Τα παιδιά των ‘90s θυμούνται, part 1.
Αφού παίξαμε στη γειτονιά, αφού ξοδέψαμε ώρες ολόκληρες στα επιτραπέζια, αφού κάναμε φιλίες, που βασίστηκαν σε κοινό παιχνίδι και ανταλλαγή αυτοκόλλητων, μετά ήρθαν το internet, τα smartphones και το instagram. Προλάβαμε (ευτυχώς) αυτή τη φυσική μετάβαση, που δε γίνεται πια και που, σε καμία περίπτωση, δεν πρέπει να ξεχνάμε.
Και ήταν μια, αδιαμφισβήτητα, τέλεια παιδική ηλικία. Πώς το ξέρω; Το ξέρω! Συνεχίστε να διαβάζετε και σας προκαλώ, να μη σκάσετε ούτε ένα χαμόγελο.
I dare you! I double dare you!
Πριν από όλα τα υπόλοιπα, υπήρχε το Tetris. Ώρες ολόκληρες πάνω από αυτήν την ημιδιάφανη συσκευή, να προσπαθούμε να κάνουμε τους σωστούς υπολογισμούς, να βάλουμε τα σχήματα εκεί που πρέπει και να αποφύγουμε να ακουμπήσει η «οικοδομή» μας στο πάνω μέρος της οθόνης. Και δεν ήταν τόσο εύκολο, όσο ακούγεται, έτσι δεν είναι; Νομίζω ότι όποιον κι αν ρωτήσω, θυμάται τη μουσική αυτού του παιχνιδιού και θα την αναγνώριζε οποιαδήποτε στιγμή. (Και τώρα, τη σιγοτραγουδάτε από μέσα σας!)
Για το Super Mario Bros του Game Boy Color, δεν είχε τόσο σημασία να μείνεις ζωντανός, να βρεις τις κρυμμένες ζωές και τους σωλήνες που σε μεταφέρουν χωρίς κόπο σε άλλον κόσμο. Οι κανόνες που ακλουθούσες ήταν άλλοι, και ήταν άγραφοι:
1. Αν παίζεις με τον αδερφό ή την αδερφή σου, δεν μπορείς να παίζεις όταν δε θα είναι μπροστά. Γιατί, τι θα γινόταν αν περνούσες μια πίστα και δεν την έβλεπε, για να ξέρει πως είναι, σε περίπτωση που παίξει μετά; Καταστροφή!
2. Επίσης, αν έπαιζες με κάποιον άλλον, το παίρνατε εναλλάξ, κάθε φορά που χανόταν ζωή ή άλλαζε η πίστα.
3. Δεν έπρεπε να παίζεις τόσο πολύ, ώστε να αναγκαστεί η μαμά σου να το κρύψει, για να συνεχίσεις το διάβασμα. Ή τουλάχιστον, δεν έπρεπε να σε πάρει είδηση.
Monopoly ή αλλιώς, το επιτραπέζιο «παίζω, μέχρι να βαρεθώ να κάνω γύρους». Γιατί βλέπεις, τότε δεν ξέραμε από στρατηγική, από μηχανορραφίες, από συγχωνεύσεις, από υποθήκες και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο… Ρίχναμε το ζάρι, πληρώναμε, αγοράζαμε, τραβούσαμε Αποφάσεις και Εντολές και κάποια στιγμή, απλά, βαριόμασταν. Γιατί κανείς ποτέ δεν σκέφτηκε να διαβάσει του κανόνες και να μάθει, επιτέλους, ποιος ήταν ο στόχος αυτού του επιτραπέζιου. Ποιος είχε χρόνο να διαβάσει κανόνες, άλλωστε; Είχε «Μαρία της Γειτονιάς» ή «Ατρόμητους» στην τηλεόραση!
Κάποια στιγμή, γυρνώντας από το σχολείο, σταματούσαμε σ’ ένα περίπτερο και αγοράζαμε αυτή την ατελείωτη τσίχλα. Ο στόχος ήταν να έχουμε πάντα πρόχειρη μια τσίχλα, αλλά ας το παραδεχτούμε: πότε δεν ήταν, μόνο, αυτός ο στόχος. Ξεκινούσαμε με ένα κομμάτι, συνεχίζαμε με ένα πιο μεγάλο και καταλήγαμε να τη μασάμε όλη μονομιάς και να κάνουμε φούσκες, ορατές από το διάστημα. Άλλωστε, αν δεν ήξερες να κάνεις φούσκες, μπορούσες απλά να καθίσεις σπίτι σου. Άσχετε!
Η έκφραση «Κλείσε το ιντερνέτ, θέλω να πάρω τηλέφωνο» θα μας ακολουθεί για πάντα και το dial-up internet το ίδιο. Ήταν όπως όταν θέλουμε να ανοίξουμε μια σακούλα πατατάκια, αθόρυβα: απλά δεν γίνεται! Δεν μπορούσες να ξεκλέψεις λίγη ώρα από το διάβασμα και να δεις αυτό το θαύμα, που λεγόταν διαδίκτυο, χωρίς να σε πάρει χαμπάρι όλο το τετράγωνο. Φσσσς… χρρρρρ… τιν τιν… χρρρρρρ… Και δεν ήταν υπόθεση μερικών δευτερολέπτων. Το πόσο θα διαρκούσε ο ήχος σύνδεσης, ήταν ανάλογο με το κατά πόσο σου επιτρεπόταν να χρησιμοποιήσεις τον υπολογιστή την προκειμένη στιγμή.