση των νοημάτων και την εξερεύνηση της έμφυτης ειρωνικής διάθεσης των λέξεων. Τις μη μοναχικές του ώρες, τριγυρνά στα μπαρ της πόλης προσπαθώντας να δαμάσει το πάθος του για ζωή – ή να το επικοινωνήσει.

Loading...
7ο Kapani Project: Η φετινή διοργάνωση μεγαλώνει! 
To Hobby Festival 2024 είναι γεγονός!