Ποιον θ’ αγαπήσω σήμερα;
Το γραφείο που έχω είναι επίσης χάλια. Είναι τόσο μακριά από το παράθυρο. Δε βλέπω τι καιρό έχει, δε μπορώ να μη ξέρω τι καιρό έχει! Σηκώνομαι, πάω να δω – μήπως ξεπιαστώ κιόλας. Λίγο πριν φτάσω στο παράθυρο περνάω μπροστά από το φωτοτυπικό και συνάμα μπροστά από το μόνο πράγμα που έχει ομορφύνει την αισθητική του γραφείου μας τον τελευταίο καιρό. Εννοώ τον Άκη, που ενδεχομένως το όνομα του βγαίνει από το μαναρ(Άκη). Ψηλό δεν τον λες, ούτε κοντό, μοντέλο όχι, γοητευτικό όμως, σίγουρα ναι, με μάτια αμυγδαλωτά και χαμόγελο αστραφτερό συνοδευμένο από δύο λακκάκια. Το γραφείο του είναι στον κάτω όροφο δυστυχώς, αλλά ανεβαίνει συχνά για το φωτοτυπικό – αν και δεν έχω καταλάβει ακόμα καλά τι δουλειά κάνει ακριβώς.
«Γεια» μου λέει, «Τί κάνεις;»
«Καλά, εσύ;»…Διάλογος φωτιά!
«Καλά κι εγώ! Τί θα κάνεις σήμερα το βράδυ;»
Γελάω. Του απαντάω πως τελευταία φορά που βγήκα Τρίτη βράδυ, ήταν όταν ήμουν δευτεροετής φοιτήτρια και συνεχίζω το δρόμο μου προς το παράθυρο. Ευτυχώς, μετά το ρεμβασμό μου στο παράθυρο, η μέρα στη δουλειά τελείωσε γρήγορα και εγώ βρίσκομαι ήδη στο ταξί για να πάω σπίτι, μιας και κουράγιο για λεωφορεία δεν υπήρχε και άσε που πεινάω. Γυρνάει ο κύριος ταξιτζής όλο χαρά και με ρωτάει.
«Πού θα γιορτάσεις σήμερα;»
Τί να γιορτάσω; Ήρθε ήδη η πρωτοχρονιά και δεν το κατάλαβα; Πόση ώρα ρέμβαζα στο παράθυρο τελοσπάντων;
«Τί να γιορτάσω; Τί γιορτή είναι σήμερα;» τον ρωτάω αναστατωμένη.
«Μα σήμερα, κοπελιά μου, είναι η μέρα των ερωτευμένων, του Αγίου Βαλεντίνου!’’
«Ααα, δε θα γιορτάσω. Δυστυχώς, ο έρωτας με αποφεύγει, αφήστε που δεν πιστεύω σε αυτήν τη γιορτή έτσι και αλλιώς.»
