Ο Στηβ Κρικρής, οι Κάννες, το ελληνικό νέο νουάρ σινεμά και το «The Waiter»!
Απόφοιτος της φημισμένης σχολής Καλών Τεχνών San Francisco Art Institute, σκηνοθέτης διαφημιστικών σποτ στη Νέα Υόρκη και την Αθήνα και ιδρυτής Φεστιβάλ Κινηματογράφου στην Πάτμο, ο Στηβ Κρικρής δημιούργησε την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, The Waiter, η οποία συμμετέχει στο Διεθνές Διαγωνιστικό του 59ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Έτσι, ανάμεσα στη δύση του ήλιου, τις συζητήσεις του κόσμου και τη φθινοπωρινή φεστιβαλική ατμόσφαιρα του λιμανιού συναντήσαμε τον Στηβ Κρικρή στην Αποθήκη Γ’. Ζεστή χειραψία. Ήρεμος, χαμογελαστός. Μας μίλησε λοιπόν για το σκηνοθετικό του ντεμπούτο και την ταινία.
Πώς αποφάσισες να ασχοληθείς με τον κινηματογράφο;
Μου άρεσε από νεαρή ηλικία. Αποφοιτώντας από το Λύκειο πήγα στην Αμερική. Ξεκίνησα να σπουδάζω Computer Science παράλληλα με φωτογραφία. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, μέσω της γνωριμίας με μια κοπέλα από το San Francisco, πυροδοτήθηκε η ιδέα να σπουδάσω κινηματογράφο. Πάντα σκεφτόμουν βλέποντας ταινίες πόσο εκπληκτικό είναι να κάνεις σινεμά. Έτσι και έκανα. Μετακόμισα στη Νέα Υόρκη και άρχισα να δημιουργώ διαφημιστικά σποτ. Στις αρχές του ’90 επέστρεψα στην Ελλάδα και ασχολήθηκα με τη διαφήμιση, σκηνοθετώντας σποτ για την τηλεόραση. Παράλληλα, έκανα κάποιες μικρού μήκους ταινίες. Μου άρεσε να γράφω και ήθελα να κάνω μια ταινία, αλλά ποτέ δεν έβρισκα τον χρόνο, εξάλλου, μια ταινία χρειάζεται αφοσίωση και ενέργεια για να γίνει. Οι συνθήκες μετέπειτα το επέτρεψαν κι έτσι βρίσκομαι εδώ τώρα.
Υπήρξαν ταινίες που σε επηρέασαν, ώστε να δημιουργήσεις το δικό σου αποτύπωμα;
Ο σκηνοθέτης που με επηρέασε καταλυτικά είναι ο Μικελάντζελο Αντονιόνι, Ιταλός σκηνοθέτης του κινήματος του νέο-ρεαλισμού. Παρακολουθούσα τις ταινίες του ανελλιπώς. Μετέπειτα, οι ταινίες των αδερφών Κοέν, Ντέιβιντ Λίντς, Νίκολας Ρεγκ και Στάνλεϊ Κούμπρικ επηρέασαν το δικό μου στιλ και το πώς βλέπω σινεμά.
Πώς προέκυψε η ιδέα της ταινίας The Waiter;
Η ιδέα προέκυψε όταν ζούσα στην Νέα Υόρκη. Μια ακραία εμπειρία. Ο φόνος του γείτονα μου αποτέλεσε ένα συγκλονιστικό γεγονός για μένα. Μετά από πολλά χρόνια, βρισκόμουν στην Ελλάδα και παρακολουθούσα ένα σεμινάριο σεναρίου με ένα Άγγλο σεναριογράφο, όπου πάνω στην κουβέντα μιλήσαμε για αυτό και μου είπε «γιατί δεν γράφεις κάτι για αυτό;». Αυτή ήταν η σπίθα που με έκανε να αρχίσω να γράφω. Η ταινία δεν έχει τόση σχέση με το γεγονός, αλλά από εκεί πηγάζει η έμπνευση.
Η ταινία θα μπορούσε να ενταχθεί σε κάποια κατηγορία;
Εγώ την χαρακτηρίζω ως ένα νέο νουάρ, ένα είδος που έχει σίγουρα τις ρίζες από το φιλμ νουάρ, άρα είναι μια ταινία που μπορεί να μπει σε μια τέτοια κατηγορία. Μπορώ να πω ότι με έχει επηρεάσει ο Αλμπέρ Καμύ. Στην ταινία υπάρχει μια υπαρξιακή προσέγγιση καθώς ο χαρακτήρας που παίζει στην ταινία έχει αυτό το χάσιμο του προορισμού, είναι ταγμένος σε μια καθημερινότητα που έχει περιχαρακώσει τη ζωή του με ένα πολύ δικό του τρόπο και ξαφνικά του συμβαίνει κάτι πολύ ακραίο που καλείται να το αντιμετωπίσει, βλέποντας παράλληλα πως τον έλκει αυτό το εξωπραγματικό γεγονός.
