Τάσος Λειβαδίτης, ο εραστής των λέξεων.
Είναι ένας ποιητής που μπορεί να απευθυνθεί στον καθένα, ένας συνομιλητής που η συζήτηση μαζί του αλλάζει αναλόγως με την ηλικιακή φάση που βρίσκεται ο αναγνώστης. Οι στίχοι του που έχουν χαραχτεί για τον έρωτα, συχνά «περνούν» τα ιστορικά φράγματα και καταλήγουν στο υπαρξιακό τέλος.
Γεννήθηκε στις 20 Απριλίου του 1922 εν μέσω πολεμικών αναταραχών. Μεγαλώνοντας, απέκτησε έντονη πολιτική συνείδηση, γι’ αυτό και οργανώθηκε στην ΕΠΟΝ. Το 1946, παντρεύτηκε την αγαπημένη του, τη Μαρία Λογοθέτη, στην οποία είναι αφιερωμένο και το «Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας». Ανέπτυξε έντονη πολιτική δραστηριότητα στο χώρο της αριστεράς, με συνέπεια να εξοριστεί από το 1945 έως το 1951. Ο ποιητής επιβίωσε από πολέμους και έζησε εξόριστος στη Μακρόνησο, μέχρι να επιστρέψει ξανά σπίτι του.
Το 1955, δικάστηκε στο Πενταμελές Eφετείο για το έργο του, «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου» (βλ. τέλος). Πλήθος κόσμου και ανάμεσά τους πολλές προσωπικότητες των γραμμάτων, παρακολούθησαν αυτή τη πνευματική δίκη, όπου ο ποιητής μετέτρεψε το εδώλιο σε βήμα για να διατυπώσει την ουσία και τον σκοπό της τέχνης του. Συγκίνησε όχι μόνο το ακροατήριο αλλά και τους δικαστές που τελικά τον αθωώσουν πανηγυρικά.
«Γι’ αυτό σου λέω.
Μην κοιμάσαι: είναι επικίνδυνο.
Μην ξυπνάς: Θα μετανιώσεις.»
Συνεργάστηκε με την εφημερίδα «Αυγή» (1954 – 1980) και το περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» (1962 – 1966), όπου δημοσίευσε πολιτικά και κριτικά δοκίμια. Στη διάρκεια της δικτατορίας (1967 – 1974) ασχολήθηκε – για βιοποριστικούς λόγους – με μεταφράσεις και διασκευές λογοτεχνικών έργων σε διάφορα λαϊκά περιοδικά, παράλληλα δε, στράφηκε με νοσταλγία προς το παρελθόν, αδυνατώντας να δεχθεί τη σκληρή πραγματικότητα της εποχής, μια στάση που αντικατοπτρίζεται στην ποίηση αυτής της περιόδου, με έμφαση στον «Νυχτερινό επισκέπτη».
Θα ξαναβρεθούμε μια μέρα.
Kαι τότε
όλα τα βράδια κι όλα τα τραγούδια
θα ‘ναι δικά μας.
Θα ‘θελα να φωνάξω τ’ όνομά σου, αγάπη, μ’ όλη μου τη δύναμη.
Nα το φωνάξω τόσο δυνατά
που να μην ξανακοιμηθεί κανένα όνειρο στον κόσμο
καμιά ελπίδα πια να μην πεθάνει.
Το 1986 εξέδωσε τη συλλογή «Βιολέτες για μια εποχή» που θεωρήθηκε ως το κύκνειο άσμα του. Ο Τάσος Λειβαδίτης πέθανε στην Αθήνα το 1988 (ήταν μόνο 66 ετών) από ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής. Μετά το θάνατό του, εκδόθηκαν ανέκδοτα ποιήματά του με τον τίτλο «Χειρόγραφα του Φθινοπώρου».
Πίναμε όλη νύχτα, «ακούς αυτήν την υπέροχη μουσική;», τον
ρώτησα, «δεν είναι μουσική», μου λέει. «Εγώ καταστρέφω τη ζωή μου.»
Τιμήθηκε με Α΄ Βραβείο Ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας Βαρσοβίας (1953) για τη συλλογή του «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου», Α΄ Βραβείο Ποίησης του Δήμου Αθηναίων (1957, για τη συλλογή του «Συμφωνία αρ. Ι»), Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1976, για τη συλλογή «Βιολί για μονόχειρα»), Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1979, για το «Εγχειρίδιο ευθανασίας»).
