Όσα είπε ο πολεμικός ανταποκριτής Robert Fisk σε live συζήτηση του 22ου ΦΚΘ!
Το ντοκιμαντέρ που συμμετέχει στο πρόγραμμα της φετινής διοργάνωσης, παρακολουθεί από απόσταση αναπνοής τον Ρόμπερτ Φισκ επί το έργον, καθώς ρίχνεται με πάθος στο επίμονο και επίπονο κυνήγι της αλήθειας.
Τον λόγο πήρε αρχικά η συντονίστρια της συζήτησης Γκέλυ Μαδεμλή, η οποία καλωσόρισε θερμά τους δύο συνομιλητές, δίνοντας τη σκυτάλη στη Γενική Διευθύντρια του Φεστιβάλ, Ελίζ Ζαλαντό. Η κ. Ζαλαντό, αφότου ευχαρίστησε θερμά τους δύο προσκεκλημένους του Φεστιβάλ, στάθηκε στην πολύτιμη παρακαταθήκη της επαγγελματικής σταδιοδρομίας του Ρόμπερτ Φισκ, που πρεσβεύει τις πατροπαράδοτες αξίες της δημοσιογραφικής έρευνας, οι οποίες αποκτούν ακόμη μεγαλύτερη σημασία στη σημερινή εποχή των fake news και της παραπληροφόρησης. Επιπλέον, δεν παρέλειψε να ευχαριστήσει τον Γιούνγκ Τσανγκ για τη συμμετοχή του στο πρότζεκτ Χώροι που οργάνωσε το Φεστιβάλ στη διάρκεια της καραντίνας, υπενθυμίζοντας στο κοινό που παρακολουθούσε τη συζήτηση πως η μικρού μήκους ταινία του καναδού σκηνοθέτη είναι διαθέσιμη στο κανάλι του Φεστιβάλ στο YouTube.
Η κάμερα ακολουθούσε τον Ρόμπερτ σε ό,τι έκανε, μάλιστα υπήρξε κι ένα αρκετά περιπετειώδες περιστατικό, με ένα κυνηγητό με αμάξι, όταν πήραμε στο κατόπι ένα φορτηγό.
Μιλώντας αρχικά για το πώς προέκυψε η πρώτη σπίθα που οδήγησε στη δημιουργία του This Is Not a Movie, ο Γιούνγκ Τσανγκ ανέφερε πως παρακολουθούσε την αρθρογραφία του Ρόμπερτ Φισκ ήδη από την εποχή που ήταν φοιτητής στο πανεπιστήμιο. «Η διεισδυτική ματιά του Φισκ με βοήθησε να ξεδιαλύνω πολλές από τις απορίες που μου είχαν δημιουργηθεί μετά την 11η Σεπτεμβρίου, καθώς είχα μια πολύ συγκεχυμένη εικόνα για το γεωπολιτικό τοπίο στη Μέση Ανατολή. Παρακολουθώντας από κοντά τις αμερικάνικες προεδρικές εκλογές του 2016, εξεπλάγην με τη νίκη του Ντόναλντ Τραμπ, καθώς όλα τα γνωστά και παραδοσιακά μέσα μαζικής ενημέρωσης θεωρούσαν εξωφρενικό ένα τέτοιο σενάριο. Τότε αντιλήφθηκα πως με ενδιαφέρουν φωνές σαν του Ρόμπερτ, ο οποίος δεν στέκεται στα προφανή, αλλά αναζητεί την αθέατη αλήθεια», συμπλήρωσε σχετικά. Μάλιστα, εξομολογήθηκε στο κοινό του Φεστιβάλ πως ήταν αρκετά φοβισμένος ενόψει της πρώτης συνάντησής του με τον Ρόμπερτ Φισκ, πιστεύοντας πως θα αντικρίσει έναν άνθρωπο απρόσιτο και αυστηρό. «Όταν όμως ταξίδεψα στη Βηρυτό, με περίμενε μια έκπληξη. Ο Ρόμπερτ αποδείχτηκε πνευματώδης, εξωστρεφής και πολύ προσιτός», δήλωσε χαρακτηριστικά.