Προσπαθεί να με πείσει ότι πρέπει να το γιορτάσω σήμερα, ότι δεν πειράζει που δεν έχω ταίρι, πως όλοι έχουμε δικαίωμα στον έρωτα και πρέπει να βγω οπωσδήποτε έξω απόψε, μήπως με χτυπήσουν τα βελάκια του. Ακολουθεί σύντομος διάλογος, ίσως και μονόλογος, για τον έρωτα του με τη γυναίκα του, την οικονομική κρίση στην Ελλάδα, την κόρη του, που σπουδάζει αισθητική και για τα καλαμάκια, που κάποτε όλα ήταν σπαστά και τώρα κυκλοφορούν περισσότερο τα ίσια. Συμφωνώ μαζί του στα πάντα, δε γίνεται κι αλλιώς, και κυρίως σε αυτό με τα καλαμάκια – γιατί εννοείται ότι τα σπαστά είναι καλύτερα – και στο ότι πρέπει να βγω τελικά σήμερα, άλλωστε η ώρα ήταν ακόμη 19:30. Στέλνω απειλητικό μήνυμα στον καλό μου φίλο, στις 20:00 να είναι στο γνωστό μαγαζί γιατί πρώτον, έχει happy hour και δεύτερον, είναι του Αγίου Βαλεντίνου και εκτός από τα ζευγάρια που θα κάνουν «Μπαμ» σήμερα έξω, θα κάνουν ακόμα μεγαλύτερο «Μπαμ» οι singles που θα κυκλοφορούν στην πόλη! Δεν έχουμε τίποτα να ζηλέψουμε από τους «ερωτευμένους», που αν το καλοσκεφτείς, κάποιοι από αυτούς θα βλέπουν τις «50 πιο σκοτεινές αποχρώσεις του γκρι» ξενερωμένοι, κάποιοι άλλοι θα μαλώνουν γιατί ξέχασε ο ένας να πάρει δώρο στον άλλον, μερικοί θα ξοδεύουν ανέλπιστα ποσά σε ρομαντικά δείπνα και οι υπόλοιποι θα είναι απλά ερωτευμένοι, όπως όλες τις υπόλοιπες μέρες. Αυτοί οι τελευταίοι δεν με ενοχλούν καθόλου και μπορεί να τους ζηλεύω και λίγο, με καλό τρόπο πάντα.
Ο φίλος καταφθάνει και κρατάει στα χέρια του ένα κουτί σαραγλάκια. Σαραγλάκια, φίλε μου, πολύ καλύτερα από τη σοκολάτα γνωστής εταιρίας που έχει σήμερα την τιμητική της! Λαχταριστά, τραγανά, ζουμερά… ερωτικά! Καθόμαστε στο μπαρ, σηκώνουμε τα κοκτειλ μας και πίνουμε εις υγεία του έρωτα! Το ένα κοκτειλ έφερε το άλλο και ο φίλος κάνει την πρόταση του.
«Θες να αγαπήσουμε κάποιον μόνο για σήμερα;»
«Ναι, γιατί όχι;»
Κι αρχίζουμε… Ποιόν θ’αγαπήσω σήμερα; Τα μάτια σαρώνουν το χώρο.
«Να, εκείνη τη ξανθιά με το μπλε φόρεμα» του λέω,
«Μπααα… Έχει πεσμένο κώλο.»
«Έλα, μην είσαι τόσο ρηχός» του απαντάω, ενώ την ίδια στιγμή κοιτάζω τα οπίσθια του μπάρμαν.
Μπάρμαν, τί χαμπάρια; Όχι, όχι τον μπάρμαν… Κι είπαμε, για σήμερα, αυτός θα σχολάσει όταν εγώ θα πηγαίνω στη δουλειά! Συνεχίζω να σκανάρω το χώρο ψάχνοντας να βρω τον έρωτα. Και άντε εγώ τον βρήκα, αυτός θα με βρει που έχω ξυπνήσει από το χάραμα, που έχω μαύρους κύκλους και γενικά τα μαύρα μου τα χάλια; Τα σφηνάκια έχουν πάρει φωτιά και κάπου εκεί ανάμεσα στις τεκίλες, τα λεμόνια και τ’ αλάτια έχω χάσει το φιλαράκι μου στο πλήθος, καθώς αυτός έχει βρει ήδη ποια θ’ αγαπήσει σήμερα. Εγώ έχω ξεμείνει με έναν τύπο, που μου μιλάει για αλγόριθμους, δεν καταλαβαίνω τίποτα και ορκίζομαι στο Άγιο Βαλεντίνο, πως δεν μπορώ να πιω άλλο! Χαιρετάω και φεύγω αρκετά χαρούμενη μεν, που τουλάχιστον ο φίλος μου κατάφερε το στόχο του, αναρωτώμενη δε, πού έχει πάει ο έρωτας πια σε αυτήν τη πόλη;
Ο έρωτας περνάει πρώτα από το στομάχι, λέει ο σοφός λαός. Η μυρωδιά της πίτσας ορίζει τα βήματα μου. Απλά να, στη δικιά μου περίπτωση θα περάσει μόνο εκεί. Από τη τζαμαρία βλέπω τον έρωτα μου να μου κλείνει το μάτι από μακριά… προσούτο, ρόκα, παρμεζάνα! Πάω να ανοίξω την πόρτα και πριν προλάβω να το κάνω την ανοίγει κάποιος από μέσα και βγαίνει ο μαναρ(Άκης)! Ο Άκης από τη δουλειά βρε, που λέγαμε πιο πάνω.