Πώς έγινε η επιλογή των ηθοποιών;
Γνώριζα τον Άρη Σερβετάλη. Σε μια ταινία του Γιώργου Λάνθιμου, την Κινέττα είχα ένα μικρό ρόλο μαζί με τον Άρη και εκεί γνωριστήκαμε περισσότερο. Γενικά από την αρχή είχα στο μυαλό μου τον Άρη, πίστευα πολύ ότι του ταιριάζει αυτός ο ρόλος. Κάποια στιγμή του έδωσα το σενάριο, του άρεσε. Τον Γιάννη Στάνκογλου τον είδα σε μια ακρόαση και με κέρδισε αμέσως, θεώρησα ότι θα είναι πολύ καλός για τον ρόλο. Τον Αλέξανδρο Μαυρόπουλου τον γνώρισα σε ακρόαση και την -Ελληνοιταλίδα- Κιάρα Τζενσίρι την γνώρισα μέσω ενός φίλου. Κάναμε κάποια δοκιμαστικά και έτσι προχώρησε.
Πόσο καιρό χρειάστηκε για να ολοκληρωθεί η ταινία;
Ουσιαστικά θα έλεγα 3 χρόνια. Νομίζω ότι είναι ένα χρονικό διάστημα που χρειάζεται για μια ταινία. Αν και σκέφτομαι πως σε επόμενη ταινία, αν μου δοθεί η ευκαιρία να γίνει πιο σύντομα. Στην Ελλάδα το σινεμά έχει μια δυσκολία, όπως όλοι ξέρουμε, το πώς από μια ιδέα μπορείς να φτάσεις στην υλοποίηση και το τελικό αποτέλεσμα, οπότε νομίζω ο χρόνος είναι απρόβλεπτος. Οι πρώτες ταινίες είναι πάντα δύσκολες. Δύσκολα σε εμπιστεύεται ο άλλος.
Βλέπουμε τα τελευταία χρόνια μια αναγέννηση στον ελληνικό κινηματογράφο. Η ταινία θα μπορούσε να ενταχθεί σε αυτό το νέο ρεύμα;
Πιστεύω πως ναι, τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια εξωστρέφεια, ελληνικές ταινίες πηγαίνουν πολύ καλά σε φεστιβάλ του εξωτερικού και στις αγορές. Σίγουρα η ελληνική γλώσσα είναι ένα δύσκολο βήμα ώστε να το προσπεράσεις, σαν ξένη ταινία. Παρόλα αυτά, νομίζω ότι υπάρχει μια κινητικότητα και αυτό είναι αισιόδοξο γιατί υπάρχουν κινηματογραφιστές, σεναριογράφοι και τεχνικοί που αν τους δοθεί ευκαιρία μπορούν να κάνουν κάτι πολύ αξιόλογο στο σύνολο των ταινιών παγκοσμίως. Θεωρώ ότι είναι μια πολύ καλή εποχή για το ελληνικό σινεμά.
Τι είναι για σένα το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης;
Είναι ένα φεστιβάλ που παρακολουθώ χρόνια και πέρσι είχα την τύχη να είμαι εδώ, με την ταινία στο πρόγραμμα της αγοράς Work in Progress, στο οποίο δείξαμε ένα 5’ της ταινίας. Πήγε πάρα πολύ καλά. Μετά, το ΦΚΘ με κάλεσε στις Κάννες όπου παρουσιάσαμε ένα 20’ στο πλαίσιο του προγράμματος Thessaloniki goes to Cannes, παράλληλο πρόγραμμα του φεστιβάλ. Οπότε υπήρξε μια αξιόλογη υποστήριξη από το ΦΚΘ για την ταινία και το γεγονός ότι είμαι τώρα στο Διεθνές Διαγωνιστικό, είναι μεγάλη μου τιμή. Θεωρώ ότι είναι ένα φεστιβάλ με δυνατό πρόγραμμα. Το τμήμα της αγοράς είναι πολύ αξιόλογο και οργανωμένο, γιατί σε φέρνει σε επαφή με διανομείς παραγωγούς με άλλους κινηματογραφιστές που μπορείς να ανταλλάξεις ιδέες.
Σχέδια για το μέλλον;
Θα ήθελα πάρα πολύ να κάνω μια ακόμα ταινία. Ιδέες υπάρχουν και πιστεύω ότι αν αυτή η ταινία πάει καλά θα είναι σίγουρα ένα βήμα ώστε να μπορέσω να κάνω την επόμενη. Με ενδιαφέρει σε αυτή τη χρονική στιγμή να μου δοθεί η ευκαιρία να κάνω την επόμενη, ίσως πιο εύκολα. Είναι βέβαια νωρίς ακόμα, θέλει λίγο χρόνο για να προχωρήσω στο επόμενο βήμα. Ήταν ένα ωραίο ταξίδι κάνοντας αυτή την ταινία, για αυτό ένας λόγος παραπάνω είναι να το ξανακάνω σύντομα.