Περιγράφοντας την πρώτη γνωριμία με τον Γιούνγκ Τσανγκ, ο Ρόμπερτ Φισκ ανέφερε πως του προξένησε ευθύς εξαρχής θετική εντύπωση για δύο βασικούς λόγους. «Πρώτα απ’ όλα, δεν είχε το συνηθισμένο τουπέ και ύφος που έχουν κατά κανόνα οι σκηνοθέτες. Δεύτερον, δεν συμπεριφερόταν όπως οι περισσότεροι δυτικοί δημοσιογράφοι που έρχονται στη Μέση Ανατολή έχοντας την εντύπωση πως γνωρίζουν την κατάσταση καλύτερα από τους κατοίκους αυτών των χωρών, τους οποίους και θέλουν να “διαφωτίσουν” για το τι συμβαίνει πραγματικά στον ίδιο τους τον τόπο. Ένας αληθινός ερευνητής, είτε γυρίζει ταινίες είτε γράφει άρθρα, πρέπει να ακούει προσεκτικά τους ανθρώπους. Ο Γιούνγκ έκανε ακριβώς αυτό», σχολίασε ο Ρόμπερτ Φισκ, επαινώντας τη στάση του καναδού σκηνοθέτη.
Κατά τη γνώμη μου, είναι αδύνατον να μιλήσεις για τα οδυνηρά γεγονότα που έχει βιώσει και εξακολουθεί να βιώνει η Μέση Ανατολή, αν δεν μπεις στη διαδικασία να συναισθανθείς την τραγωδία, τον πόνο, τον θυμό και την αδικία που βασανίζουν αυτούς τους ανθρώπους
Αμέσως μετά, απαντώντας σε ερώτηση για το πώς κύλησε η μεταξύ τους συνεργασία, οι δύο ομιλητές τόνισαν τον αμοιβαίο σεβασμό που είχαν ο ένας απέναντι στη δουλειά του άλλου, ενώ υπογράμμισαν τη σημασία της θέσπισης ορίων και κανόνων σε ένα τόσο απαιτητικό και δύσκολο εγχείρημα. Ο Ρόμπερτ Φισκ επεσήμανε ότι είχε καταστήσει από την πρώτη στιγμή σαφές ότι για να υπάρξει μια αίσθηση αυθεντικότητας στην ταινία, ο ίδιος θα έπρεπε να κινείται ελεύθερα και ανεμπόδιστα στην έρευνά του, χωρίς να δεσμεύεται από την ύπαρξη της κάμερας. «Αυτό που εξήγησα στον Γιούνγκ και το κατάλαβε με τη μία ήταν πως δεν θα διέκοπτα ποτέ αυτό που κάνω, ακόμη κι αν η κάμερα εκείνη τη στιγμή δεν με τραβούσε ή αν το πλάνο δεν ήταν το επιθυμητό. Εγώ συνεχίζω την πορεία μου κι ο Γιούνγκ καταγράφει ό,τι προλαβαίνει και μπορεί», εξήγησε σχετικά. Αντιστοίχως, ο σκηνοθέτης επεσήμανε ότι ο Ρόμπερτ Φισκ δεν παρενέβη σε καμία στιγμή στη δημιουργική διαδικασία, παρέχοντας στον ίδιο πλήρη ελευθερία ως προς τη διαχείριση του κινηματογραφικού υλικού. «Η κάμερα ακολουθούσε τον Ρόμπερτ σε ό,τι έκανε, μάλιστα υπήρξε κι ένα αρκετά περιπετειώδες περιστατικό, με ένα κυνηγητό με αμάξι, όταν πήραμε στο κατόπι ένα φορτηγό. Δυστυχώς, οι σκηνές από αυτό το συμβάν δεν “έδεναν” με το υπόλοιπο υλικό και αναγκαστήκαμε, με πόνο καρδιάς οφείλω να πω, να τις αφαιρέσουμε από το τελικό cut», ανέφερε σχετικά ο Γιούνγκ Τσανγκ, συμπληρώνοντας πως ένα απόσπασμα από αυτή την καταδίωξη είναι διαθέσιμο στον ιστότοπο της εφημερίδας The Independent, όπου έχουν δημοσιευτεί τρία άρθρα με τα «παρασκήνια» του This Is Not a Movie.