Την πρώτη φορά
που ενέδωσα, σκέφτηκα ύστερα
απελπισμένος να πάω να πνιγώ.
Τη δεύτερη φορά
μου αρκούσε να
κοιτάω απλώς τη θάλασσα.Τώρα
σιχαίνομαι ακόμα και το νερό.
Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Εταιρίας Συγγραφέων. Στίχοι του μελοποιήθηκαν από τους Μίκη Θεοδωράκη, Μάνο Λοΐζο και άλλους αξιόλογους Έλληνες συνθέτες. Η ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη κυριαρχείται από σπαρακτική υπαρξιακή αγωνία, η οποία εκδηλώνεται αρχικά ως έκφραση τρυφερότητας και συμπόνιας. Στη δεύτερη φάση του έργου του εκδηλώθηκε ως εσωτερική αναδίπλωση/αναζήτηση νοήματος στη ζωή, μετά από τη διάψευση προσδοκιών και θυσιών των συν-αγωνιστών για έναν καλύτερο και πιο δημοκρατικό κόσμο.
Το βράδυ έχω βρει έναν ωραίο τρόπο για να κοιμάμαι, τους συγχωρώ έναν έναν όλους.
Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου
(απόσπασμα του έργου του)
Παγωνιά
φυσάει στους έρημους δρόμους της πολιτείας
ο άνεμος στροβιλίζει τη σκόνη
παρασέρνει τ’ αποτσίγαρα τα σύννεφα τα χαρτιά
λίγοι μοναχικοί διαβάτες περνάνε βιαστικοί στους δρόμους
φυσάει
φυσάει στις καμινάδες στις στέγες κάτω απ’ τις γέφυρες
φυσάει μες απ’ τ’ αχαμνά σκέλια των κατάδικων που σουλα-
τσάρουν στα προαύλια των φυλακών
φυσάει στις ματωμένες κοιλιές των γυναικών που γεννάνε
έξω απ’ τις κλειστές πόρτες των νοσοκομείων
φυσάει στις παράγκες στα παραπήγματα στα καπηλειά
φυσάει κάτω απ’ τα παλιά ανάχτορα
Μνημόσυνο για τους πεσόντες
Εξέδρες
τα ψηλά καπέλα των υπουργών
μονύελα
γάντια
ακριβές γούνες
οι φαντάροι στη γραμμή παρουσιάζουν όπλα
πίσω απ’ τις ξιφολόγχες που γυαλίζουν
στριμώχνεται ο λαός
Φάτσες τετράγωνες ρυτιδωμένες
φάτσες μελανιασμένες απ’ το κρύο μελανιασμένες απ’ τις
καπνιές
χοντρά δυνατά σαγώνια σαπισμένα δόντια
μάτια κάτω απ’ τα τσαλακωμένα κασκέτα
κόκκινα και βλοσυρά
Ανάπαυσον ο Θεός τους δούλους σου
αλληλούια
φυσάει
Ένας γέρος μισοκοιμάται
ένας σοβατζής με τη φόρμα του χιονισμένη απ’ ασβέστη
δεν υπάρχει διέξοδος
οι Σλάβοι μας απειλούν
ο πόλεμος
ησυχία ησυχία μιλάει ο κύριος υπουργός
ο πόλεμος
αλληλούια
φυσάει μες απ’ τα δεκανίκια των σακάτηδων που χτυπάνε
τις πόρτες των πολιτειών
φυσάει μες στις κιθάρες των τυφλών που παίζουν στις γωνιές
των δρόμων
φυσάει ανάμεσα στα κόκκαλα των νεκρών
Μια γυναίκα σφίγγει τρομαγμένη το παιδί της
εκείνο πονάει και μπήγει τις φωνές
….