«Πιστεύεις στον έρωτα με την πρώτη μάτια;» μου λέει.
«Μόνο.» του απαντώ.
Με πιάνει, με κολλάει στον τοίχο, με φιλάει, με ζουλάει, με ξεμαλλιάζει… Δε βαριέσαι, έτσι και αλλιώς είμαι μονίμως ξεμαλλιασμένη!
«Φεύγουμε;»
Φεύγουμε. Στο δρόμο οι σκέψεις μου είναι ανάμεικτες. Από τη μια, οι κλεφτές ματιές του Άκη πέφτουν πάνω μου σαν βελάκια του Αγίου, από την άλλη στο στομάχι μου πέφτουν βελάκια σκέτα, γιατί πάλι δεν έφαγα. Αλλά η πείνα μου είναι απερίγραπτη και για τα δύο θέματα. Φτάνουμε. Επαναλαμβάνονται οι ερωτικές, κινηματογραφικές σκηνές στο ασανσέρ. Δυστυχώς, σύντομες γιατί δεν μένω σε ουρανοξύστη. Η συνέχεια στους καναπέδες, στα πατώματα, στο κρεβάτι και τους τοίχους. Μερικά αχ, βαχ, πιο γρήγορα, πιο σιγά, έτσι, γιουβέτσι (πείνα βλέπεις), ναι – ναι και τα σχετικά ακούγονται και το τέλος άξιζε όσο αξίζουν και τα σπαστά καλαμάκια στη ζωή μου σε μια ηλιόλουστη μέρα της άνοιξης. Φιλιά, αγκαλιές και τρυφερά γούτσου-γούτσου πήραν θέση, όπως αρμόζει σε μια σωστή νύχτα του Αγίου Βαλεντίνου, αλλά για να μην το παρακάνουμε, συμφωνήσαμε πως είναι καλύτερα να κοιμηθούμε μόνοι μας.
Ανοίγω το ψυγείο, κλείνω το ψυγείο. Βάζω ένα ποτήρι κρασί, παίρνω και το μπουκάλι μαζί. Κάθομαι. Μόνη, στα ίδια, τα γνωστά κι αγαπημένα. Κοιτάζω το ταβάνι και σκέφτομαι τότε που…. Αμάν! Πάλι τον άλλον σκέφτομαι. Αυτόν, τον ένα, τον δικό μου Μr.Βig ως μια άλλη Κάρι Μπράτσο του Sex And The City, αυτόν που έφυγε και είμαι μόνη μου, που δάκρυα μετρούσα στο σεντόνι μου. Αυτόν που δεν γιόρτασα ποτέ μαζί του Αγίου Βαλεντίνου, που δεν είπαμε ποτέ ο ένας στον άλλον πόσο ερωτευμένοι ήμασταν. Πιάνω το κινητό στα χέρια, το κοιτάω, με κοιτάει. Μέσα στο κεφάλι μου ακούω τις φωνές των φιλενάδων μου «Στείλε, στείλε, ΣΤΕΙΛΕ». Αλλά όχι, εγώ δεν είμαι από αυτές που στέλνουν μηνύματα μεθυσμένες. Κοιτάζω το ρολόι, 23:50. Προλαβαίνω, σκέφτομαι… Πληκτρολογώ τον γνωστό, πλέον, αριθμό.
«Γειά! Μια παραγγελία θα ήθελα να κάνω. Μια πίτσα γίγας, παρακαλώ.»
**Τώρα, βάλε να ακούσεις το “Flirtaholic Mixtape” που έκανε το Discoteca International αποκλειστικά για εσένα, γιατί η πίτσα μπορεί να αργήσει λίγο!