Στη συνέχεια, οι δύο ομιλητές ανέλυσαν τις μεθόδους με τις οποίες προσεγγίζουν το αντικείμενό τους και προσπαθούν να φέρουν στο προσκήνιο την αλήθεια μέσα από το έργο τους. «Κατά τη γνώμη μου, είναι αδύνατον να μιλήσεις για τα οδυνηρά γεγονότα που έχει βιώσει και εξακολουθεί να βιώνει η Μέση Ανατολή, αν δεν μπεις στη διαδικασία να συναισθανθείς την τραγωδία, τον πόνο, τον θυμό και την αδικία που βασανίζουν αυτούς τους ανθρώπους. Πολλές φορές, για να καταφέρω να κάνω τους ανθρώπους να ανοιχτούν επιστρατεύω ένα ιδιόρρυθμο χιούμορ, το οποίο πολύ συχνά μπορεί να παρεξηγηθεί. Ευτυχώς, πολύ γρήγορα διαπίστωσα πως λειτουργούμε στο ίδιο μήκος κύματος με τον Γιούνγκ», ανέφερε ο Ρόμπερτ Φισκ. Παράλληλα, επεσήμανε μια κομβική διαφορά όσον αφορά τη συμπεριφορά των ανθρώπων στη Μέση Ανατολή σε σύγκριση με τις ΗΠΑ ή την Ευρώπη. «Εδώ, οι άνθρωποι επιζητούν την ευκαιρία να μιλήσουν σε έναν δημοσιογράφο, ακόμη και στις πιο επώδυνες στιγμές. Πιστεύουν, με αυτό τον τρόπο, πως θα βοηθήσουν να μαθευτεί η αλήθεια και να επανορθωθούν οι αδικίες που έχουν υποστεί», συμπλήρωσε.
Από την πλευρά του, ο Γιούνγκ Τσανγκ υπογράμμισε ότι η κάμερα είναι ένα πανίσχυρο εργαλείο, το οποίο –όπως ακριβώς και η δημοσιογραφία– οφείλει να σεβαστεί ορισμένους κανόνες δεοντολογίας και να παρατηρεί ασταμάτητα τα όσα συμβαίνουν στο βεληνεκές της. «Οφείλεις να είσαι ανοιχτός σε κάθε πιθανή εξέλιξη, να επιτρέπεις στο αντικείμενο της ιστορίας σου, όπως ήταν ο Ρόμπερτ στην προκειμένη περίπτωση, να ακολουθήσει τη δική του ανεξάρτητη πορεία. Όταν εστιάζεις την προσοχή σου σε ένα άτομο, είναι υποχρέωσή σου να έχεις προετοιμαστεί κατάλληλα, να έχεις έρθει “διαβασμένος” και, όπως προείπα, να έχεις πάντα κατά νου πως πρόκειται για μια ανοιχτή και διαρκώς μεταβαλλόμενη διαδικασία», δήλωσε χαρακτηριστικά ο σκηνοθέτης της ταινίας.
Στόχος μου είναι κάθε ανταπόκριση που γράφω να μοιάζει με γράμμα που στέλνω σε κάποιον φίλο, να μην είναι σοβαροφανής ή ακαδημαϊκή.