Οι νεκροί
προχωράνε
αμίλητοι
αναποδογυρίζουν τα καμιόνια αναποδογυρίζουν τα τάνκς
πατάνε πάνω στις ξιφολόγχες και τις σάλπιγγες
Επιτεθήτε
Οι χωριάτες αρπάζουν τα δικράνια τους και προχωράνε
ο άνεμος βουίζει μες στα στάχια βελάζουν τα μοσκάρια στις
αυλές
ξύλα κι αξίνες ανεμίζουν στον αέρα
οι δρόμοι αυτά τα πελώρια λαρύγγια του κόσμου
σφυροκοπάνε από κραυγές
ερχόμαστε
παραμερίστε
κατεβαίνουμε σαν μια χιονοστιβάδα που όσο κατηφορίζει με-
γαλώνει
Μια απέραντη θέρμη απο χιλιάδες χνώτα
τα κεριά λυώνουν μονομιάς στο βάθος των εκκλησιών
τραντάζεται ο θόλος τ’ ουρανού απ’ τα μεγάλα καρδιοχτύπια
ερχόμαστε από πολύ μακριά
πηγαίνουμε πολύ μακριά
βαδίσαμε μες στη λάσπη και το αίμα
βαδίσαμε πάνω στα κόκκαλα των παιδιών μας
βαδίσαμε χιλιάδες χρόνια για νάρθουμε
φάτσες σημαδεμένες απ’ τα οξέα και τις μπαλνταδιές του μέλ-
λοντος
χέρια που παίζουνε σαν παιχνιδάκια τις βαρειές και την τύχη
του κόσμου
ειρήνη
Σφυρίζουν τα τραίνα
μια μεγάλη βουή απ’ όλα τα σημεία του ορίζοντα
χιλιάδες χέρια αδράχνουν και χτυπάνε τις καμπάνες
οι κουλοχέρηδες αρπάζουν με τα δόντια τους και τραβάνε τα
σκοινιά
οι γυναίκες αρπάζουν τα μωρά τους και τα σηκώνουν ψηλά
σαν λάβαρα
ο άνεμος φυσάει τα μαλλιά τους
ο άνεμος φυσάει και ξεδιπλώνει σαν σημαίες τα μαλλιά τους
θέλουμε να σπείρουμε
θέλουμε να υφάνουμε
θέλουμε να γεννήσουμε
ειρήνη
ειρήνη
Ο άνεμος σκίζει τα σύννεφα
και πάνω σ’ αυτά τα κουρελιασμένα πλήθη
πέφτει ξαφνικά ένας καταράχτης φως
είμαστε εμείς που ζυμώνουμε και δεν έχουμε ψωμί
εμείς που βγάζουμε το κάρβουνο και κρυώνουμε
είμαστε εμείς που δεν έχουμε τίποτα
κι ερχόμαστε να πάρουμε τον κόσμο
ειρήνη
ειρήνη
είμαστε οι προλετάριοι
Σαν μια αστράπη το αύριο αυλακώνει τις πρωτεύουσες
οι πολιτείες φαρδαίνουνε σπρωγμένες απ’ τους αγκώνες του
πλήθους
οι περαστικές σκιές πέφτουν τραχειές πάνω στα μέγαρα σαν
αξίνες
αυτός ο θόρυβος είναι ο σφυγμός ενός πελώριου πυρετού
– θάλεγες πως το ίδιο το μέλλον βαδίζει σήμερα
Οι τυφλοί πίσω απ’ το σκοτάδι τους με τρεμέμενα ρουθούνια
μυρίζονται αυτόν τον ήλιο που πάει ν’ ανατείλει
είμαστε εμείς που γκρεμιζόμαστε απ’ τις σκαλωσιές
εμείς που μας θάβουν οι στοές των ορυχείων
εμείς που πέφτουμε ουρλιάζοντας μες τα λυωμένα μέταλλα
ειρήνη
ειρήνη
ο άνεμος που σας παρασέρνει απόψε
έρχεται απ’ τα χνώτα μας και τα φυσερά μας
Χιλιάδες άνθρωποι προχωράνε
βλοσυροί
χοντροκομμένοι
βρώμικοι
μην πιστεύοντας στο Θεό
κουβαλώντας σαν ένα καινούργιο πελώριο Θεό
τη δύναμη τους
είμαστε εμείς που κλαίμε σ’ όλες τις γωνιές του κόσμου
εμείς που βλαστημάμε όλα τα ιερά του κόσμου
είμαστε εμείς που τραγουδάμε σ’ όλες τις γλώσσες του
κόσμου
ειρήνη
ειρήνη
Προχωράνε απ’ όλα τα σημεία της γης
με τις χοντρές πατούσες τους γκρεμίζοντας τα σύνορα
με τα σκληρά ροζασμένα χέρια τους σχεδιάζοντας πάνω στο
κόκκινον ορίζοντα
τις φαρδειές χειρονομίες ενός καινούργιου πεπρωμένου
Και πίσω έρχεται ο άνεμος
πίσω τους έρχεται ο μεγάλος άνεμος
πίσω τους έρχεται ο μεγάλος άνεμος βουίζοντας
ειρήνη
ειρήνη