Ακολούθως, οι δύο προσκεκλημένοι του Φεστιβάλ απάντησαν σε ερώτηση σχετικά με το αν νιώθουν αφηγητές ιστοριών, παρά το γεγονός ότι αναζητούν την αλήθεια. «Ούτως ή άλλως δεν είμαι δημοσιογράφος, η οπτική μου γωνία είναι πάντα κινηματογραφική. Δεν μου αρέσει καν η λέξη ντοκιμαντερίστας, δεν κατανοώ ακριβώς τη σημασία και το περιεχόμενό της. Οπότε, ναι, υπό αυτή την έννοια, νιώθω πως λειτουργώ ως αφηγητής ιστοριών», εξήγησε σχετικά ο Γιούνγκ Τσανγκ. Στη συνέχεια, τον λόγο πήρε ο Ρόμπερτ Φισκ, ο οποίος, αφότου διευκρίνισε πως στις ιστορίες των ανθρώπων κρύβεται η αλήθεια την οποία κυνηγά ως δημοσιογράφος και ανταποκριτής, φανέρωσε τα βασικά στοιχεία της προσέγγισής του. «Στόχος μου είναι κάθε ανταπόκριση που γράφω να μοιάζει με γράμμα που στέλνω σε κάποιον φίλο, να μην είναι σοβαροφανής ή ακαδημαϊκή. Ως ανταποκριτές, έχουμε την υποχρέωση να σκαλίζουμε πιο βαθιά, να μην αντιγράφουμε απλώς τα ανακοινωθέντα που δημοσιεύουν τα πρακτορεία ειδήσεων. Το ζητούμενο είναι να αναδεικνύεται η προσωπική μας ματιά, να αποτυπώνεται ο θυμός κι η έκπληξή μας, τα γραπτά μας να έχουν χαρακτήρα», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Απαντώντας στη συνέχεια σε ερώτηση του κοινού για το αν έχουν υπάρξει δημοσιογραφικά θέματα με τα οποία ήθελε, αλλά δεν μπόρεσε ποτέ, να καταπιαστεί, ο Ρόμπερτ Φισκ αναφέρθηκε στην επίμονη προσπάθειά του να βρεθεί και να συνομιλήσει με τον Κασέμ Σουλεϊμανί, διοικητή των ειδικών δυνάμεων των Φρουρών της Επανάστασης, οι οποίες αναλαμβάνουν στρατιωτικές επιχειρήσεις εκτός ιρανικού εδάφους. «Πάνω που είχα κάνει κάποια πρόοδο και κατόρθωσα να ανοίξω έναν υποτυπώδη δίαυλο επικοινωνίας, ελπίζοντας πως θα γίνω ο πρώτος δημοσιογράφος από τη Δύση στον οποίο θα δεχόταν να μιλήσει, ο Σουλεϊμανί δολοφονήθηκε ενώ βρισκόταν στο Ιράκ, σε μια επίθεση με drones που οργάνωσαν οι ΗΠΑ», εκμυστηρεύτηκε στο κοινό του Φεστιβάλ ο πολύπειρος ανταποκριτής.
Θεωρώ πως το ντοκιμαντέρ οφείλει να εκπέμπει συναίσθημα προκειμένου να αποτυπώσει τις ζωές των ανθρώπων που μελετά.
Αμέσως μετά, η συζήτηση επικεντρώθηκε σε μια μάστιγα της εποχής, τα fake news, έναν όρο που βρίσκεται πλέον στα χείλη όλων. Ο Ρόμπερτ Φισκ, παίρνοντας τον λόγο, διευκρίνισε πως ο όρος μπορεί να είναι πρόσφατος, η πρακτική, όμως, κάθε άλλο παρά καινούργια είναι. «Στον δυτικό κόσμο είμαστε έκθετοι, εδώ και δεκαετίες, σε ειδήσεις που παραποιούν γεγονότα και παραχαράσσουν την αλήθεια. Παλαιότερα μπορεί να μην χρησιμοποιούσαμε τον όρο “fake news”, αλλά κάναμε λόγο για μεροληπτικές ή κατασκευασμένες ειδήσεις. Για να αναφέρω δυο παραδείγματα, το αμερικάνικο κοινό ανέκαθεν βομβαρδιζόταν από μονόπλευρα δημοσιεύματα για τη Μέση Ανατολή, που μεροληπτούσαν υπέρ του ισραηλινού κράτους, ενώ την εποχή των ταραχών στη Βόρειο Ιρλανδία, τα κυρίαρχα ΜΜΕ μετέδιδαν την εντύπωση πως σύσσωμος ο καθολικός πληθυσμός του νησιού τασσόταν υπέρ του IRA», συμπλήρωσε σχετικά. Δίνοντας τη δική του οπτική, ως κινηματογραφιστής, στο ίδιο θέμα, ο Γιούνγκ Τσανγκ επικαλέστηκε τον ορισμό που είχε δώσει στην τέχνη του ντοκιμαντέρ ο πρωτοπόρος του βρετανικού ντοκιμαντέρ, Τζον Γκρίρσον. «Αν θεωρήσουμε πως το ντοκιμαντέρ είναι η δημιουργική ερμηνεία της αλήθειας, τότε υπονοείται πως η δική μας υποκειμενική οπτική αποτελεί μέρος της όλης διαδικασίας. Κατά κάποιο τρόπο, η κάμερα οφείλει να υιοθετεί μια ηθική στάση στη διάρκεια της κινηματογράφησης, ενώ η υποκειμενική ματιά γίνεται εμφανής κατά κύριο λόγο στο στάδιο του μοντάζ. Θεωρώ πως το ντοκιμαντέρ οφείλει να εκπέμπει συναίσθημα προκειμένου να αποτυπώσει τις ζωές των ανθρώπων που μελετά. Οι ανταποκριτές γίνονται φορείς μιας αλήθειας και στην ταινία μου προσπάθησα να αναδείξω την αλήθεια που εκπροσωπεί ο Ρόμπερτ», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Στη συνέχεια, οι δύο ομιλητές απάντησαν στο αν έχουν βρεθεί ποτέ στη δυσάρεστη θέση να αυτο-λογοκρίνουν το περιεχόμενο της δουλειάς τους, φοβούμενοι τις συνέπειες που μπορεί να υπάρξουν. Ο Ρόμπερτ Φισκ, χωρίς περιστροφές, χαρακτήρισε την αυτο-λογοκρισία ως την ύψιστη προσβολή απέναντι στην αποστολή και στο καθήκον ενός δημοσιογράφου. «Αν εργάζεσαι ως ανταποκριτής σε ένα επικίνδυνο περιβάλλον και αρχίσεις να φοβάσαι μήπως τα όσα γράφεις στεναχωρήσουν τον εκδότη σου, το κοινό ή κάποιον άνθρωπο με ισχύ και εξουσία, πρέπει να αγοράσεις εισιτήριο για την πρώτη διαθέσιμη πτήση και γυρίσεις σπίτι σου. Είναι γελοίο να βρίσκεσαι κάπου όπου κινδυνεύει η ζωή σου και να επιβάλεις λογοκρισία στον εαυτό σου. Όταν συμβιβαστείς για πρώτη φορά, μετά δεν υπάρχει γυρισμός», δήλωσε αποφασιστικά. Παράλληλα, συμπλήρωσε πως πολλές φορές η γλώσσα και η επιλογή των λέξεων για να περιγραφεί μια κατάσταση μπορεί υποκρύπτουν μια δόλια παραποίηση της πραγματικότητας, όπως η επιλογή του όρου «φράχτης ασφαλείας» για το τείχος που έχει υψώσει το κράτος του Ισραήλ στη Δυτική Όχθη. Ο Γιούνγκ Τσανγκ από την πλευρά του, ανάφερε πως η δύναμη που εμπεριέχει η εικόνα ως έννοια, δημιουργεί αυτομάτως υψηλή αίσθηση ευθύνης στον κινηματογραφιστή, η οποία καταλύει αυτομάτως οποιαδήποτε υπόνοια ή σκέψη αυτο-λογοκρισίας.
Ένα θέμα που επανήλθε αρκετές φορές και σε διάφορες παραλλαγές στη διάρκεια της συζήτησης σχετιζόταν με την ύπαρξη ορίων και κόκκινων γραμμών όσον αφορά την απεικόνιση της φρίκης, του ανθρώπινου πόνου και του θανάτου, τόσο στην τέχνη του ντοκιμαντέρ όσο και σε μια δημοσιογραφική έρευνα. Σύμφωνα με τον Ρόμπερτ Φισκ, υπάρχει μια τάση «προστασίας» του δυτικού κοινού από εικόνες φρίκης και καταστροφής, οι οποίες του είναι ανοίκειες και ξένες. «Σαν να θέλουμε να προστατευτούμε από την ίδια την πραγματικότητα. Κάποια στιγμή, πρέπει να δώσουμε στον κόσμο να καταλάβει ότι το αληθινό πρόσωπο του πολέμου είναι πάντοτε ίδιο και απαράλλαχτο και δεν έχει να κάνει με τη νίκη ή την ήττα. Ο πόλεμος είναι συνώνυμο του θανάτου, του εκμηδενισμού της ανθρώπινης ζωής, ύπαρξης και αξιοπρέπειας και δεν πιστεύω πως πρέπει να καμουφλάρουμε την όψη του θανάτου στις εικόνες μας. Εννοείται πως ένα ντοκιμαντέρ δεν πρέπει να κάνει κατάχρηση τέτοιων εικόνων διότι κινδυνεύει να καταλήξει “πορνογραφικό”, αλλά στη δημοσιογραφική έρευνα θεωρώ πως ο θάνατος πρέπει να απεικονίζεται. Είναι πάγια πεποίθησή μου ότι αν είχαμε περισσότερη συναίσθηση του θανάτου, πιθανώς να είχαμε λιγότερους πολέμους», δήλωσε ο Ρόμπερτ Φισκ.
Ο Γιούνγκ Τσανγκ, τοποθετούμενος στο ίδιο ζήτημα, διευκρίνισε πως δεν υπάρχουν ξεκάθαροι κανόνες τους οποίους υιοθετεί όσον αφορά την απεικόνιση δυσάρεστων καταστάσεων στις ταινίες του, αφού κάθε περίπτωση και κάθε συγκυρία είναι διαφορετική. «Δεν υπάρχει κάποιο κοινώς παραδεκτό ηθικό όριο στην καλλιτεχνική δημιουργία που να επιβάλλει πότε θα πρέπει να κλείσεις την κάμερα ή τι θα πρέπει να αφήσεις εκτός του τελικού cut, στο στάδιο του μοντάζ. Εξαρτάται από την περίσταση, τις συνθήκες, από τον δικό σου χειρισμό. Προσωπικά μιλώντας, θα έκλεινα την κάμερα μονάχα αν προέκυπτε κάποιο ζήτημα ζωής ή θανάτου, στο οποίο θα έπρεπε να βοηθήσω ή αν αντιλαμβανόμουν πως ένας άνθρωπος δεν θέλει να κινηματογραφηθεί. Φυσικά, αναφέρομαι στους απλούς ανθρώπους, τους οποίους δεν θεωρώ πως έχω την άδεια να κινηματογραφώ παρά τη θέλησή τους, όχι έναν άνθρωπο σε θέση ισχύος και εξουσίας. Στη δουλειά μας, πάντως, πολύ συχνά είναι πολύ πιο υποβλητικό και συγκινητικό να μην δείξεις ευθέως μια δυνατή εικόνα, αλλά να την υπονοήσεις», ανέφερε χαρακτηριστικά. Παράλληλα, έκανε αναφορά στο ντοκιμαντέρ Dying at Grace (2003) του συμπατριώτη του, Άλαν Κινγκ, το οποίο κινηματογραφεί πάσχοντες από ανίατες ασθένειες, που βρίσκονται στα πρόθυρα του θανάτου, κινηματογραφώντας μάλιστα, σε μία περίπτωση, και την τελευταία πνοή ενός ασθενούς. Σε εκείνο το σημείο, ο Ρόμπερτ Φισκ επισήμανε τη διαφορά που εντοπίζει ανάμεσα στον θάνατο από φυσικά αίτια ή ασθένειες και στην απεικόνιση των θανάτων ως αποτέλεσμα του πολέμου. «Ο θάνατος ως φυσική κατάληξη της ζωής είναι λυπηρό, αλλά όχι τραγικό, θέαμα. Πάντως, αν υπάρχει ένα σημείο στο οποίο θεωρώ πως πρέπει η κάμερα να σέβεται αυτόν που κινηματογραφεί είναι η θλίψη. Το να αποτυπώσεις το σημείο στο οποίο ένας άνθρωπος είναι έτοιμος να καταρρεύσει είναι θεμιτό. Από εκεί και έπειτα, δεν υπάρχει κανένας λόγος να αφήσεις την κάμερα ανοιχτή», κατέληξε ο Ρόμπερτ Φισκ.
Κλείνοντας τη συζήτηση, και αφότου ο Ρόμπερτ Φισκ προέβη σε δυσοίωνες προβλέψεις όσον αφορά τον πόλεμο στη Συρία και την πιθανότητα εξεύρεσης ειρηνευτικής λύσης στο κοντινό μέλλον, οι δύο ομιλητές έδωσαν τις πολύτιμες συμβουλές τους σε όποιον θελήσει να ακολουθήσει έναν δύσβατο δρόμο σαν τον δικό τους. «Όποιος θέλει να ασχοληθεί με τη δημοσιογραφία πρέπει να έχει κατά νου πως θα πρέπει να αφοσιωθεί ολόψυχα σε αυτήν και να την αντιμετωπίζει ως λειτούργημα και όχι ως συναλλαγή ή μια απλή επαγγελματική δραστηριότητα. Ο δημοσιογράφος έχει την υποχρέωση να είναι αυτόπτης μάρτυρας των όσων καταγράφει, να αναζητεί την αλήθεια και να επενδύει όλο του το είναι, τιμώντας την ιερή αποστολή που έχει αναλάβει», δήλωσε ο Ρόμπερτ Φισκ. Από την πλευρά του, ο Γιούνγκ Τσανγκ, αφότου εξήρε τη σημασία του μοντάζ στην τέχνη του ντοκιμαντέρ, αποδίδοντας τα εύσημα στον δικό του συνεργάτη, με τον οποίο εργάστηκαν πυρετωδώς για έναν ολόκληρο χρόνο στο μοντάζ της ταινίας, υπογράμμισε τη σημασία των ερεθισμάτων και της γνώσης στη δουλειά ενός ντοκιμαντερίστα. «Να οπλιστείτε με εφόδια και γνώσεις, να απορροφάτε σαν σφουγγάρια κάθε πληροφορία. Να αποκτήσετε τη δική σας φωνή και να έχετε πάντα κατά νου ότι το πάθος πολύ συχνά δεν συμβαδίζει με την οικονομική αποκατάσταση και τις παχυλές αμοιβές», κατέληξε με χιουμοριστικό τόνο ο καναδός σκηνοθέτης, κλείνοντας μια συζήτηση που κράτησε καθηλωμένο το κοινό που την παρακολούθησε, αποσπώντας ένθερμα σχόλιο και θετικότατες εντυπώσεις.